Η Ελλάδα τελικά ανήκει στους Έλληνες;


Την κατάσταση τη ζούμε καθημερινά εδώ και πολλά χρόνια. 

Ακούγονται απόψεις από κάθε οπτική γωνία, αλλά δεν υπάρχει συγκροτημένη πολιτική από το κράτος, που όπως συνήθως απουσιάζει. 

Πώς πρέπει άραγε να προσεγγίζομε τη λαθρομετανάστευση σήμερα; Θα πρέπει πριν απ’ αυτό να κάμομε μερικές σκέψεις για την κοινωνία και το χώρο που ζούμε, τόσο στη μικρή όσο και στην παγκόσμια διάστασή του.

Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες

Το σύνθημα το είχε χρησιμοποιήσει το κόμμα που μας έβαλε στο μνημόνιο όταν ακόμα ενσάρκωνε αντιστασιακό πνεύμα και ελπίδες. Ισχύει βέβαια και σήμερα. Στο χώρο που ζούμε, ζούμε γιατί μπορέσαμε να τον ελευθερώσομε μετά από φοβερές θυσίες, σηκωμούς και επαναστάσεις, ενάντια σε κατακτητές που μας απομύζησαν με κάθε τρόπο, κυρίως όμως πληθυσμιακά. Κι εμείς που ζούμε σήμερα εδώ, είμαστε οι απόγονοι εκείνων που δεν τούρκεψαν, που κράτησαν την ταυτότητά τους και διεκδίκησαν να ζήσουν ελεύθεροι σα λαός σ’ αυτά τα χώματα, στόχο που εν μέρει μόνο πέτυχαν.

Στο λόγο της Λαμίας, ο Άρης Βελουχιώτης το έθεσε πολύ χαρακτηριστικά: «Κάποτε, λοιπόν, η χώρα μας είτανε δοξασμένη, μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή δόξα. Μα ύστερα από κάμποσα χρόνια η χώρα μας σηκώθηκε στο πόδι κι ύστερα από σκληρούς αγώνες ενάντια στη σκλαβιά, πάλι λευτερώθηκε. Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί «έξυπνοι», αναμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ’ άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ότι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμία αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη».

Επομένως, κάθε συζήτηση για τη μετανάστευση, λαθραία ή νόμιμη, μπορεί να γίνεται μόνο στη βάση της ελληνικότητας της επικράτειάς μας, δηλαδή με πλήρη τη συνείδηση τόσο από τους ντόπιους όσο και από τους μετανάστες ότι η έλευση των τελευταίων στην Ελλάδα γίνεται στη βάση της φιλοξενίας, δηλαδή της εισόδου τους σε χώρα και πληθυσμιακό σύνολο διαμορφωμένης ταυτότητας, στην οποία οφείλουν σεβασμό, και με την έγκριση αυτών που φιλοξενούν.

Κρίνεται απαραίτητη αυτή η –αυτονόητη- διευκρίνιση, γιατί από πολιτικούς χώρους που πρόσκεινται στο νεοφιλελευθερισμό και στη νεοταξική αριστερά εκφράζονται θεωρίες που αρνούνται να αναγνωρίσουν συλλογικότητες όπως αυτή του λαού, και θεωρούν ότι πατρίδα υπάρχει ό,που τυχαίνει να βρισκόμαστε, επομένως πατρίδα δεν είναι ο τόπος καταγωγής μας, ταυτότητα δε είναι κάτι που επιλέγομε κι όχι κάτι που καθορίζεται από τα κοινά χαρακτηριστικά της συλλογικότητας (λαός, τοπικός πληθυσμός) στην οποία ανήκομε (την ύπαρξη της οποίας δεν αναγνωρίζουν). Επομένως δεν υπάρχει γι’ αυτούς διάκριση μεταξύ μετανάστη και ντόπιου, αφού όλοι έχομε τα ίδια δικαιώματα εφόσον τυχαίνει να πατούμε το ίδιο χώμα, ανεξαρτήτως της ιστορικότητας και της συνέχειας της παρουσίας εδώ, ατομικά ή σα συλλογικότητα, ανεξαρτήτως των ήδη διαμορφωμένων ηθών και εθίμων, που έχουν δημιουργηθεί από το λαό κάθε τόπου σε συνάρτηση με τις γεωγραφικές και κλιματικές παραμέτρους και απηχούν την κοσμοθεωρία κάθε λαού.

Η άποψη αυτή δίδει και το άλλοθι στην παγκοσμιοποίηση να συνεχίσει να καταστρέφει ταυτότητες και κοινωνίες σ’ όλο τον πλανήτη: Εφόσον δεν υπάρχουν πατρίδες με την έννοια της καταγωγής αλλά πατρίδα μας είναι ό,που βρισκόμαστε, τότε δεν υπάρχουν και πρόσφυγες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους τόπους τους, δεν υπάρχει η καταστροφή των τοπικών κοινωνιών και ταυτοτήτων. Δεν υπάρχουν επίσης πρακτικές, ήθη και έθιμα που κυριαρχούν σ’ έναν τόπο και επομένως δεν υπάρχει λόγος σεβασμού τους. Νομιμοποιείται λοιπόν πλήρως η εξαθλίωση και το ανθρωπιστικό δράμα που υφίστανται οι οικονομικοί μετανάστες.

Οι τοπικές ταυτότητες είναι στόχος της παγκοσμιοποίησης

Η κυριαρχία της αγοράς αποσκοπεί στο να καταστήσει όλους τους ανθρώπους καταναλωτές που θα λειτουργούν στη βάση του εμπορεύματος κι όχι άλλων χαρακτηριστικών στο δημόσιο χώρο. Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να επιβάλει μια παγκόσμια κουλτούρα του ατόμου-καταναλωτή, δίχως διαφοροποιήσεις. Παράλληλα, οι κυρίαρχες δυνάμεις επιβάλλουν το δικό τους πολιτισμό στις τοπικές κοινωνίες. Ήδη βλέπομε στο χώρο της μουσικής ότι η κυρίαρχη δυτική (αμερικανική/ευρωπαϊκή) μουσική αναπαράγεται σε όλο τον πλανήτη, ενώ οι τοπικές παραδόσεις βρίσκουν καταφύγιο για τις μουσικές τους παραγωγές στην κατηγορία «έθνικ», δηλαδή στο περιθώριο της κυρίαρχης παγκόσμιας κουλτούρας.

Είναι σαφές πώς η νεοταξική άποψη που αναλύσαμε παραπάνω, βοηθά τα μέγιστα στην εμπέδωση της παγκοσμιοποίησης, όπου δεν υπάρχουν συλλογικές συνειδήσεις παρά μόνο η κυριαρχία της αγοράς. Άτομα που το καθένα στον ιδιωτικό του χώρο μπορεί να πρεσβεύει ό,τι θέλει αλλά στο δημόσιο δε μπορεί να ανήκει σε ένα σύνολο, το μόνο που μπορεί είναι να καταναλώνει σύμφωνα με το ρεύμα της αγοράς. Όταν όμως δεν έχεις μια συλλογική στάση πίσω σου, να σε τροφοδοτεί αλλά και να στηρίζεται από σένα, τότε δεν έχεις και τη δύναμη να κρίνεις τι σου ταιριάζει, τότε κάποιοι άλλοι το κάνουν για σένα. Έχει βαθύ νόημα η μαντινάδα «Ποτέ σου να μην τσι ξεχνάς τσι τόπους που σ’ ορίζα, δεν έχει αξία το δεντρό άμα δεν έχει ρίζα».

Έτσι, οι τοπικές ταυτότητες αποτελούν στόχο της παγκοσμιοποίησης γιατί εμποδίζουν την κυριαρχία της μιας άποψης, της μιας κουλτούρας που τυχαίνει να είναι και αυτή των νόμων της αγοράς. Πρέπει να διευκρινίσομε εδώ ότι αυτή καθεαυτή η προσπάθεια επιβολής μιας άποψης μας βρίσκει ενάντιους ανεξάρτητα αν η επιβαλλόμενη άποψη είναι σύμφωνη με μας. Γιατί δεν υπάρχει μια προσέγγιση της ζωής αλλά πολλές, όπως γεννιούνται από τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε τόπου και του λαού που τον κατοικεί, κι είναι όλες σεβαστές, ο δε διάλογος μεταξύ τους σε ισότιμη βάση και με αμοιβαίο σεβασμό πλουτίζει την ανθρωπότητα. Αντίθετα, η καταδυνάστευση των τοπικών απόψεων από την κυρίαρχη επιβαλλόμενη κουλτούρα τις οδηγεί στην εξαφάνιση και φτωχαίνει τον πλανήτη.

Η καταστροφή των τοπικών ταυτοτήτων γίνεται με διάφορους τρόπους. Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι της Δύσης και η μεταφορά κεφαλαίων στις αναπτυσσόμενες χώρες προς αναζήτηση φτηνού εργατικού δυναμικού οδηγούν στην εξαθλίωση τους πληθυσμούς εκεί, οι οποίοι προσπαθούν να φύγουν με κάθε τρόπο και να πάνε σε ανεπτυγμένες χώρες, εγκαταλείποντας την πατρίδα τους. Ερχόμενοι σε ανεπτυγμένες χώρες που έχουν τη δυνατότητα να τους δεχτούν και θέσεις εργασίας να τους απασχολήσουν, αφήνουν διαλυμένη την πατρίδα που αφήσανε. Συγχρόνως όμως, η έλευσή τους δε σημαίνει ότι θα ενταχθούν σε μια νέα χώρα με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις των ντόπιων. Αντίθετα, θα αποτελέσουν τους παρίες στη χώρα υποδοχής τους, θα εργαστούν με χαμηλά μεροκάματα και θα ζήσουν το όνειρο από την ανάποδη: στριμωγμένοι σε τρώγλες, πολλές φορές δίχως συνθήκες υγιεινής, σε μια καθημερινή μισθωτή σκλαβιά, όταν υπάρχει δουλειά.

Παράλληλα, η προσφορά φτηνού και ανεπίσημου συνήθως εργατικού δυναμικού, συμπιέζει προς τα κάτω και τις κατακτήσεις των εργαζομένων στις χώρες υποδοχής, μειώνει τις διαθέσιμες γι’ αυτούς δουλειές και οδηγεί και αυτούς στη φτώχεια, τη στιγμή που το κεφάλαιο μεγιστοποιεί τα κέρδη του. Σιγά σιγά, η συνεχής προσθήκη φτηνών μεταναστών, δημιουργεί κορεσμό που οδηγεί στο φαινόμενο περισσότεροι να διεκδικούν συγκεκριμένο αριθμό θέσεων εργασίας, κι αυτό με τη σειρά του δημιουργεί εντάσεις μεταξύ των εργαζομένων, ντόπιων και ξένων αλλά και των μεταναστών μεταξύ τους. Φυσιολογική εξέλιξη και επιθυμητή για το κεφάλαιο, αφού έχει πλέον τη δυνατότητα επιβολής των όρων του.

Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα

Η ανεύρεση κερδών είναι αυτοσκοπός για το κεφάλαιο και για να τον πετύχει δεν περιορίζεται σε σύνορα, ούτε έχει πατριωτικές ανησυχίες και δεσμούς με έναν τόπο. Λογικό, αφού αυτά προϋποθέτουν αισθήματα, αντίληψη, συνειδητοποίηση μιας καταγωγής και μιας ταυτότητας, ενώ λαμβάνουν υπ’ όψη τους παράγοντες πολύ πέραν των αναγκών της αγοράς, όπως διαμορφωμένες αξίες, διαπροσωπικές ή συλλογικές σχέσεις, μη χρηματικές ανάγκες κλπ. Έτσι, η διάλυση μιας τοπικής κοινωνίας δεν αποτελεί κάτι μεμπτό για το κεφάλαιο αν από αυτήν θα αποκομίσει κέρδη ευρύτερης φύσεως.

Οι κοινωνίες υποδοχής

Πέρα από την καταστροφή στις πατρίδες των μεταναστών, ήδη αναλύσαμε πώς η έλευσή τους στη χώρα υποδοχής ανατρέπει τις ισορροπίες όταν δε χρειάζεται η χώρα αυτή παραπάνω εργατικά χέρια. Πέραν της οικονομικής παραμέτρου, υπάρχει και ο παράγοντας της κοινωνικής συνοχής που δοκιμάζεται από μια τέτοια εισδοχή νέου πληθυσμού: Η κάθε τοπική κοινωνία έχει διαμορφώσει στο πέρασμα των χρόνων συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και αξίες, τα οποία αποτελούν επιλογή της και εκτείνονται σε όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι φιλοξενούμενοι σε μιαν ήδη διαμορφωμένη κοινωνία, είτε είναι οικονομικοί μετανάστες είτε παραθεριστές, οφείλουν να σεβαστούν τις αξίες αυτές. Ειδικά όσοι έχουν την προοπτική μόνιμης εγκατάστασής τους στον τόπο υποδοχής θα πρέπει να είναι σε θέση να ενστερνιστούν τις αξίες και τα ιδανικά του.

Σε κάθε περίπτωση όμως, οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να μπορούν να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά που επέλεξαν οι ίδιες. Η συγκέντρωση ανθρώπων περισσότερων από αυτούς που μπορεί μια χώρα να απορροφήσει, αποτελεί εγγύηση δημιουργίας εντάσεων. Αυτό είναι φυσιολογικό για κάθε τόπο όπου δεν υπάρχει επαρκής ζωτικός χώρος για τους κατοίκους του, ντόπιους και ξένους, οπότε η εγκληματικότητα θα ανέβει με μαθηματική ακρίβεια, πράγμα που ήδη βιώνομε. Θα αρχίσει από τους πιο εξαθλιωμένους, αυτούς που δεν έχουν τίποτα να χάσουν, και θα εξαπλώνεται σε μεγαλύτερες κατηγορίες του πληθυσμού. 

Αυτό δε σημαίνει ότι εδώ έρχονται οι εγκληματίες, ούτε ότι οι παραβατικοί είναι μόνο ξένοι. Η αιτία όμως της παραβατικότητας είναι η υπερσυσσώρευση πληθυσμού. Ακόμα, η μετανάστευση δημιουργεί δυό κατηγορίες πληθυσμών: αυτούς που είναι δεμένοι με το συγκεκριμένο τόπο με δεσμούς συνέχειας από γενιά σε γενιά, ταυτότητας, αίσθησης ότι ανήκουν στο λαό που κατοικεί το χώρο, και σ’ αυτούς που είναι περαστικοί από αυτόν, δε νοιώθουν δεμένοι μ’ αυτόν και δεν τον πονάνε. Πρόκειται για τη διάκριση ανάμεσα σε πληθυσμούς του χώρου και του χρόνου, κατά την εύστοχη διατύπωση του καθηγητή Ερατοσθένη Καψωμένου. Η διάκριση αυτή δεν χαρακτηρίζει μονοσήμαντα τους πληθυσμούς, αφού οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί έχουν αίσθημα δεσίματος με τους τόπους προέλευσής τους, ενώ οι ντόπιοι πληθυσμοί αντίστοιχα δεν θα πονάνε τυχόν τόπο υποδοχής τους αν κι αυτοί εξαναγκαστούν σε μετανάστευση.

Η έλλειψη δεσίματος με έναν τόπο οδηγεί σε αδιαφορία και για την καθημερινή πραγματικότητα, την αυριανή ύπαρξη της συγκροτημένης κοινωνίας, τη διατήρησή της συνέχειάς της. Ατομικές λύσεις μπορούν να βρεθούν ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται ο καθένας, συλλογικές όμως μόνο σε συνάρτηση με τα άλλα μέλη της ομάδας και το χώρο όπου αυτή δραστηριοποιείται.

Έτσι, η συνύπαρξη πληθυσμών με διαφορετικές κουλτούρες, μπορεί να γίνεται στη βάση του σεβασμού των αξιών και ηθών της κυρίαρχης ομάδας, της αποδοχής της διαφορετικότητας των εισερχομένων και της ύπαρξης των όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων. Αν κάτι από αυτά λείπει, αρχίζουν τα προβλήματα.

Η παγκοσμιοποίηση απαιτεί τη μη πλήρωση των όρων αυτών. Γιατί έτσι διαλύεται η τοπική κοινωνία. Ο συνήθως πρώτα μη πληρούμενος όρος είναι αυτός της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Αυτό πετυχαίνεται όταν μια χώρα δέχεται περισσότερους από όσους μπορεί να απορροφήσει, οπότε ξεκινούν οι εντάσεις, οι άνθρωποι βλέπουν ο ένας τον άλλο σαν απειλή για τη δουλειά τους, για το επίπεδο ζωής τους. Αφού η φτώχεια έρθει, θα έρθει κι η τριβή, μεταξύ ντόπιων και ξένων γιατί χάνονται δουλειές για τους πρώτους προς όφελος των δεύτερων και μεταξύ των μεταναστών που συνορίζονται την ίδια κακοπληρωμένη δουλειά. Την ένταση θα ακολουθήσει η εγκληματικότητα, είτε για λόγους εκδίκησης, είτε για τον πολύ ανθρώπινο λόγο της ανάγκης ενός πεινασμένου να φάει. Δίπλα σ’ αυτή την εκδήλωση παραβατικότητας θα αναπτυχθούν και οι υπόλοιποι τομείς της, ναρκωτικά, πορνεία, όπλα κλπ.

Ακόμα χειρότερα, ο προσωρινός χαρακτήρας της διαμονής των μεταναστών, η αντιπαλότητα που αναπτύσσεται μεταξύ τους και μεταξύ αυτών και των ντόπιων, οδηγούν σε απουσία σεβασμού των αξιών της τοπικής κοινωνίας και αντίστροφα της μη αποδοχής της διαφορετικότητάς τους, και θέτουν σε θέση άμυνας όλους τους εμπλεκόμενους. Ισχύει αυτό που έχει πει ο Μαρξ για αντίστοιχες περιπτώσεις, ότι αντιλαμβάνονται μόνο τον εαυτό τους. Επιπλέον, περιοχές όπου ο μεταναστευτικός πληθυσμός υπερισχύει, μετατρέπονται σε γκέτο δίχως ταυτότητα. Πρόκειται για τα «πολυπολιτισμικά» σύνολα που τόσο θαυμάζουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και οι πρέσβεις της Νέας Τάξης όλου του πολιτικού φάσματος, τα οποία δεν είναι καθόλου πολυπολιτισμικά, με την έννοια της ισότιμης συνδιαλλαγής διαφορετικών ταυτοτήτων. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε επίπεδο οικουμενικό, όπου συναντιούνται οι διαφορετικές ταυτότητες στη βάση της τοπικής τους προέλευσης και όχι με τη διάλυση των τοπικών κοινωνιών, των πατρίδων που δίνουν οντότητα στις διαφορετικές προσεγγίσεις. Τα γκέτο απλά προσφέρουν ένα πεδίο μάχης απουσία του κράτους σε αλληλομισούμενες φυλές και απέχουν πολύ από τη διαφημιζόμενη «πολυχρωμία» τους.

Η απουσία του κράτους και της πολιτικής

Την κατάσταση χειροτερεύει ακόμα περισσότερο η απουσία του κράτους στον έλεγχο της μετανάστευσης, καθώς και το ιδεολογικό υπόβαθρο που προσφέρουν οι Νεοταξικές δυνάμεις δεξιά και αριστερά του πολιτικού φάσματος. Έτσι, η Ελλάδα αντιμετωπίζεται σα μια χώρα που έχει απεριόριστες δυνατότητες να προσφέρει εργασία και τροφή σε όσους την επισκεφθούν, τα σύνορα πρέπει να είναι ανοιχτά και οι μισθοί να είναι αυτοί που ίσχυαν πριν την κρίση. Με ευχολόγια και φιλάνθρωπη διάθεση, σε συνδυασμό με την πολιτική ορθότητα που οφείλομε να επιδεικνύομε, το πρόβλημα λύνεται στις διακηρύξεις των πολιτικών, οι οποίοι επιβάλλουν στο κράτος να μην επεμβαίνει, και αφήνεται να γιγαντωθεί σε σημείο όπου δεν ελέγχεται πλέον. Αυτό με τη σειρά του τροφοδοτεί κι άλλο το μίσος και την εγκληματικότητα, ενώ πολιτικά, η απελπισία του κόσμου και η αναξιοπιστία των κομμάτων εκφράζεται μέσα από συγκεκριμένους χώρους, κάποτε περιθωριακούς και ήδη κοινοβουλευτικούς.

Η απουσία του κράτους συμβάλλει στο πρόβλημα και με άλλον τρόπο: Εμπεδώνει σε όλους ότι οι νόμοι που τίθενται δεν τηρούνται, οπότε ο καθένας μπορεί να παρανομήσει, ο μετανάστης ξέρει ότι μπορεί να έρθει στην Ελλάδα, να συλληφθεί και να μεταφερθεί στην Αθήνα για να αφεθεί μετά ελεύθερος. Έτσι, η Ελλάδα αποκτά τη φήμη μιας «εύκολης» χώρας (για να μην το πούμε αλλιώς), και προσελκύει ακόμα περισσότερους μετανάστες που επιτείνουν κι άλλο το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης.

Τέλος, η μη εφαρμογή των νόμων, οδηγεί μαθηματικά στην ασυδοσία των εισερχόμενων, στην έλλειψη σεβασμού προς την χώρα υποδοχής και στην επιδείνωση της έντασης, αφού θεωρούν ότι είναι ανεκτή η παραβατικότητα και η αστυνομία δηλώνει αδυναμία παρέμβασης. Άρα, οι απροστάτευτοι πολίτες ωθούνται να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, ή να καταφεύγουν σε αυτούς που υποκαθιστούν το ανύπαρκτο κράτος, τροφοδοτώντας τον κύκλο της βίας.

Οι ευθύνες της Νεοταξικής Αριστεράς

Οι νεοφιλελεύθεροι μόνοι τους δε θα κατάφερναν πολλά πράγματα. Χρειαζόταν να επικουρήσει την παγκοσμιοποίηση ένα κομμάτι της καθεστωτικής Αριστεράς των ΜΚΟ, του πανεπιστημιακού κατεστημένου, των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, της εθνοαποδομητικής σχολής. Αυτοί προσέφεραν το ιδεολογικό υπόβαθρο της ασυδοσίας στη μετανάστευση, αυτοί στοχοποίησαν ως φασίστες όσους αρθρώνουν διαφορετικό λόγο, αντί να αντικρούσουν το λόγο αυτόν. Αυτοί νομιμοποίησαν την καταστροφή των πατρίδων των μεταναστών από τη Νέα Τάξη, αρνούνται να δουν μια πραγματικότητα που δεν τους βολεύει και απαντούν στα προβλήματα με ευχολόγια. Σε άλλα θέματα αυτό πιάνει, όταν δεν τα ζουν στο πετσί τους οι Έλληνες. Όμως, στο θέμα της μετανάστευσης, είναι πια τόσο εμφανή τα προβλήματα, που δε μπορεί κανείς αποπροσανατολισμός να τα συγκαλύψει.

Αξίζει όμως να δούμε τί πίστευε γι’ αυτά ο Μάρξ, όπως τα σταχυολόγησε το ιστολόγιο tsantiri.gr:

• Σκοπός της εισαγωγής ξένων εργατών είναι η διατήρηση της δουλείας και η ακύρωση όλων των διεκδικήσεων των ντόπιων εργατών για μισθούς και συνθήκες εργασίας.
• Ο μετανάστης ανταγωνίζεται τον ντόπιο εργάτη και σιγά σιγά μειώνεται το μεροκάματο στο δικό του επίπεδο. Είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο του κεφαλαίου.
• Η μετανάστευση διαιρεί την εργατική τάξη της χώρας υποδοχής σε τόσα εχθρικά στρατόπεδα όσες και οι εθνοφυλετικές ομάδες διότι η κάθε μία καταλαβαίνει μόνο τον εαυτό της. Έτσι αναστέλλεται η εργατική επανάσταση και διαιωνίζεται η καπιταλιστική κυριαρχία
• Η λαθρομετανάστευση χρησιμοποιείται αφ’ ενός ως απεργοσπαστικός μηχανισμός αφ’ ετέρου με τον εργατικό υπερπληθυσμό – πλεόνασμα που δημιουργεί ρίχνει το επίπεδο ζωής σε κατάσταση δουλοπάροικου.
• Η Α’ Διεθνής Ένωση Εργατών έβαλε πρακτικά τέλος στις μεθοδεύσεις των βιομηχάνων και υποχρέωνε τα συνδικάτα να διώχνουν τους ξένους εργάτες πίσω στις χώρες τους με το πρώτο καράβι.
• Οι μεταναστευτικοί νόμοι είναι τα μανιφέστα των εργοστασιαρχών.
Ο Μαρξ είχε ιδιαίτερα ασχοληθεί με την εισαγωγή Γερμανών εργατών στη Βρετανία από τους εργοδότες και με τη μεταφορά Ινδών στη Τζαμάικα από τους Άγγλους αποικιοκράτες, και τα συμπεράσματά του προέκυψαν από τη μελέτη των καταστάσεων αυτών.

Υπάρχει λύση;

Δεν υπάρχει τρόπος επίλυσης μιας τέτοιας κατάστασης που θα αφήνει όλους ευχαριστημένους στις –σεβαστές- επιδιώξεις τους. Και το ότι είναι σεβαστές, δείχνει πόσο δύσκολη είναι μια απόφαση. Πρέπει λοιπόν να μπουν προτεραιότητες και να επιλεγεί τρόπος δράσης τέτοιος που θα συνάδει με αυτές.

Το πρώτο ερώτημα είναι ποιος αποφασίζει: Η τοπική κοινωνία, οι μετανάστες, ή κι όλοι μαζί; Είναι σαφές ότι ο ντόπιος πληθυσμός, αυτός που έχει κατοχυρώσει τη διαβίωση του σε συγκεκριμένο χώρο με αγώνες, είναι αυτός που θα πρέπει να αποφασίσει για το τι θα γίνεται στο χώρο που ζει, στο σπίτι του.

Οπότε το επόμενο ερώτημα είναι: Θέλει ο λαός να συνεχίσει να ζει στο χώρο αυτόν σε μια συγκροτημένη κοινωνία όπου τους κανόνες θα τους θέτει ο ίδιος; Η απάντηση κάποτε θα ήταν αυτονόητη, όμως στην αφασία που ζούμε σήμερα και την οποία καλλιεργούν ΜΜΕ και νεοταξικά κόμματα, η κοινωνία μας βρίσκεται σε σύγχυση. Το σίγουρο είναι ότι βομβαρδιζόμαστε με αφορισμούς, ότι όποιος δεν ανέχεται μιαν αβίωτη κατάσταση στη γειτονιά του βαφτίζεται φασίστας από τους ταγούς της πολιτικής ορθότητας. Δεν είναι όμως φασίστες αυτοί που μαζικά ψηφίζουν κόμματα που μόνο θέμα τους έχουν το μεταναστευτικό. Είναι η ανυπαρξία πολιτικής του κράτους και η αφασία των κομμάτων που έστρεψαν τον κόσμο εκεί. Πάντως, ακόμα και τώρα η πλειοψηφία του λαού μας εξακολουθεί να θέλει να συνεχίσει την πορεία της στην ιστορία σα λαός (κι όχι σαν άτομα δίχως ταυτότητα) σ’ αυτό τον τόπο.

Και πώς θα το πετύχομε αυτό; Σε ευρύτερη προοπτική, με την αναίρεση των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης που προσφυγοποιούν εκατομμύρια ανθρώπων και τους ξεριζώνουν από τις πατρίδες τους. Αυτό προϋποθέτει διεθνή κινήματα κατά της Νέας Τάξης, έμφαση στην τοπική παραγωγή και κατανάλωση τροφίμων και ενέργειας, τόνωση των αναπτυσσόμενων χωρών και αλληλεγγύη των λαών. Αλλά μέχρι τότε πρέπει κάτι να γίνει άμεσα. Σε άμεση προοπτική, απαιτείται κάθε τοπική κοινωνία να προσδιορίσει τον αριθμό των μεταναστών που μπορεί να αντέξει, με πρόσθετο κριτήριο τη δυνατότητα ενσωμάτωσής τους σ’ αυτήν, και μεταφορά στις πατρίδες τους των υπόλοιπων.

Η πατρίδα μας αντιμετωπίζει τρία προβλήματα κολοσσιαία, το οικονομικό, τα ελληνοτουρκικά και το μεταναστευτικό. Το καθένα μόνο του μπορεί να διαλύσει μια χώρα. Στη μετανάστευση, η υποκρισία περισσεύει. Κάθε προσέγγιση είναι επώδυνη, και θα χρειαστεί να έχει τόλμη και συναίσθηση των προτεραιοτήτων. Αλλά, αυτό δε χρειαζόμαστε και για τη χώρα γενικά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου