ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ 1944 Β Μερος


Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΜΦΥΛΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Ο ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ '44

Στις 12 Οκτωβρίου 1944 χιλιάδες Αθηναίοι ξεχύθηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας πανηγυρίζοντας την αποχώρηση των Γερμανών. «Ο ήλιος της λευτεριάς» ζέσταινε τις καρδιές. δύο μήνες, όμως, αργότερα ο ήλιος αυτός καλυπτόταν από τα βαριά σύννεφα του εμφύλιου σπαραγμού. Η Αθήνα θα ζούσε τις χειρότερες στιγμές της σύγχρονης Ιστορίας της. Στις 18 Οκτωβρίου 1944, όπως είναι γνωστό, έφθασε στην πρωτεύουσα ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου με ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο (εκτός απ το τριμελές κλιμάκιο που είχε προηγηθεί) και με τον αρχηγό των Βρετανικών και όλων των Ελληνικών δυνάμεων (τακτικών και ανταρτών) τον Σκόμπι...



Αυτή η άφιξη είναι πασίγνωστη. Ελάχιστα γνωστή είναι μια άλλη, την ίδια μέρα (και όχι συμπτωματικά). Στις 18 Οκτωβρίου έφθασε στην Αθήνα -από τα Άγραφα- και η Κεντρική Επιτροπή του EAM. Φθάνοντας, έδωσε στην δημοσιότητα μια προκήρυξή της, στην οποία υπογράμμιζε το EAM την συνέπειά του στις συμφωνίες που είχε υπογράψει, τη συμμόρφωση του EΛAΣ στις κυβερνητικές εντολές (να μην εισέλθει στην Αθήνα, την αναίμακτη απελευθέρωσή της).

Υπογράμμιζε όμως το EAM την ύπαρξη και την παρουσία του, τονίζοντας ότι «θέτει στην διάθεση της εθνικής κυβέρνησης τον EΛAΣ για την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης». H ημέρα της διακηρύξεως -18 Οκτωβρίου- και οι υπογραμμίσεις της -«εδώ είμαστε κι εμείς»- δείχνουν την πραγματικότητα της απελευθερωτικής περιόδου. Δυαδική εξουσία υπήρχε στην Ελλάδα: Της κυβερνήσεως Παπανδρέου και του EAM. Δεν ήταν αλήθεια, κάτι που γράφεται συχνά σαν σχήμα λόγου, ότι η κυβέρνηση ήλεγχε μόνο το κέντρο της Αθήνας.

Βέβαια, δεν ήλεγχε αρκετές ακραίες Αθηναϊκές συνοικίες. Ήλεγχε όμως αρκετές άλλες περιοχές. Την Κρήτη που υπήρχαν ισχυρές εθνικιστικές οργανώσεις κι εκεί ο EΛAΣ ακολουθούσε διαφορετική γραμμή. Είχε ακόμη η κυβέρνηση υπό τον έλεγχό της τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, ενώ την Ήπειρο κατείχαν οι δυνάμεις του Ζέρβα, κι ένα μικρό τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας υπό τον Τσαούς - Αντών. Tο EAM κυριαρχούσε στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Πελοπόννησο.

Αυτή ήταν η κατάσταση τις πρώτες μέρες της Απελευθέρωσης, ενώ έφθαναν λίγο-λίγο, μερικά Βρετανικά τμήματα και η Ορεινή Ταξιαρχία. O EΛAΣ βρισκόταν στο μάξιμουμ της υλικής δυνάμεώς του, κατά την απελευθέρωση. Oι μόνιμοι αντάρτες του, περνούσαν τις 50.000. Κατανέμονταν σε 9 μεραρχίες και 2 ταξιαρχίες. Είχαν πλήρη κανονικό οπλισμό πεζικού (μέχρι και βαρείς όλμους) και λίγα πολυβόλα. Σύγχρονα μέσα -θωρακισμένα- δεν διέθεταν καθόλου. O αριθμός των πολεμιστών του EAM όμως, ήταν διπλάσιος των 50.000, γιατί υπήρχε ο εφεδρικός EΛAΣ, και η Πολιτοφυλακή.

Τo Ματωμένο Συλλαλητήριο

Tα Δεκεμβριανά ήταν συνέπεια του αλληλοσπαραγμού των Ελλήνων, ακόμη και των οργανώσεων που έγραψαν το Έπος της Εθνικής Αντίστασης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Αθήνας (12 Οκτωβρίου 1944), η πρώτη Ελληνική κυβέρνηση, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, επιδόθηκε στην οργάνωση του κράτους. Στο πλαίσιο αυτό προβλέπονταν η διάλυση των αντάρτικων σχηματισμών (ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ κ.ά.) και η συγκρότηση Εθνικού Στρατού. Από τις 25 Νοεμβρίου, μάλιστα, άρχισε η οργάνωση των μονάδων Εθνοφυλακής, όπως προβλεπόταν.

Το ΕΑΜ, μετά από παλινωδίες, αρνήθηκε να διαλύσει την Πολιτοφυλακή στην Αθήνα (η οποία αποτελείτο αποκλειστικά από στελέχη του ΕΛΑΣ). διενήργησε μάλιστα και επιθέσεις στις, υπό σύσταση μονάδες Εθνοφυλακής, αρπάζοντας τον οπλισμό τους. Παράλληλα, εξήγγειλε αντικυβερνητικό συλλαλητήριο στις 3 Δεκεμβρίου και γενική απεργία την επομένη. Το συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε με τον κύριο όγκο των διαδηλωτών (60.000 περίπου) να προσεγγίζει περί τις 10.00 την πλατεία Συντάγματος.

Σύμφωνα με τους αριστερούς, οι διαδηλωτές δεν έφεραν όπλα. Αντίθετα, σύμφωνα με την κυβερνητική πλευρά, αρκετοί από αυτούς έφεραν, κρυμμένα κάτω από τα ενδύματά τους, ελαφρά όπλα. Η πραγματικότητα πρέπει να βρίσκεται κάπου στη μέση, καθώς το ΕΑΜ συνήθιζε να περιφρουρεί τις διαδηλώσεις του με οπλισμένα μέλη. Η πρώτη επαφή αστυνομικών και διαδηλωτών έγινε επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας (κοντά στη δυτική είσοδο του Βασιλικού, τότε, Κήπου).

Παρά τις συστάσεις των επικεφαλής αστυνομικών προς τους διαδηλωτές, οι τελευταίοι συνέχισαν να κινούνται προς την πλατεία Συντάγματος, υποχρεώνοντας τον αστυνομικό κλοιό να οπισθοχωρεί. Περί τις 10.30 οι διαδηλωτές είχαν πλέον φθάσει στη διασταύρωση των οδών Βασιλίσσης Σοφίας, Βασιλίσσης Αμαλίας και Πανεπιστημίου. Με την αστυνομική δύναμη να μην είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει περαιτέρω, σημειώθηκαν εκτεταμένες συμπλοκές, σώμα με σώμα, με τους διαδηλωτές. Από χειροβομβίδα που εκτοξεύθηκε από κάποιο διαδηλωτή σκοτώθηκε ένας υπαρχιφύλακας της Τροχαίας.

Σχεδόν ταυτόχρονα οι διαδηλωτές άρχισαν να κινούνται απειλητικά προς το κτίριο της διεύθυνσης της Αστυνομίας, με σκοπό να το καταλάβουν (συμβολή λεωφόρων Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας). Οι 20 περίπου αστυνομικοί της φρουράς του έβαλαν εναντίον τους, καταφέρνοντας να τους αναχαιτίσουν. Η διαταγή για την εκτέλεση των πυρών δόθηκε από τον αρχηγό της Αστυνομίας Άγγελο Έβερτ. Ο τελευταίος σε συνέντευξή του το 1958 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» παραδέχθηκε ότι εκείνος έδωσε την εντολή να πυροβολήσουν οι αστυνομικοί, επικαλούμενος σχετική κυβερνητική εντολή για τη διάλυση της συγκέντρωσης «με κάθε μέσο», αλλά και για λόγους αυτοάμυνας.

Στο κέντρο της πόλης τα επεισόδια συνεχίστηκαν μέχρι τις 13:30 περίπου, οπότε απομακρύνθηκε το πλήθος με την παρέμβαση και δύο λόχων Βρετανών αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι δεν χρησιμοποίησαν πυρά. Σύμφωνα με το ΕΑΜ, οι νεκροί διαδηλωτές ήταν 21 και οι τραυματίες 140. Το εντυπωσιακό είναι ότι το συλλαλητήριο δεν διαλύθηκε. Οι νεκροί καλύφθηκαν με λουλούδια από τα παρακείμενα ανθοπωλεία, ενώ οι προγραμματισμένοι λόγοι εκφωνήθηκαν κανονικά. Σύμφωνα, μάλιστα, με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ένα ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ, ενδεδυμένο με Γερμανικές στολές, εμφανίστηκε από το πουθενά και εκτέλεσε χρέη τιμητικού αγήματος για τους νεκρούς.



Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου απηύθυνε στον Ελληνικό λαό διάγελμα, καταγγέλλοντας το ΚΚΕ και το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ ως στασιαστές. Αργά την ίδια ημέρα, έπειτα από αίτημα της κυβέρνησης, ο Βρετανός αντιστράτηγος Ρόναλντ Σκόμπυ (αρχηγός των Ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα ύστερα από τη Συμφωνία της Καζέρτας) απηύθυνε διαταγή με την οποία ζητούσε την απομάκρυνση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής από την Αθήνα, λόγω της μη συμμόρφωσής τους με προηγούμενες εντολές που απαγόρευαν την είσοδό τους στην πόλη.

Η διαταγή τόνιζε πως μονάδες του ΕΛΑΣ, που δεν θα είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή μετά τα μεσάνυχτα της 6ης προς την 7η Δεκεμβρίου, θα θεωρούνταν αυτομάτως εχθρικές. Την ίδια στιγμή, η ηγεσία του ΕΛΑΣ χαρακτήριζε την κατάσταση «οξυτάτη» και διέταζε την εφαρμογή σχεδίου για την κατάληψη της εξουσίας.

Mατωμένη Kυριακή

Από την ώρα που συγκροτήθηκε η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (αρχές Σεπτέμβρη 1944) και κυρίως από την ώρα άφιξης της Κυβέρνησης στην ελεύθερη Αθήνα (18 Οκτώβρη 1944) άρχισαν προστριβές ενδοκυβερνητικές σχετικά με τη διάλυση των ανταρτικών σωμάτων και τη συγκρότηση Εθνικού Στρατού. Οι προστριβές κορυφώθηκαν, όταν η Κυβέρνηση δια του Skobie προώθησε εντολή (στις 30 του Νοέμβρη 1944) να παραδώσουν οι Ελασίτες ως τις 10 Δεκέμβρη τα όπλα και να επιστρέψουν στην ιδιωτική ζωή τους. Οι Υπουργοί της Αριστεράς (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΚΚΕ, ΠΕΕΑ) παραιτήθηκαν. Την επόμενη μέρα η Εαμική πλευρά αποφάσισε:


  • Να απευθύνουν έκκληση στις Κυβερνήσεις των Συμμάχων για συμπαράσταση.
  • Να ανασυγκροτήσουν την Κ.Ε. του ΕΛΑΣ (άρα να μην υπάγεται στονSkobie).
  • Να οργανώσουν συλλαλητήριο διαμαρτυρίας (για τις 3 του Δεκέμβρη Κυριακή, 11η πρωινή).

Ο πρωθυπουργός έδωσε άδεια, αλλά την ανακάλεσε την επόμενη μέρα με το σκεπτικό ή τη δικαιολογία να αποφευχθούν επεισόδια. Στην πράξη όμως η ανάκληση της άδειας προκάλεσε οργή και αγανάκτηση στις μάζες των διαδηλωτών την Κυριακή. Το πρωί της Κυριακής (3 Δεκέμβρη 1944) μεγάλο πλήθος αόπλων διαδηλωτών διαμαρτύρονταν στο Σύνταγμα για την πολιτικά και κοινωνικά απαράδεκτη εντολή Skobie για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ (και εθνικά απαράδεκτη ανάμειξή του στα εσωτερικά της χώρας).

Απροσδόκητα δέχτηκαν οι διαδηλωτές πυροβολισμούς από την Αστυνομία. Εξοργιστική αιματοχυσία με 18 νεκρούς και πολύ περισσότερους τραυματίες. Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου (1944) είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Oι οπαδοί του EAM διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του EΛAΣ. H αστυνομία είχε διαταχθεί να σταματήσει τη διαδήλωση, κι είχε σχηματίσει έναν κλοιό στο δρόμο. Tην προηγούμενη μέρα η κυβέρνηση είχε δώσει την άδειά της αλλά αργά τη νύχτα η άδεια ανακλήθηκε.

Oι αξιωματούχοι του EAM δήλωσαν πως ήταν αδύνατο να ματαιώσουν τη διαδήλωση σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και αποφάσισαν να προχωρήσουν. Eνα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά στον αστυνομικό κλοιό. Ξαφνικά, ακούστηκαν πυροβολισμοί κι ακολούθησε μια ριπή. Mε τους πρώτους πυροβολισμούς οι διαδηλωτές έπεσαν κάτω. Σχεδόν 15 πόδια μακριά ένας άντρας με το πρόσωπο γεμάτο αίματα προσπαθούσε να σηκωθεί από το έδαφος. Kρατούσε το στομάχι του κι αίματα ανάβλυζαν μέσα απ’ τα δάχτυλά του. Oι σποραδικοί πυροβολισμοί σταμάτησαν σε μερικά δευτερόλεπτα.

Oι διαδηλωτές σηκώθηκαν κι άρχισαν να διαλύονται. Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. Κάποιος φώναζε βοήθεια. Όσοι τραυματίες μπορούσαν να περπατήσουν υποβαστάζονταν από τους συντρόφους τους. Μετά από μια μικρή διακοπή, η αστυνομία πυροβόλησε ξανά τους διαδηλωτές. Όταν φάνηκε πως οι πυροβολισμοί σταματούν οριστικά, μερικοί διαδηλωτές εμφανίστηκαν στην πλατεία Συντάγματος για να μαζέψουν τους νεκρούς και τους βαριά τραυματισμένους. H αστυνομία πυροβόλησε και τους απώθησε. Συνολικά η αστυνομία σκότωσε 23 και τραυμάτισε 140, ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες.

Αυτό, όμως, δεν σταμάτησε τους διαδηλωτές που άρχισαν να κατευθύνονται προς τον αστυνομικό σταθμό απ’ που αναχαιτίστηκαν με νέα πυρά. Την ίδια στιγμή τα Βρετανικά τεθωρακισμένα που είχαν σταθμεύσει κατά μήκος της Πανεπιστημίου κινήθηκαν κι εμφανίστηκαν στο δρόμο οι άντρες της Βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας. Oι διαδηλωτές τους υποδέχτηκαν με ανακούφιση κι έτρεξαν στην πλατεία Συντάγματος να τους αγκαλιάσουν και να τους φιλήσουν. Ένας Βρετανός αξιωματικός φώναξε στο διευθυντή της αστυνομίας Άγγελο Έβερτ που στεκόταν στον εξώστη του αρχηγείου της Αστυνομίας. «Σταματήστε αμέσως να πυροβολείτε».

O Έβερτ απάντησε με αθωότητα: «Ποιος πυροβολεί;» Oι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν ξανά. Αυτή τη φορά κρατούσαν μια πελώρια Αμερικανική σημαία και κατέβαιναν αργά το δρόμο φωνάζοντας ρυθμικά: «Ρούζβελτ, Ρούζβελτ». Δεν επιχείρησαν να επιτεθούν στον αστυνομικό σταθμό. Μετά από λίγο οι δρόμοι έμειναν έρημοι. Μερικοί άντρες και γυναίκες άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς στα σημεία που είχε χυθεί το αίμα των θυμάτων. Άλλες γυναίκες μάζευαν το αίμα σε χαρτοσακούλες και παλιές κονσέρβες. Την επόμενη ημέρα, στην κηδεία των 23 θυμάτων, καταλάβαμε γιατί.



H νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη και ένα μεγάλο πλήθος προσευχόταν στη μικρή πλατεία. Από εκεί η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στο Σύνταγμα. Tα φέρετρα παρατάχθηκαν σε μια γραμμή, εκεί -που τα θύματα των πυροβολισμών της Κυριακής είχαν πέσει. Όλοι γονάτισαν σε σιωπηλή προσευχή. Μερικοί κρατούσαν πανώ γραμμένα με το αίμα των θυμάτων. Ένα, που βρισκόταν στην κορυφή της πομπής έγραφε: «όταν ο λαός είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της τυραννίας πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα».

Hταν πιτσιλισμένο με αίμα. Στους δρόμους χιλιάδες Αθηναίοι περίμεναν την πομπή να περάσει. Ένας καλοντυμένος κύριος στην είσοδο του νεκροταφείου μιλούσε Αγγλικά σε μια ομάδα Αμερικανών και Βρετανών ανταποκριτών. «Είναι μια μέρα οδύνης για τους Έλληνες. Όλοι μας, αριστεροί και δεξιοί, πενθούμε. Θάβαμε τους νεκρούς μας συχνά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, πολύ συχνά. Hταν θύματα των Γερμανικών αντιποίνων, θύματα της πείνας. O λαός μας πέθαινε, αλλά η ελπίδα της απελευθέρωσης και μιας πιο φωτεινής μέρας ήταν ζωντανή. Mετά ήρθατε εσείς, οι σύμμαχοι. Oι Γερμανοί είχαν φύγει και πανηγυρίσαμε.

Πιστέψαμε πως τα χρόνια του πένθους πέρασαν και πως οι μέρες της χαράς και του γέλιου γύρισαν ξανά. Όμως, συνέχισε δείχνοντας τα φέρετρα που περνούσαν, «σήμερα θρηνούμε άλλη μια φορά. Από τον τρόπο που μιλάω μπορεί να πιστέψετε πως είμαι κομμουνιστής. Δεν είμαι, ούτε καν σοσιαλιστής. Aνήκω σ’ αυτό που ονομάζεται ανώτερη αστική τάξη. Eίμαι επιχειρηματίας. Πάνω απ’ όλα, όμως, είμαι Έλληνας και δεν αντέχω πια να βλέπω Έλληνες να σκοτώνονται. Eίχαμε πάντα διαφορές μεταξύ μας, είχαμε όμως και τον τρόπο να τις λύνουμε».

Aπό τους λόφους κοντά στην Aκρόπολη και από την κατεύθυνση του Πειραιά ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί και ριπές αυτομάτων. O EΛAΣ έλυνε τους λογαριασμούς του με τη φιλομοναρχική ομάδα X και είχε επιτεθεί στον αστυνομικό σταθμό του Πειραιά. O εμφύλιος πόλεμος είχε αρχίσει.

Η Ελληνική Τραγωδία

Oλόκληρη τη νύχτα της Δευτέρας και την ημέρα της Tρίτης ακούγονταν πυροβολισμοί και ριπές. Tην Tετάρτη οι Βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν δράση, Βρετανοί αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία του Kομμουνιστικού Kόμματος. Eκείνο το πρωί οι δρόμοι της Aθήνας ήταν έρημοι κι ένα γκριζογάλανο πέπλο καπνού απλωνόταν σ’ όλη την πόλη. Oι εκρήξεις των οβίδων και των όλμων ενώνονταν με τους ήχους των ντουφεκιών και των αυτομάτων.

Tα πυρά ήταν πυκνά. Tο μεγαλύτερο μέρος της πόλης βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του EΛAΣ. Tο ξενοδοχείο της Mεγάλης Bρετανίας έγινε το κέντρο απ’ που ο στρατηγός Pόναλντ Σκόμπι, διοικητής των Βρετανικών δυνάμεων, διηύθυνε τις επιχειρήσεις. Πολλά μέλη της Ελληνικής κυβέρνησης, μερικοί με τις οικογένειές τους, έμεναν στο ξενοδοχείο. H «πρώτη γραμμή» ήταν λίγα τετράγωνα πιο κάτω, στην πλατεία Ομονοίας. Aπό την άλλη πλευρά της πόλης, η περιοχή που ελεγχόταν από τους Bρετανούς και τους δεξιούς Eλληνες τέλειωνε στην Aκρόπολη.

O αρχηγός της Αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής στρατηγός Πέρσι Σάντλερ είχε ειδοποιήσει όλους τους Αμερικανούς ανταποκριτές να φορούν μικρές Αμερικανικές σημαίες στις επωμίδες για να τους αναγνωρίζουν οι ελεύθεροι σκοπευτές. Ήταν σημάδι πως δεν μετέχουν στις επιχειρήσεις. Oι Bρετανοί συνάδελφοι τους ενοχλήθηκαν γιατί έτσι μπρούσαν να διασχίζουν τις γραμμές με μικρό μόνο κίνδυνο να πυροβοληθούν στη «νεκρή ζώνη». Oι παρτιζάνοι του EΛAΣ τους δέχονταν με ικανοποίηση, απαντούσαν στις ερωτήσεις τους και τους επέτρεπαν να φωτογραφίζουν. Φυσικά, οι Bρετανοί ανταποκριτές δεν γίνονταν δεκτοί.

Oι Έλληνες φιλομοναρχικοί κατηγόρησαν τους Αμερικανούς ότι μεροληπτούσαν υπέρ των κομμουνιστών. Δεν ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσαν, όμως, να βλέπουν αδιάφοροι το δράμα του Ελληνικού λαού που μόλις είχε σταματήσει να υποφέρει από τη Γερμανική κατοχή. Hταν πολλοί αθώοι Έλληνες, γυναίκες και παιδιά ανάμεσά τους, που πέθαιναν. Oι κάτοικοι του κέντρου, περικυκλωμένοι απ τον EΛAΣ κι αποκομμένοι από την ύπαιθρο που τους προμήθευε τρόφιμα, άρχισαν πάλι να αισθάνονται την πείνα.

Oι Βρετανοί έστησαν υπαίθρια μαγειρεία στο κέντρο της πόλης. Kοντά στη Μεγάλη Βρετανία υπήρχε ένα εστιατόριο, ''ο Βασίλης''. Εκεί σύχναζαν οι ξένοι ανταποκριτές. Tο ηλεκτρικό δίκτυο και η παροχή νερού είχαν κοπεί με την έναρξη των μαχών. Στη Mεγάλη Bρετανία φωτίζονταν με κεριά, ώσπου οι Bρετανοί εγκατέστησαν γεννήτριες. Nερό παίρναν με δελτίο. Σε μια αίθουσα, ο Βρετανικός στρατός οργάνωνε συσσίτιο για τους ενοίκους του ξενοδοχείου, τους πολεμικούς ανταποκριτές και τα μέλη της Ελληνικής κυβέρνησης. Yπήρχε και μια λέσχη αξιωματικών με καλές προμήθειες που την ονομάζαν «Fortress Bar».

Oι αξιωματικοί της Ρωσικής αποστολής έτρωγαν κι αυτοί στο συσσίτιο της Μεγάλης Βρετανίας. Συνήθως επέστρεφαν στη Ρωσική πρεσβεία μετά το φαγητό, αλλά αν οι πυροβολισμοί έξω ήταν πυκνοί, μοιράζονταν διάφορα δωμάτια και διανυκτέρευαν. Οι Βρετανοί αλεξιπτωτιστές είχαν καταλάβει την Aκρόπολη στις 6 Δεκεμβρίου για να μην πέσει στα χέρια του EΛAΣ. H θέση της, που δέσποζε στην πόλη, ήταν ιδανική για τους πολεμιστές του EΛAΣ που θα μπορούσαν από εκεί να πυροβολούν ανενόχλητοι προς κάθε κατεύθυνση.



Oι Bρετανοί δεν θα τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν πυροβολικό και όλμους για να μην κάνουν ζημιά στο μνημείο και προκαλέσουν τη διεθνή κατακραυγή. Oι αλεξιπτωτιστές είχαν καταλύσει και μέσα στο Mουσείο. Όπλα, κυάλια και μπερέδες κρεμόντουσαν από τ’ αγάλματα. Oι άντρες, ξαπλωμένοι στο πάτωμα, έγραφαν γράμματα και διάβαζαν στο φως των κεριών. H είσοδος της Aκρόπολης ήταν φραγμένη με χοντρά ξύλα κι αμμόσακους.

Οι Δυνάμεις των Αντιπάλων

Τις παραμονές της σύγκρουσης, στο πλευρό της κυβέρνησης τάχθηκαν η Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων, η ΙΙΙ ΕΟΤ (Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία), η ανασυσταθείσα Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και οι Βρετανικές 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, 2η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών και 139η Ταξιαρχία Πεζικού, που βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του Σκόμπυ. Η Χωροφυλακή διέθετε περίπου 3.000 άνδρες, διάσπαρτους σε ολόκληρη σχεδόν την Αθήνα, χωρίς δυνατότητα ταχείας μετακίνησης. Εξαιρώντας το Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών και τη Σχολή της Χωροφυλακής που διέθεταν επαρκή δύναμη, οι υπόλοιπες θέσεις υποτυπωδώς μόνο μπορούσαν να αντισταθούν σε οργανωμένες επιθέσεις.

Η Αστυνομία Πόλεων διέθετε περίπου 2.500 άνδρες, επίσης διάσπαρτους σε ολόκληρη την Αθήνα. Η μικρή δύναμη κάθε τμήματος, η σχετικά μεγάλη απόσταση του ενός από το άλλο και ο ανεπαρκής οπλισμός των αστυνομικών τα καθιστούσαν εύκολο στόχο για τον ΕΛΑΣ. Γι’ αυτό το λόγο είχε εκπονηθεί σχέδιο το οποίο προέβλεπε τη σύμπτυξη και συγκέντρωση του προσωπικού των αστυνομικών τμημάτων σε καίρια σημεία στο κέντρο της Αθήνας, για την προστασία τους και για την εξασφάλιση ζωτικών κυβερνητικών υπηρεσιών.

Τελικά, το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε, με ολέθριες συνέπειες για τους αστυνομικούς. «Ισχυρό χαρτί» για την κυβέρνηση αποτελούσε η εμπειροπόλεμη ΙΙΙ ΕΟΤ, η οποία αποτελείτο από τα τρία τάγματά της, το 6ο Τάγμα Φρουρών (που έφθασε από την Αίγυπτο μόλις στις 5 Δεκεμβρίου) και το ΙΙΙ Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού (χωρίς πυροβόλα), με συνολική δύναμη 2.500 άνδρες. Από το βαρύ οπλισμό της ταξιαρχίας, διετίθεντο μόνο 34 όλμοι. Τα υπόλοιπα βαρέα όπλα και τεθωρακισμένα οχήματα, καθώς και τα πυροβόλα του Συντάγματος Πυροβολικού βρίσκονταν στην Ιταλία και έφθασαν στην Ελλάδα στο τέλος των επιχειρήσεων (31 Δεκεμβρίου).

Οι δυνάμεις αυτές ήταν εγκατεστημένες στο Γουδή, στο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται η Ανώτατη Στρατιωτική διοίκηση Υποστήριξης Στρατού (κοντά στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο). Στις κυβερνητικές δυνάμεις υπάγονταν επίσης: 256 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και Ευέλπιδες, οι οποίοι στρατωνίζονταν στα κτίρια της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ) στο Πεδίον του Άρεως. Οι πυρήνες των 101, 141 και 142 Ταγμάτων Εθνοφυλακής (Τ.Ε.) ήταν εγκατεστημένοι στο Ιωσηφόγλειο Νοσοκομείο (στη λεωφόρο Συγγρού), στα παλαιά Ανάκτορα και στα κτίρια της Σεβαστοπουλείου Τεχνικής Σχολής (έναντι του Νοσοκομείου ''Ελενα''), αντίστοιχα.

Περίπου 400 - 600 ναυτικοί, κάθε βαθμού, του Βασιλικού Ναυτικού φρουρούσαν το Αρχηγείο του Στόλου στον Πειραιά, στο κτίριο της Σχολής των Ναυτικών δοκίμων, το Μέγαρο Βάττη, όπου έδρευε η Ναυτική διοίκηση Πειραιώς, το κτίριο του υπουργείου Ναυτικών στην πλατεία Κλαυθμώνος, το Ναύσταθμο της Σαλαμίνας και τις εγκαταστάσεις του Σκαραμαγκά. Υπήρχαν περίπου 500 - 600 ένοπλοι της Χ και άλλων εθνικιστικών και μη κομμουνιστικών οργανώσεων. Η συνολική δύναμη των Ελληνικών τμημάτων ανερχόταν στις 9.500 - 10.000 άνδρες.

Αναφορικά με τις Βρετανικές δυνάμεις, η 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο της στους στρατώνες Παραπηγμάτων (στο χώρο μεταξύ του ΝΙΜΤΣ και της Αμερικανικής Πρεσβείας). Σε αυτήν υπάγονταν η 46η Επιλαρχία του Βασιλικού Συντάγματος Αρμάτων (με 16 άρματα μάχης Sherman και 19 τεθωρακισμένα οχήματα στην έδρα της Ταξιαρχίας και δύο άρματα και τέσσερα τεθωρακισμένα οχήματα στις εγκαταστάσεις της ΣΣΕ), η 50ή Επιλαρχία του Βασιλικού Συντάγματος Αρμάτων (χωρίς άρματα), με τους άνδρες της σε ρόλο Πεζικού εγκατεστημένου σε διάφορα σημεία της Αθήνας.

Η 463η Μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (με οκτώ πυροβόλα) εγκατεστημένη στην έδρα της Ταξιαρχίας, ο 331ος Λόχος Μεταφορών και κάποιες ακόμη μικρές μονάδες διοικητικής μέριμνας στην έδρα της Ταξιαρχίας. Οι Βρετανοί παρέτασσαν, επίσης, την 139η Ταξιαρχία Πεζικού (μειωμένης σύνθεσης) με το στρατηγείο της και το τάγμα Durham Light Infantry εγκατεστημένο στο Νέο Φάληρο, και επίσης το τάγμα Leicesters στη χερσόνησο της Καλλίπολης.

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στην 139η Ταξιαρχία διατέθηκαν το 64ο Σύνταγμα Ελαφρού Αντιαεροπορικού Πυροβολικού (χωρίς πυροβόλα) ενεργώντας ως μονάδα Πεζικού, καθώς και ο 2902 Λόχος Αμύνης του Συντάγματος της RAF. Η βρετανική διοίκηση διέθετε και τη 2η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών (αποτελούμενη από το 4ο και το 6ο Τάγμα), με το στρατηγείο της στην οδό Πανεπιστημίου. Παράλληλα, διετίθετο και η 64η Πυροβολαρχία Ελαφρού Πυροβολικού, χωρίς όμως πυροβόλα. Οι παραπάνω δυνάμεις της Ταξιαρχίας επρόκειτο εντός των πρώτων ημερών του δεκεμβρίου να αναχωρήσουν για την Ιταλία.

Η μοίρα όμως έλαχε σε πολλούς Βρετανούς στρατιώτες, αντί να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον των Γερμανών, να εμπλακούν σε μια σφοδρή εμφύλια σύγκρουση των Ελλήνων συμμάχων τους. H συνολική δύναμη των Βρετανών υπολογίζεται στις 4.500 άνδρες, με 18 άρματα μάχης τύπου Sherman και 23 τεθωρακισμένα οχήματα. Τέλος, είχαν φθάσει στην πρωτεύουσα και τρεις μοίρες αεροσκαφών δίωξης της RAF.



Ο ΕΛΑΣ παρέτασσε το Α’ Σώμα Στρατού, την ήδη κινούμενη προς την Αθήνα ΙΙ Μεραρχία και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ. Το Α’ Σώμα Στρατού (διοικητής ο συνταγματάρχης Πυριόχος, καπετάνιος ο Σπύρος Κωτσάκης με το ψευδώνυμο «Νέστορας») αποτελείτο από:

Το Στρατηγείο με το μηχανοκίνητο τμήμα, δύναμης 250 ανδρών.

Την Ι Ταξιαρχία ( 1ο και 2ο Σύνταγμα) συνολικής δύναμης περί τις 2.950 ανδρών.

Τη ΙΙ Ταξιαρχία ( 3ο και 4ο Σύνταγμα), συνολικής δύναμης περί τις 2.950 ανδρών.

Το 5ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Βορείων Προαστίων, δύναμης 1.000 ανδρών.

Το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Πειραιώς, δύναμης 1.600 ανδρών.

Το Α’ Σώμα Στρατού είχε οργανωθεί κατά τα τελευταία χρόνια της Κατοχής ως εφεδρική μονάδα του ΕΛΑΣ. Από πλευράς οπλισμού διέθετε 5.000 τυφέκια, κυρίως Ιταλικής προέλευσης, 300 υποπολυβόλα, 500 πιστόλια και περίστροφα, 10 οπλοπολυβόλα, μεγάλο αριθμό χειροβομβίδων και επάρκεια πυρομαχικών. Επιπλέον, διέθετε 10 όλμους, δύο αντιαρματικά πυροβόλα και δύο πυροβόλα. Η ΙΙ Μεραρχία, με τα 2ο, 7ο και 34ο Συντάγματα (από τη Θήβα, τη Χαλκίδα και την Ελευσίνα αντίστοιχα), βρισκόταν ήδη συγκεντρωμένη στην περιοχή Ελευσίνας - Χασιάς, ενώ είχε διαταχθεί η μετακίνηση προς την Αθήνα και του 6ου Συντάγματος της ΙΙΙ Μεραρχίας.

Από την XIII Μεραρχία, προς την πρωτεύουσα έσπευδαν το 42ο Σύνταγμα, από την Άμφισσα και το 52ο Σύνταγμα, από τον Δομοκό. Μόνο οι δυνάμεις της ΙΙ Μεραρχίας που μετακινούνταν ανέρχονταν στους 2.500 άνδρες, ενώ η ΕΠΟΝ Αθήνας και ο εφεδρικός ΕΛΑΣ (αποτελούμενος από πολίτες που βρίσκονταν σε επιφυλακή στις γειτονιές τους, για την ενίσχυση των δυνάμεων του Α’ Σώματος Στρατού) αριθμούσε περί τις 10.000 - 15.000 άνδρες. Συνολικά, λοιπόν, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ανήρχοντο στους 25.000 - 30.000 άνδρες και γυναίκες. Πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων, η διάταξη των δυνάμεων του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ ήταν η ακόλουθη:

1ο Σύνταγμα (Ν. Σμύρνη, Καλλιθέα και Ν. Κόσμος).

2ο Σύνταγμα (Καισαριανή, Βύρωνας, Παγκράτι και Γούβα).

3ο Σύνταγμα (Κυψέλη, Πατήσια, Γκύζη και Αμπελόκηποι).

4ο Σύνταγμα (Περιστέρι, Κολωνός, Πετράλωνα και Ν. Σφαγεία).

5ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα (Χαλάνδρι, Μαρούσι και Κηφισιά).

6o Aνεξάρτητο Σύνταγμα (Πειραιά και Κοκκινιά).

Το σχέδιο ενεργείας του ΕΛΑΣ προέβλεπε, σε πρώτη φάση, την εξουδετέρωση των μικρών αστυνομικών τμημάτων και των φρουρών της Χωροφυλακής, ξεκινώντας από τις συνοικίες που ήδη ήλεγχε. Με τον τρόπο αυτό θα εξουδετέρωνε τις, διάσπαρτες σε όλη την πόλη, εστίες αντίστασης, περιορίζοντας ταυτόχρονα τη δράση και εκείνων των αστυνομικών τμημάτων που δεν θα είχαν ακόμη καταληφθεί, αποκόπτοντας και απομονώνοντάς τα από τις υπόλοιπες δυνάμεις. Σε δεύτερη φάση θα επιδιώκετο η εξουδετέρωση των ισχυρότερων θυλάκων αντίστασης, όπως το Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών, η Σχολή της Χωροφυλακής κ.λπ.

Στο διάστημα κατά το οποίο το Α’ Σώμα Στρατού θα εξουδετέρωνε τους παραπάνω στόχους, περισφίγγοντας το κέντρο της Αθήνας από διάφορες κατευθύνσεις και αποκλείοντας την περιοχή Γουδή - Ψυχικό, θα είχε πλέον επιτευχθεί η συγκέντρωση των μετακινούμενων δυνάμεων, κυρίως της ΙΙ Μεραρχίας, προκειμένου να επιχειρηθεί γενική επίθεση για την εξουδετέρωση των δυνάμεων της ΙΙΙ ΕΟΤ στο Γουδή. Ακολούθως και μετά την επίτευξη των παραπάνω αντικειμενικών σκοπών, το σύνολο των δυνάμεών του θα ήταν διαθέσιμο για την εκκαθάριση της πόλης από μικροεστίες αντίστασης.

Αναφορικά με τη μέθοδο ενεργείας του ΕΛΑΣ, οι διαταγές προέβλεπαν την αιφνιδιαστική προσβολή των στόχων με ισχυρές δυνάμεις. Στη διαταγή Α.Π.25 / 1-12-1944 (3 Δεκεμβρίου - 14:30) προβλεπόταν μάλιστα η διάθεση ενός λόχου από κάθε σύνταγμα της Αθήνας για τον αποκλεισμό καθενός αστυνομικού τμήματος: «Κατάσταση οξυτάτη. Σχέδιον ενεργείας 25 / 1-12-1944 τίθεται εις εφαρμογήν αύριον πρωίαν. Μόλις ξημερώσει θα εκτελεσθή ο αφοπλισμός των αστυνομικών τμημάτων και της Χωροφυλακής».

Επιτελείς του ΕΛΑΣ, οι οποίοι μελέτησαν το σχέδιο, ανησύχησαν ιδιαίτερα από το γεγονός ότι δεν περιελάμβανε καμία πρόβλεψη για τις Βρετανικές δυνάμεις και τη δική τους τυχόν αντίδραση. Σαφείς μάλιστα διαταγές προέβλεπαν την αποφυγή κάθε ενέργειας που θα μπορούσε να ληφθεί ως πρόκληση από τους Βρετανούς. Το σχέδιο ενεργείας των δυνάμεων της κυβέρνησης προέβλεπε άμυνα, προκειμένου να διατηρήσουν τις θέσεις τους και να διαφυλάξουν τις διάφορες κυβερνητικές εγκαταστάσεις.



Η έλλειψη ενός οργανωμένου σχεδίου για την αντιμετώπιση της αναμενόμενης επίθεσης των κομμουνιστών οφειλόταν στην πεποίθηση τόσο της κυβέρνησης όσο και των Βρετανών πως οι διαθέσιμες Ελληνο-Βρετανικές δυνάμεις επαρκούσαν για την αντιμετώπιση και την καταστολή ενός κινήματος. Όταν οι μαχητές του ΕΛΑΣ θα έφθαναν σε απόσταση αναπνοής από την πλατεία Συντάγματος, η κυβερνητική πλευρά θα κατανοούσε το λάθος της.

Εθνικός Στρατός

Αυτή ακριβώς η ένοπλη δύναμη, προβλημάτιζε τους Άγγλους και την κυβέρνηση. Εδώ βρισκόταν το μεταπελευθερωτικό πρόβλημα, διότι, προϋπόθεση του σχηματισμού ενιαίας υπερπαραταξιακής κυβερνήσεως, και όλων των άλλων συμφωνιών, ήταν ότι με την ανασυγκρότηση του κράτους, θα συνεκροτείτο και Εθνικός Στρατός. Δηλαδή, γενική στρατολογία, στρατολογικές κλάσεις, ομοιομορφία κατατάξεως. Δεν αρνήθηκε το EAM αυτήν την γενική προϋπόθεση. Eίχε όμως και τις δικές του επί μέρους προϋποθέσεις, για τα στελέχη του μοναδικού Εθνικού Στρατού, αλλά και πολιτικές: Πόσο θα έμενε η κυβέρνηση

Παπανδρέου που μειοψηφούσε; Πότε θα γινόταν το πολιτειακό δημοψήφισμα; Πότε οι εκλογές; Όλα αυτά αποτελούσαν θέματα ευρυτάτων συζητήσεων. Tο μεσημέρι της 5ης Nοεμβρίου, ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου μετά από συνεργασία που είχε με τον Σκόμπυ, ανεκοίνωσε την αποστράτευση των ανταρτικών ομάδων αντιστάσεως EΛAΣ και EΔEΣ, η οποία ωρίσθη για την 10ην Δεκεμβρίου. O Παπανδρέου υποσχέθηκε ότι οι μόνιμοι αξιωματικοί των ανταρτικών σωμάτων θα ξαναγύριζαν στον τακτικό στρατό, και ότι «Από της 10ης Δεκεμβρίου παύει πάσα φορολογία επιβληθείσα προς συντήρηση των ομάδων αντιστάσεως».

H τελευταία αυτή παράγραφος, δεν ήταν χωρίς σημασία. Στις EAMοκρατούμενες περιοχές είχε επιβληθεί από την κατοχική περίοδο, αντί άλλων φορολογιών, η καταβολή 5% εις είδος επί των αγροτικών προϊόντων. O EΛAΣ μόνον απ’ εκείνη την εισφορά μπορούσε να συντηρηθεί. H προθεσμία πάντως των 35 ημερών δεν ήταν ούτε μεγάλη, ούτε μικρή, αλλά όσο οι μέρες πλησίαζαν στην αμετακίνητη ημερομηνία της 10ης Δεκεμβρίου, φαίνονταν στον ορίζοντα νέα εμπόδια.

O Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να διορίσει αρχηγό του νέου στρατού, τον Αλέξ. Οθωναίο, τον οποίο δεχόταν η Αριστερά, και ο οποίος άλλωστε είχε παλιά προσωπική φιλία με τον στρατηγό Σαράφη. Tον «ανέχθηκε» και η Δεξιά. O Οθωναίος, όμως, αδιάλλακτος δημοκρατικός, δεν ανεχόταν τις παρεμβολές του Σκόμπυ, και τόνιζε θυμωμένος: «Aν είμαι αρχιστράτηγος, μόνο με τον πρωθυπουργό θα έχω συνεργασία». Ίσως δεν καταλάβαινε τι γινόταν με την Αγγλία και το ρόλο της στη Μεσόγειο, και δεν αντιλαμβανόταν, ότι και τον πρωθυπουργό, οι Άγγλοι τον είχαν διορίσει. Tελικά, παραιτήθηκε στις 13 Nοεμβρίου.

Σε όλες τις παρατάξεις, γινόταν μια πάλη μεταξύ μετριοπαθών και αδιαλλάκτων. Στην παράταξη των «Εθνικοφρόνων», η πάλη αυτή είναι φανερή. Από τον Ευστρ. Κουλουμβάκη που με την εφημερίδα του «Μεγάλη Ελλάς», κεραυνοβολούσε την Αριστερά, αλλά και κάθε συμβιβαστικό Δεξιό, μέχρι τον Παπανδρέου που έλεγε ότι αγωνιζόταν «εναντίον των μνηστήρων της ανωμαλίας» και τον Θ. Σοφούλη, που βεβαίωνε τους EAMικούς, ότι μια δική του κυβέρνηση, θα εξασφάλιζε την ομαλότητα. Στην ηγεσία της Aριστεράς, ιδιαίτερα στο KKE, ήταν αδύνατο να εξακριβώσει κανείς τις προσωπικές απόψεις των μελών του Π.Γ.

Oι συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις, δεν σταματούσαν, οι τοίχοι ήσαν γεμάτοι συνθήματα κι έφθαναν στιγμές που ο Παπανδρέου έλεγε απελπισμένος στον υπουργό Οικονομικών, τον Σβώλο: «Αλέκο, θα τρελαθώ!». Mε τη ματαίωση της λύσεως Οθωναίου, οι συζητήσεις μεταξύ αρμοδίων πύκνωναν. O Παπανδρέου κάθε μέρα διαπραγματευόταν με κάποιον EAMικό, Mε τον Σβώλο, με τον Ζεύγο, με τον Παρτσαλίδη, ή τον Σιάντο. Tο πρόβλημα της Αριστεράς, ήταν δικαιολογημένο: «Kαλά, να αφοπλιστούμε εμείς. Tι εγγυήσεις όμως μας δίνετε, ότι μετά τον αφοπλισμό δεν θα πέσουμε θύματα των αντιπάλων μας;»

Aπ’ αυτό το σημείο άρχισαν οι αξιώσεις για εκκαθάριση στρατού και σωμάτων ασφαλείας από τους «ακραίους». Και γι’ αυτό το EAM ζήτησε διάλυση όχι μόνο του EΛAΣ και EΔEΣ, αλλά και της Ταξιαρχίας του Ρίμινι, και του Ιερού Λόχου. Oι φόβοι και η δυσπιστία ήσαν αμοιβαίες και για τις δύο παρατάξεις. O γραμματέας του KKE, ο Γιώργος Σιάντος, συνεδύασε τη διάλυση του EΛAΣ με απόφαση για σύντομη διεξαγωγή Δημοψηφίσματος, και αμέσως μετά, διεξαγωγή εκλογών Συντακτικής Συνελεύσεως. Aυτή ακριβώς η θέση, μεταδιδόταν απ τα πλήθη με το τραγούδι:

«Tο ’χουμε βάλει βαθιά μεσ’ την καρδιά μας, Λαοκρατία και όχι βασιλιά». Tο σύνθημα αυτό, επρόκειτο να αποτελέσει μια βασική αιτία για σύγκρουση με φρικαλέες συνέπειες. Πρόσχημα θα αποτελούσε ο σκόπελος της Ταξιαρχίας Ρίμινι. Kαι γι’ αυτό, ο φανατικός αντιμοναρχικός Γ. Kαφαντάρης, θα κατηγορούσε τον Γ. Παπανδρέου, κατά την διάρκεια των συγκρούσεων: «Aιματοκυλήσατε τον τόπο για δυο χιλιάδες Πραιτωριανούς (Pιμινίτες)».



H Έναρξη των Επιχειρήσεων

Πρώτο στόχο του ΕΛΑΣ αποτέλεσαν οι δυνάμεις της Ομάδας Χ (200 μέλη), του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα, οι οποίες έδρευαν στο Θησείο. Στις 04:30 το πρωί ο λόχος Κουκακίου του ΕΛΑΣ εξαπέλυσε σφοδρό πυρ από το λόφο του Φιλοπάππου. Οι Χίτες αιφνιδιάστηκαν και χρειάστηκαν 20 περίπου λεπτά πριν αρχίσουν να απαντούν στα πυρά. Ο Γρίβας διέταξε επίθεση προς κατάληψη του λόφου. Τα πυρά των Ελασιτών, όμως, ήταν κίνηση αντιπερισπασμού. Καθώς τα μέλη της Χ προωθούντο προς το λόφο, εγκαταλείποντας τις αμυντικές τους θέσεις, δέχθηκαν πολύπλευρη επίθεση από δυνάμεις του ΕΛΑΣ.

Οι τελευταίες προωθήθηκαν γρήγορα και εγκλώβισαν τους Χίτες στο αστυνομικό τμήμα και το σχολείο της περιοχής. Ξαφνικά όμως η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ διέταξε την άρση της πολιορκίας. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ είχε έλθει σε συμφωνία με τους Βρετανούς να τους παραδώσει τον Γρίβα και τους άνδρες του. Πράγματι κατέφθασαν Βρετανικά φορτηγά τα οποία παρέλαβαν τα μέλη της Χ και τον αρχηγό τους. Στις 11:30 εστάλη στο Α’ Σώμα Στρατού το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Θησείο κατελήφθη. Απώλειες εχθρού 300 νεκροί, τραυματίες και αιχμάλωτοι (οι αριθμοί είναι πλασματικοί).

Ο Γρίβας με 180 Χίτες διέφυγαν προς κέντρο με τη βοήθεια Αγγλικών δυνάμεων. Λάφυρα άφθονα. Απώλειες ημέτερες 20 νεκροί και 70 τραυματίες. διαταγή διακοπής επιχειρήσεων ελήφθη». Το Θησείο πέρασε στα χέρια του ΕΛΑΣ. Το τελευταίο εμπόδιο προς την πλατεία Συντάγματος ήταν πια το Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών στην περιοχή Μακρυγιάννη. Σύμφωνα με τις διαταγές της ηγεσίας του ΚΚΕ, η 4η Δεκεμβρίου είχε οριστεί ως ημέρα έναρξης της γενικής επίθεσης για την κατάληψη της Αθήνας.

Στο πλαίσιο των ευρύτερων αυτών επιχειρήσεων, το 2ο Σύνταγμα της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, δύναμης 800 ανδρών, με στρατιωτικό διοικητή τον ταγματάρχη Μιχάλη Παπαζήση και καπετάνιο τον ανθυπολοχαγό Δημήτριο Δημητρίου, είχε αρχίσει να προωθείται από τη Χασιά προς το Χαλάνδρι και το Ψυχικό. Το σύνταγμα στρατοπέδευσε στην περιοχή του Αμερικανικού Κολλεγίου στο Ψυχικό. Ο Δημητρίου έλειπε και τη διοίκηση ασκούσε ο Παπαζήσης.

Αυτός όμως δεν ήταν κομμουνιστής. Αξιωματικός καριέρας του Ελληνικού Στρατού και Βετεράνος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου, δεν επιθυμούσε να εμπλακεί στην εμφύλια διαμάχη και βρισκόταν σε συνεννόηση με την κυβέρνηση και τους Βρετανούς. Έτσι όταν το σύνταγμά του περικυκλώθηκε από Βρετανικές δυνάμεις δεν υπήρξε καμία αντίδραση. Το σύνταγμα αφοπλίστηκε και μεταφέρθηκε με Βρετανικά φορτηγά πέρα από τη γραμμή την οποία είχε καθορίσει ο Σκόμπυ (Ελευσίνα - Λιόσια - Κηφισιά - Μεσόγεια).

Με αυτό τον τρόπο, μια επίλεκτη δύναμη του ΕΛΑΣ εξουδετερώθηκε πριν καν να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις. Στις 4 Δεκεμβρίου το ΕΑΜ είχε κηρύξει γενική απεργία, η οποία σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία λόγω των ερεισμάτων που διέθεταν οι κομμουνιστές στις δημόσιες υπηρεσίες. Το μεσημέρι τελέστηκε η κηδεία των νεκρών διαδηλωτών της προηγούμενης ημέρας. Στο νέο συλλαλητήριο που διοργανώθηκε, οι οπαδοί του ΕΑΜ διενήργησαν πορεία διά μέσου κεντρικών οδών της Αθήνας με απειλητικές διαθέσεις, συνοδευόμενοι από ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ.

Κατά τη διάρκεια του συλλαλητηρίου, οι κομμουνιστές υποστηρίζουν πως εβλήθησαν και πάλι απρόκλητα από την Αστυνομία (από το κτίριο της Γενικής Ασφάλειας και του Δ' Αστυνομικού Τμήματος), μέλη Ταγμάτων Ασφαλείας εξοπλισμένα από την κυβέρνηση και μέλη της Χ (από ξενοδοχείο στην Ομόνοια), με αποτέλεσμα την πρόκληση 100 νεκρών και τραυματιών. Μετά τη λήξη και του δευτέρου συλλαλητηρίου, τις απογευματινές ώρες της 4ης Δεκεμβρίου, ξεκίνησαν οι κύριες επιθετικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ.

Τα αστυνομικά τμήματα και οι λοιπές υπηρεσίες της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής του Πειραιά αποτέλεσαν τους πρώτους στόχους. Εξαιτίας του αιφνιδιασμού, της ανεπάρκειας προσωπικού, της έλλειψης οπλισμού και της διακοπής των τηλεφωνικών επικοινωνιών, οι αστυνομικοί και οι χωροφύλακες βρέθηκαν ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις και παραδόθηκαν, τις περισσότερες φορές μετά από μικρής διάρκειας συμπλοκές. Μόνο 50 άνδρες του τμήματος επιφυλακής της Αστυνομικής διεύθυνσης Πειραιά κατάφεραν να σωθούν, καταφεύγοντας στο Μέγαρο Βάττη.

Δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν και κατά της Σχολής Ναυτικών δοκίμων, αλλά απέτυχαν να την καταλάβουν. Μέχρι να βραδιάσει όλα τα αστυνομικά τμήματα του Πειραιά είχαν καταληφθεί από τον ΕΛΑΣ. Στην Αθήνα, επίσης, οι επιτιθέμενοι σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες. Με το τέλος της 4ης Δεκεμβρίου, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν πετύχει την κατάληψη των 17 από τα 23 αστυνομικά τμήματα της Αθήνας, καθώς και των φυλακών Βουλιαγμένης. Είχαν με τον τρόπο αυτό επικρατήσει ουσιαστικά στο μεγαλύτερο μέρος της πρωτεύουσας. Οι εξελίξεις αυτές κλόνισαν την κυβέρνηση, παρότι η κομμουνιστική επίθεση θεωρείτο αναμενόμενη.




Οι Επιχειρήσεις της 5ης Δεκεμβρίου
Η 5η Δεκεμβρίου ήταν ημέρα δοκιμασιών για την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή. Σκληρότατες επιθέσεις του ΕΛΑΣ τους προξένησαν βαριές απώλειες. Επιπλέον, ο ΕΛΑΣ είχε πετύχει κάτι πολύ σημαντικό. Ενέπλεξε ταυτόχρονα όλες τις εχθρικές δυνάμεις στον αγώνα. Με αυτό τον τρόπο πολύ δύσκολα η μια εστία αντίστασης μπορούσε να ενισχύσει την άλλη. Στο μεταξύ, ο Σκόμπυ έλαβε από τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ τηλεγράφημα με το οποίο εξουσιοδοτείτο να ενεργήσει με κάθε τρόπο για την αποκατάσταση της τάξης, ενώ ταυτόχρονα ακυρώθηκε η προγραμματισμένη αναχώρηση της 2ης Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών για την Ιταλία.

Την ίδια ημέρα διατάχθηκε η άφιξη και του 5ου Τάγματος της ίδιας Ταξιαρχίας, το οποίο μετά την αποβίβασή του στο Φάληρο προωθήθηκε προς το Ρουφ. Έτσι διαλύθηκαν και οι όποιες αυταπάτες της ηγεσίας του ΚΚΕ για μη ενεργό συμμετοχή των Βρετανικών δυνάμεων στη σύγκρουση. Παρά τη Βρετανική συνδρομή στην άμυνα πολλών κυβερνητικών θυλάκων (έστω και αν στις περισσότερες περιπτώσεις η συνδρομή ήταν «πυροσβεστική») μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ επισήμως δεν βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τις Βρετανικές δυνάμεις.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (5η Δεκεμβρίου), η Ελληνική κυβέρνηση κήρυξε το στρατιωτικό νόμο στην Αθήνα και τον Πειραιά και εξέδωσε διαταγή με την οποία εξουσιοδοτούσε όλα τα εθνικά ένοπλα τμήματα να προβαίνουν σε κάθε μέτρο για την επιβολή της τάξης. Στο αντίπαλο στρατόπεδο η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ απαντούσε στην, από 3 Δεκεμβρίου, διαταγή του Σκόμπυ σχετικά με την απομάκρυνση των δυνάμεών της από την Αττική. Σε αυτή καθίστατο σαφές πως δεν επρόκειτο να συμμορφωθεί με τη διαταγή, ενώ καλούσε τον Βρετανό διοικητή να «παραμείνει ουδέτερος στον αγώνα που διεξάγει ο Ελληνικός λαός προς κατοχύρωση των εσωτερικών του ελευθεριών».

Μετά την απόφαση για ενεργό συμβολή των Βρετανικών δυνάμεων στην αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ, όλες οι μονάδες και οι σχηματισμοί υπήχθησαν στο στρατηγείο της 23ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας. Η δύναμη που προέκυψε έφερε την κωδική ονομασία ''Ark Force'', από το όνομα του υποστρατήγου Αρκράιτ, διοικητή μέχρι τότε της 23ης Ταξιαρχίας. Οι Βρετανοί εισέρχονταν «στο χορό».

Η Επίθεση κατά του Συντάγματος Μακρυγιάννη
Ξημερώνοντας η 6η Δεκεμβρίου έβρισκε σχεδόν ολόκληρη την πρωτεύουσα υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Η κυβέρνηση αμυνόταν σε ένα περιορισμένο θύλακα στο κέντρο της πόλης οριζόμενο από το κτίριο του Συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, το Μέγαρο του Ζαππείου, τα Παλαιά Ανάκτορα, το Βασιλικό Κήπο, την πλατεία Ρηγίλλης, το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» έως και την πλατεία Ομονοίας. Η άμυνα του θύλακα στηριζόταν σε δύο βασικά σημεία:

α) Στη Σχολή Χωροφυλακής στη λεωφόρο Μεσογείων (απέναντι από το σημερινό νοσοκομείο ''Ερρίκος Ντυνάν'') και στο χώρο στρατοπέδευσης της ΙΙΙ ΕΟΤ στο Γουδή
β) Στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών στου Μακρυγιάννη.
Η εξουδετέρωση αυτών των εστιών ήταν επιτακτική, αφού οι θέσεις τους ήταν τέτοιες ώστε να περιορίζουν τη δίοδο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από Βορρά (ΙΙΙ ΕΟΤ και Σχολή Χωροφυλακής) και από Νότο (Σύνταγμα Χωροφυλακής Αθηνών). Το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη βρισκόταν εγκατεστημένο στους στρατώνες της ομώνυμης συνοικίας (στο ύψος της σημερινής στάσης του μετρό Ακρόπολη). Από τη θέση αυτή ήλεγχε την είσοδο προς την πλατεία Συντάγματος. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ εκτιμούσε το Σύνταγμα του Μακρυγιάννη ως το τελευταίο εμπόδιο πριν από την οριστική κυριαρχία στην Αθήνα.

Από την άλλη, οι χωροφύλακες είχαν επίγνωση ότι επρόκειτο για μάχη δίχως αύριο. Χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του διοικητή του Συντάγματος συνταγματάρχη Γεωργίου Σαμουήλ προς τους άνδρες του: «Πάρετέ το απόφασιν, είμεθα όλοι μελλοθάνατοι. Βάλετέ το όλοι καλά εις τον νουν σας, ότι μόνον η νίκη θα σώση και την Ελλάδα και ημάς τους ιδίους. Ας απωθάνωμεν τουλάχιστον όχι από τας μαχαίρας των αναρχικών, αλλ’ επί του πεδίου της μάχης διά την τιμήν και την ελευθερίαν της πατρίδος μας».

Η δύναμη του Συντάγματος ανερχόταν σε 88 αξιωματικούς της Χωροφυλακής, 12 αξιωματικούς του Στρατού και 429 οπλίτες, με 289 τυφέκια διαφόρων τύπων, 15 υποπολυβόλα, τρία Ιταλικά οπλοπολυβόλα, ένα πολυβόλο, τρεις όλμους με 90 συνολικά βλήματα και δύο αντιαρματικά πυροβόλα. Επιτελικά οι χωροφύλακες ενισχύθηκαν από την παρουσία του αντισυνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνου Κωστόπουλου, ειδικού στην άμυνα εντός φρουρίων και τις οδομαχίες. Ο Κωστόπουλος ανέλαβε την κατάρτιση του σχεδίου άμυνας και τη διοίκηση των επιχειρήσεων.

Το σχέδιο προέβλεπε την ύπαρξη τριών γραμμών άμυνας, την εξωτερική (1η γραμμή), την εσωτερική (2η γραμμή) και την κεντρική (3η γραμμή). Η 1η γραμμή αποτελείτο από επτά φυλάκια, τα οποία είχαν εγκατασταθεί σε γειτονικές οικίες του στρατοπέδου. Η 2η γραμμή άμυνας οριζόταν από το μαντρότοιχο του στρατοπέδου. Σύμφωνα με το σχέδιο άμυνας, οποιοδήποτε τμήμα της 2ης γραμμής καταλαμβανόταν από τον ΕΛΑΣ έπρεπε να ανακαταληφθεί άμεσα με επέμβαση των διατιθέμενων εφεδρειών. Η 3η γραμμή άμυνας περιελάμβανε το διοικητήριο και τα υπόλοιπα κεντρικά κτίρια, στα οποία, εάν χρειαζόταν, θα δινόταν η τελική μάχη.



Από την πλευρά του ΕΛΑΣ, για την εξουδετέρωση του Συντάγματος Χωροφυλακής Αθηνών είχε διατεθεί αρχικά το 1ο Σύνταγμα Αθηνών. Η συνολική δύναμη του Συντάγματος αριθμούσε 1.500 άνδρες, εξοπλισμένους με τυφέκια και υποπολυβόλα, καθώς και με σημαντική ποσότητα εκρηκτικών υλών. Η επίθεση του ΕΛΑΣ ξεκίνησε στις 05:45 της 6ης Δεκεμβρίου, εναντίον των εξωτερικών φυλακίων του Συντάγματος Μακρυγιάννη. Από την πρώτη στιγμή έγινε φανερό ότι αυτή η μάχη θα ήταν η σκληρότερη των Δεκεμβριανών.

Οι Ελασίτες συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από τους αμυνομένους. ωστόσο, η σφοδρότητα του πυρός των τμημάτων του ΕΛΑΣ ήταν καταιγιστική, απαγορεύοντας οποιαδήποτε επικοινωνία του στρατοπέδου με τα φυλάκια, είτε επρόκειτο για την αποστολή ενισχύσεων είτε για την απομάκρυνση τραυματιών και τον ανεφοδιασμό. Μέχρι τις απογευματινές ώρες, τα 4ο, 5ο, 6ο και 7ο φυλάκια είχαν καταρρεύσει. Από τους αμυνόμενους χωροφύλακες, όσοι δεν σκοτώθηκαν κατά τη μάχη ή δεν κατάφεραν να διαφύγουν προς το στρατόπεδο συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.

Οι τελευταίοι διαπομπεύθηκαν μπροστά στα μάτια των συμμαχητών τους, ώστε να καμφθεί το ηθικό τους, και στη συνέχεια εκτελέστηκαν. Η ενέργεια αυτή είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς οι αμυνόμενοι κατανόησαν πως, αν παραδίδονταν, δεν θα είχαν πιθανότητα επιβίωσης. Την πρώτη αυτή ημέρα ο οπλισμός και των δύο αντιπάλων δεν ήταν πλήρης, ενώ σε μεγάλο βαθμό απετελείτο από ιταλικά όπλα των οποίων τα πυρομαχικά δεν μπορούσαν να ανανεωθούν απεριόριστα.

Οι πολιορκημένοι είχαν περίπου 40 σφαίρες για το καθένα από τα 265 Ιταλικά τυφέκια που αποτελούσαν μέρος του οπλισμού τους, ενώ οι δυνατότητες σε πυρομαχικά των πολιορκητών σίγουρα δεν υπερέβαιναν αυτό το επίπεδο. Στη διάρκεια λοιπόν των έξι ως εννέα ωρών της πρώτης αποφασιστικής αναμέτρησης τα τυφέκια αυτά μπορούσαν να ρίξουν τέσσερις ως επτά σφαίρες την ώρα προτού εξαντληθούν πλήρως τα πυρομαχικά τους. Το ίδιο ίσχυε για τα αυτόματα ΣΤΕΝ της φρουράς, των οποίων το άμεσα διαθέσιμο απόθεμα πυρομαχικών ανερχόταν την πρώτη αυτή ημέρα σε 150 φυσίγγια για το καθένα.

Αυτό σήμαινε 17 ως 25 βολές την κάθε ώρα της έντονης εμπλοκής ή, αν προτιμάτε, δέκα ως δεκαπέντε δευτερόλεπτα βολής την κάθε ώρα. Κάτι ανάλογο ισχύει για τις χειροβομβίδες, τα εκρηκτικά και τα εμπρηστικά, των οποίων οι ποσότητες, λαμβανομένων των συνθηκών, δεν ήταν απεριόριστες. Στην ουσία, πέρα από τις αιχμές των αποφασιστικών και βιαστικών μετακινήσεων και εφόδων, η αναμέτρηση έμοιαζε με μια παρτίδα σκάκι όπου οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να μαντέψουν τις θέσεις και τις διαθέσεις των απέναντι και να προσδιορίσουν κενά και παραλείψεις που θα τους επέτρεπαν να προωθήσουν ή να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους.

H μελέτη του πεδίου ήταν εξαιρετικά δύσκολη καθώς το μεγαλύτερο μέρος του, το εσωτερικό δηλαδή των κτιρίων, ήταν αόρατο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι πληροφορίες από τα «μέσα», από κάποιον κάτοικο συγκεκριμένης πολυκατοικίας ή έστω συχνό επισκέπτη της, έδιναν τη λύση και επέτρεπαν τη διαμόρφωση σχεδίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η αναγνώριση έπρεπε να γίνει από τους μαχομένους την ώρα της δράσης, ο κίνδυνος και οι συνεπακόλουθες απώλειες αυξάνονταν καθώς στην κυριολεξία η κίνηση γινόταν στα τυφλά.

Στον τομέα αυτόν οι αμυνόμενοι είχαν το πλεονέκτημα καθώς είχαν επιθεωρήσει προτού αρχίσει η σύγκρουση τα γύρω σπίτια και είχαν επιλέξει από αυτά τα πλέον κατάλληλα για μετατροπή τους σε οχυρά και φυλάκια. Στην άλλη πλευρά ο ΕΛΑΣ βασιζόταν αναγκαστικά σε μαρτυρίες περιοίκων ή κατοίκων των διαμερισμάτων της περιοχής. Οι πληροφορίες δεν έλειπαν, ήταν όμως δύσκολο να βρεθούν αυτοί που τις κατείχαν στον κατάλληλο τόπο την κατάλληλη ώρα. H συγχώνευση των κλιμακίων εφόδου και ο αυτοσχεδιασμός που αναγκαστικά επιβλήθηκε μετά τα πρώτα βήματα της εφόδου επέτειναν το πρόβλημα αυτό.

Οι ομάδες των μαχητών περνούσαν τον περισσότερο χρόνο περιμένοντας. Οι επιτιθέμενοι φρόντιζαν να καλυφθούν σε γωνίες, σε αυλές, σε εισόδους πολυκατοικιών ή σε κώχες των κτισμάτων ώσπου να βρεθεί ένας τρόπος να προχωρήσουν. Όταν αυτός βρισκόταν χρειαζόταν πάλι συνήθως μια χρονοβόρα προπαρασκευή. Οι ομάδες του «μηχανικού» -θα λέγαμε-, όσοι δηλαδή ήσαν επιφορτισμένοι με τη διάνοιξη εσωτερικών διόδων, έπρεπε μεθοδικά να ολοκληρώσουν τη δουλειά τους και αυτό στην περίπτωση που η δουλειά αυτή μπορούσε να γίνει με τα φτωχά μέσα που διέθεταν.

Η απόπειρα διάτρησης λ.χ. ενός τοίχου από μεγάλες πέτρες τραβούσε ανεξέλεγκτα σε χρόνο ενώ ήταν πρακτικά αδύνατον να τρυπηθεί ένα τοιχίο από μπετόν. Τα τούβλα ήταν ιδανική περίπτωση για την «εσωτερική» προέλαση των επιτιθεμένων. Αντίθετα, πρόσφεραν ελάχιστη κάλυψη από τα εχθρικά πυρά και μπορούσαν να αποδειχθούν αληθινές παγίδες απέναντι στα δύο αντιαρματικά πυροβόλα που από την πρώτη στιγμή διέθεταν οι αμυνόμενοι στο στρατόπεδο. Στα εξωτερικά φυλάκια επίσης οι χωροφύλακες και οι αξιωματικοί τους περίμεναν και αυτοί προσπαθώντας να μαντέψουν τα σχέδια που ο εχθρός απεργαζόταν σε βάρος τους.

Το τελευταίο το μάθαιναν συνήθως την τελευταία στιγμή, όταν μια έκρηξη έριχνε κάτω κάποιον μεσότοιχο ή όταν από κάποιο γειτονικό μπαλκόνι, παράθυρο ή ταράτσα έρχονταν απροειδοποίητα χειροβομβίδες. Όταν τα πράγματα έφθαναν στο σημείο αυτό χρειάζονταν γρήγορες κινήσεις και αντιδράσεις σε απόλυτη αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο της απραξίας. Στο μεταξύ ο μεγαλύτερος εχθρός τους ήταν η σκέψη. Στο μεσοδιάστημα ως την εκπόνηση και την προετοιμασία των σχεδίων της εφόδου τα «χωνιά» δεν έπαυαν να μιλούν από την απέναντι όχθη, μία ή δύο πολυκατοικίες μακρύτερα δηλαδή.



Σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίζεται ο Δασκαλάκης και μερικές από τις μετέπειτα εκθέσεις των αξιωματικών του συγκροτήματος, τα «χωνιά» μάλλον δεν ανακοίνωναν την υποτιθέμενη πρόθεση των επιτιθεμένων να σφάξουν τους πάντες εντός και εκτός του στρατοπέδου. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά παράλογο καθώς η παράδοση των υπερασπιστών κάθε σημείου ή φυλακίου αποτελούσε για τους επιτιθεμένους την πλέον συμφέρουσα λύση. Η δε παράδοση δύσκολα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μοναδική δηλωμένη προοπτική τη θανάτωση.

Η Χωροφυλακή στου Μακρυγιάννη περιελάμβανε σε σημαντικό ποσοστό «πρόσφυγες» από την επαρχία, ανθρώπους δηλαδή που είχαν κάθε λόγο να αποφύγουν την κυριαρχία του ΕΑΜ και πιθανότατα την τιμωρία που το τελευταίο προόριζε γι' αυτούς. Ακόμη χειρότερη ήταν η θέση των στελεχών και των οπλιτών της Αθήνας που για πολλούς μήνες μετείχαν ενεργά στις φοβερές εκστρατείες ενάντια στις Αθηναϊκές συνοικίες, στα μπλόκα, στις εκτελέσεις, στα βασανιστήρια και στους ξυλοδαρμούς.

Για όλους αυτούς η προσφορά του ΕΛΑΣ «να πάνε σπίτια τους» πολύ μικρή σημασία είχε. Βρίσκονταν στου Μακρυγιάννη ακριβώς επειδή δεν μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, στις συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά ή στην επαρχία. Εκεί ήταν γνωστοί και συχνά η Νέμεση τους παραμόνευε. Ταυτόχρονα το ποσοστό των αξιωματικών ήταν καταθλιπτικό στη μονάδα καθώς η σχέση ξεπερνούσε το ένα προς τέσσερα ως προς τους οπλίτες, χωρίς να υπολογιστεί μάλιστα το ποσοστό των υπαξιωματικών - ενωμοταρχών ανάμεσα στους τελευταίους.

Ένας ενωμοτάρχης ασκώντας την εξουσία του πιο «προσωπικά» είχε στο γενικό κλίμα της εποχής περισσότερα ίσως να φοβηθεί από έναν ταγματάρχη. Να μην ξεχνάμε ότι οι Χωροφύλακες του Δεκεμβρίου 1944 ήσαν μικρό μόνο τμήμα της συνολικής δύναμης του σώματος στη διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Το γεγονός ότι παρέμεναν κάτω από τις σημαίες αντί να περιμένουν ήρεμα την εξομάλυνση οφειλόταν είτε στον φανατισμό τους είτε στις πράξεις και στα έργα τους στη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου. Τις περισσότερες φορές μάλιστα αυτά τα δύο ταυτίζονταν.

Τη συνοχή στους αμυνομένους κρατούσε ο φόβος για την τύχη που τους περίμενε στην άλλη όχθη καθώς και η αίσθηση ασφάλειας που η ομάδα παρείχε. Όταν η ομάδα σταματούσε να παρέχει την προστασία της, στα απομονωμένα εξωτερικά φυλάκια του συγκροτήματος Μακρυγιάννη, όπως και στις άλλες μεμονωμένες φρουρές, η διάθεση άλλαζε προς τη μοιρολατρική αποδοχή της τύχης και την παράδοση. Η τελευταία στις τότε συνθήκες ελάχιστα πράγματα εξασφάλιζε. Το πρώτο που έχαναν οι αιχμάλωτοι χωροφύλακες και στρατιωτικοί ήταν οι στολές και η εξάρτυσή τους.

Με αυτές ντύνονταν αμέσως μαχητές του ΕΛΑΣ σε τρόπο ώστε να προκαλούν σύγχυση στις γραμμές του εχθρού και ιδιαίτερα στους Βρετανούς σκοπευτές του Βράχου της Ακρόπολης. Μετά την άλωση των εξωτερικών φυλακίων και τον πολλαπλασιασμό των αιχμαλώτων και των στολών που βρίσκονταν στη διάθεση του ΕΛΑΣ η διοίκηση του στρατοπέδου αποφάσισε τη χρήση περιβραχιόνιων λευκού χρώματος σε τρόπο ώστε να ξεχωρίζουν οι όμοια ντυμένοι χωροφύλακες και Ελασίτες. Για τον ΕΛΑΣ είχε ιδιαίτερη σημασία η διασφάλιση της ζωής των παραδοθέντων αντιπάλων του, όσο τουλάχιστον αυτοί βρίσκονταν κοντά στο πεδίο της μάχης.

Για τον λόγο αυτόν η εκτέλεση επτά παραδοθέντων Χωροφυλάκων αμέσως μετά την παράδοσή τους από τον διοικητή του τάγματος του Πειραιά θεωρήθηκε βαθύ παράπτωμα, σχεδόν προδοσία. Μακριά από το πεδίο της μάχης, στις συνοικίες, οι σκοπιμότητες εξασθενούσαν και η τύχη των αιχμαλώτων γινόταν ολοένα και περισσότερο αβέβαιη. Ο διαχωρισμός αξιωματικών και οπλιτών ήταν απόλυτος και, ενώ για τους πρώτους οι διαδικασίες επιλογής οδηγούσαν συνήθως στην εκτέλεση, για τους δεύτερους όλες οι πιθανότητες ήσαν ανοικτές.

Μετά τις πρώτες επιτυχίες, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχείρησαν τη δημιουργία ρήγματος στο μαντρότοιχο του στρατοπέδου του Συντάγματος, χρησιμοποιώντας -πιθανότατα- μπαγκαλοτορπίλες και αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς με χειροβομβίδες και βενζίνη. Παρά τη σφοδρότητα των επιθέσεων, ο στόχος δεν επετεύχθη. Εν τω μεταξύ, 50 περίπου σαμποτέρ του ΕΛΑΣ ανέβηκαν στο καταληφθέν 5ο φυλάκιο μεταφέροντας μπιτόνια με βενζίνη και μεγάλη ποσότητα δυναμίτιδας με σκοπό να τα εκσφενδονίσουν στις ταράτσες των κτιρίων, που εφάπτονταν με τον περίβολο του κυρίως κτιριακού συγκροτήματος του Συντάγματος.

Μια εύστοχη βολή, όμως, του ενός πυροβόλου των χωροφυλάκων προκάλεσε ανάφλεξη της βενζίνης. Οι σαμποτέρ τυλίχθηκαν στις φλόγες. Επρόκειτο για ένα φοβερό συμβάν το οποίο κλόνισε τους επιτιθέμενους. Κατά τις 18:00 η ένταση της μάχης κόπασε. Την 7η Δεκεμβρίου, Βρετανικές δυνάμεις οι οποίες αναπτύχθηκαν στην Ακρόπολη έβαλαν εναντίον των θέσεων του ΕΛΑΣ στου Φιλοπάππου. Το βράδυ 7 προς 8 Δεκεμβρίου, σαμποτέρ του ΕΛΑΣ πέτυχαν την ανατίναξη τμήματος του νότιου μαντρότοιχου.

Την 8η Δεκεμβρίου μια αιφνιδιαστική αντεπίθεση των χωροφυλάκων απέφερε την ανακατάληψη δύο φυλακίων, τη σύλληψη 50 ανταρτών και τη διαρπαγή σημαντικής ποσότητας όπλων και πυρομαχικών. Την επόμενη μέρα επετεύχθη η ανατίναξη ενός ακόμη τμήματος του νότιου μαντρότοιχου, ενώ την ίδια ημέρα οι κομμουνιστές ενισχύθηκαν από το III Τάγμα και από ένα λόχο Πεζικού του I Τάγματος του 6ου Συντάγματος Κορίνθου, καθώς και από δύο πυροβόλα. Τη 10η Δεκεμβρίου, μετά τις ενισχύσεις των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, ξεκίνησε (στις 05:30) η σφοδρότερη επίθεση κατά του Συντάγματος Αθηνών.



Οι πολιορκητές έβαλαν εναντίον του στρατοπέδου με κάθε μέσο. Μέχρι τις 18:00 όμως η επίθεση είχε αναχαιτιστεί. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι βετεράνοι του ΕΛΑΣ κάνουν λόγο για συνεχή παρουσία Βρετανικών αρμάτων, η οποία δεν τους επέτρεψε την κατάληψη του Συντάγματος. Από την άλλη πλευρά, βετεράνοι χωροφύλακες διαψεύδουν οποιαδήποτε ενίσχυση από Βρετανικά άρματα.

Η μόνη ενίσχυση, όπως υποστηρίζουν, προήλθε από μια ομάδα του Βρετανικού Μηχανικού (κατ’ άλλους αλεξιπτωτιστές, ειδικοί στις ναρκοθετήσεις), η οποία παγίδευσε τα ρήγματα και αποχώρησε, καθώς και η υπόσχεση από το διοικητή ενός Βρετανικού λόχου, που στάθμευε στου Φιξ, για ρίψη φωτιστικών βλημάτων σε περίπτωση νυχτερινής επίθεσης του ΕΛΑΣ. Το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου νέες δυνάμεις του ΕΛΑΣ συνέρρευσαν προς το πολιορκημένο Σύνταγμα από τη λεωφόρο Συγγρού, το Θησείο, την οδό Αναπαύσεως και τη γέφυρα του Ιλισού.

Η επίθεση θα ξεκινούσε νύχτα, χωρίς προπαρασκευή Πυροβολικού, ώστε να επιτευχθεί ο προσδοκώμενος αιφνιδιασμός. ωστόσο, ένα άριστο σύστημα πληροφοριών που είχε αναπτύξει η διοίκηση του Συντάγματος παραμονές της πολιορκίας προειδοποίησε τους αμυνομένους. Στις 20:00 ο λόχος του Συντάγματος Κορίνθου (100 περίπου επίλεκτοι άνδρες) προσέγγισε το ρήγμα του νότιου μαντρότοιχου. Οι επιτιθέμενοι διενήργησαν άλμα, αλλά έπεσαν επάνω στις νάρκες. Μετά τις πρώτες εκρήξεις δέχθηκαν καταιγισμό πυρός από τους αναμένοντες χωροφύλακες.

Οι εισβολείς υποχώρησαν, αφήνοντας πίσω τους 50 νεκρούς. δύο ώρες αργότερα η επίθεση επαναλήφθηκε με το ίδιο αποτέλεσμα. Στις 24:00 δύο αντάρτες ανατίναξαν μεγάλο τμήμα της δυτικής πλευράς του περιβόλου. Ακολούθησαν ομάδες Ελασιτών, οι οποίες διείσδυσαν στους στρατώνες. Όμως οι επιτιθέμενοι βρέθηκαν «λουσμένοι» στο φως φωτιστικών βλημάτων ενός όλμου 81mm. Ο Βρετανός διοικητής στου Φιξ είχε ανταποκριθεί άμεσα στην αίτηση του Συντάγματος. Ακολούθησε πραγματική μάχη από τα καταιγιστικά πυρά των αμυνομένων.

Από τη 12η Δεκεμβρίου και έπειτα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ περιορίστηκαν μόνο στην εκτέλεση πυρών παρενόχλησης. Ήταν πλέον φανερό ότι είχαν εξαντληθεί. Ο ΕΛΑΣ είχε αποτύχει στο πρώτο βασικό μέρος του σχεδίου του, το οποίο προέβλεπε την κατάληψη του Μακρυγιάννη. Μετά την αποτυχία του να καταλάβει το Σύνταγμα Μακρυγιάννη, το επιτελείο του ΕΛΑΣ απεφάσισε να απομονώσει πλήρως το στρατόπεδο για να κάμψει τους πολιορκημένους με την πείνα και την δίψα και να αναμένει μια άλλη ευκαιρία, εάν τελικά ευοδώνοντο τα σχέδια τους αλλού στην Αθήνα, για να εκκαθαρίσουν αυτόν τον πυρήνα αντίστασης. 

Ως εκ τούτου, στις 12 Δεκεμβρίου όλες σχεδόν οι γειτονικές του Συντάγματος πολυκατοικίες ανατινάχθηκαν ώστε να μην υπάρχουν συγκεκαλυμμένα δρομολόγια ενίσχυσης του ενώ στις 13 του μηνός αποκόπηκε και η τροφοδοσία νερού του στρατοπέδου. Η δράση των ΕΛΑΣιτών περιορίσθηκε σε πυρά ελευθέρων σκοπευτών και σποραδικές βολές με όλμους και πυροβολικό, ενώ οδοφράγματα και φυλάκια απέκοπταν κάθε οδό προς το Σύνταγμα. Παρόλα αυτά, οι υπερασπιστές μετά από πολύ καιρό βρήκαν την ευκαιρία να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν. 

Αρκετοί έπασχαν από ισχυρή και οδυνηρή οφθαλμία καθώς οι καπνοί, τα χώματα, η σκόνη, η πυρίτιδα, η αϋπνία και οι λάμψεις είχαν φλογίσει τους οφθαλμούς τους. Η δίψα και η πείνα επέτειναν το μαρτύριο των κατάκοπων χωροφυλάκων. Στις 14 του μηνός η δράση των κομμουνιστών στην περιοχή είχε περιορισθεί στην διεξαγωγή λεηλασιών των συνοικιών από τον όχλο, ενώ στις 15 Δεκεμβρίου 30 χωροφύλακες συνενώθηκαν με Αγγλικά τμήματα που διεξήγαγαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά μήκος της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου και μέχρι το Κουκάκι. 

Τουλάχιστον 100 ΕΛΑΣίτες συνελήφθησαν το πρωί ενώ το απόγευμα ομάδα 15 χωροφυλάκων εκδίωξε δύναμη ΕΛΑΣιτών που κατείχε κτίρια κοντά στο 1ο Φυλάκιο στην διασταύρωση των οδών Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Μακρυγιάννη. Οι απώλειες εκείνη την ημέρα ανήλθαν σε 1 νεκρό και 5 τραυματίες. Στις 17 Δεκεμβρίου το μεσημέρι το Σύνταγμα δέχθηκε τρίωρο βομβαρδισμό ενώ ισχυρές δυνάμεις ΕΛΑΣιτών συγκεντρώθηκαν κάτω από την Ακρόπολη αλλά καμία επίθεση δεν εκδηλώθηκε. 

Στις 18 Δεκεμβρίου η πολιορκία είχε ουσιαστικά λυθεί και τα 2/3 του Συντάγματος σε συνεργασία με αγγλικές δυνάμεις απώθησαν τις κομμουνιστικές δυνάμεις πέραν από τον Αρδηττό και την Λεωφόρο Συγγρού ως το Φάληρο. Την νύκτα της 18ης προς 19ης Δεκεμβρίου το Σύνταγμα συμμετείχε στην κατάληψη των συνοικιών Κουκακίου και Γαργαρέττας, με αποτέλεσμα να απειληθεί το δυτικό πλευρό των κομμουνιστικών δυνάμεων που ευρίσκοντο ανατολικά της Λεωφόρου Συγγρού. Η τακτική αυτή ακολουθήθηκε από το Σύνταγμα ως τις αρχές Ιανουαρίου 1945 οπότε και εκκαθαρίσθηκε η Αθήνα από τις κομμουνιστικές δυνάμεις.

Οι σχεδιαστές της επιχείρησης δεν υπολόγισαν τις ιδιαιτερότητες της μάχης στην πόλη, όπου η αναγκαία αριθμητική αναλογία επιτιθεμένων κατά αμυνομένων για επιτυχία πολλαπλασιάζεται και ξεπερνά την κλασσική του «3 προς 1» που θεωρείται ικανοποιητική για επιχειρήσεις στην ύπαιθρο. Στην μάχη του Μακρυγιάννη οι κομμουνιστές διέθεταν αυτήν την ποσοτική αναλογία μόνο που αυτή ήταν πλασματική καθώς οι πραγματικά αξιόμαχοι ΕΛΑΣίτες ήταν ελάχιστοι αν όχι ανύπαρκτοι.



Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ελάχιστα πολέμησαν τους Γερμανούς σε τακτικές μάχες και μάλιστα σε πόλεις, περιοριζόμενες σε σύντομες ενέδρες και επιδρομές. Η θηριωδία κατά των αιχμαλώτων, όπως συνήθιζαν οι ΕΛΑΣίτες, ελάχιστα σημαίνει σκληρότητα χαρακτήρα αλλά περισσότερο σκληρότητα και ποταπότητα ψυχής. Επίσης οι μονάδες αυτές, και ακόμα περισσότερο οι λεγόμενες του «εφεδρικού ΕΛΑΣ», δεν διακρίνονταν από στρατιωτική πειθαρχία, από συνοχή καθώς και από καλή στελέχωση με έμπειρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. 

Ήταν περισσότερο «παρέες» εξοπλισμένων νέων οι οποίες ήταν απείθαρχες και με χαμηλό ηθικό καθώς με την πρώτη αποτυχία ο ενθουσιασμός τους χανόταν και μετατρέπετο σε θυμό ή απελπισία. Δυστυχώς, γι’ αυτούς, ο ενθουσιασμός που δίνει η φανατική πίστη σε μια ιδεολογία εξατμίζεται με το θέαμα των πρώτων νεκρών αν δεν συνοδεύεται από στρατιωτική εκπαίδευση και πειθαρχία. Οι κομμουνιστές στηρίχθηκαν αρκετά στα βαρέα όπλα τους αλλά λησμόνησαν ότι οι βομβαρδισμοί κάθε είδους στις πόλεις δημιουργούν περισσότερα χαλάσματα, παρά απώλειες, τα οποία κατόπιν χρησιμεύουν ως καλύτερα ακόμη εμπόδια και θέσεις μάχης. 

Οι όλμοι και τα ορειβατικά πυροβόλα ελάχιστα επέτυχαν τελικά. Μόνον εάν διέθεταν αντιαρματικά όπλα -φορητά ή ρυμουλκούμενα- θα πετύχαιναν, με άμεσες βολές, να εξουδετερώσουν τις θέσεις μάχης των αμυνομένων. Η επιτυχής δράση του ενός μόνον πυροβόλου των 37 χλστ. της Χωροφυλακής αποδεικνύει την χρησιμότητα τέτοιων όπλων.  Η έλλειψη άλλωστε αντιαρματικών μέσων στέρησε στους κομμουνιστές την νίκη στις 10 Δεκεμβρίου όταν επενέβησαν τα τρία Βρετανικά άρματα. 

Ο συντονισμός επίσης των επιθέσεων δεν ήταν ο κατάλληλος όπως επίσης και η χρησιμοποίηση, εάν είχε προβλεφθεί, των εφεδρειών οι οποίες θα εκμεταλλεύοντο τα ρήγματα στην άμυνα και θα συγκέντρωναν την ισχύ της επίθεσης σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Αντίθετα, οι χωροφύλακες ήταν μία έμπειρη δύναμη αποτελούμενη από ώριμους άνδρες, με καλή στρατιωτική εκπαίδευση, συνοχή, πνεύμα μονάδος και καλή ηγεσία, που πολεμούσε οχυρωμένη, βάσει ενός καλού σχεδίου αμύνης. Το δε ηθικό και η πίστη τους στα δικά τους εθνικά ιδανικά ήταν εξίσου ισχυρή με εκείνη των κομμουνιστών στο δικό τους διεθνιστικό - κομμουνιστικό ιδεώδες. 

Η ηγεσία του Συντάγματος Χωροφυλακής Αθηνών κατόρθωσε να εμπνεύσει τους άνδρες και να λάβει τις ορθές αποφάσεις, αν και η κατάρτιση της στην μάχη των πόλεων ήταν εξίσου μηδαμινή με εκείνη της κομμουνιστικής πλευράς. Ένας ακόμη λόγος της αποτυχίας των ΕΛΑΣιτών, σύμφωνα με εκτιμήσεις της εποχής, ήταν η κατασπατάληση δυνάμεων για την κατάληψη των διαφόρων αστυνομικών τμημάτων στις διάφορες συνοικίες καθώς και άλλων επουσιωδών στόχων με αποτέλεσμα να μην υπάρξει εστίαση της προσπάθειας στους κύριους αντικειμενικούς σκοπούς, το Σύνταγμα Μακρυγιάννη και την Σχολή Χωροφυλακής.

Παράλληλες Επιχειρήσεις και Επίθεση του ΕΛΑΣ στο Γουδή

Από τα μεσάνυκτα της 6ης Δεκεμβρίου, ο ΕΛΑΣ σφυροκοπούσε στόχους της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής στο κέντρο της πόλης (Τάγμα Μετεκπαιδεύσεως, Αρχηγείο της Χωροφυλακής, Αστυνομικό Τμήμα Πλάκας, Τμήμα Μεταγωγών, Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων, Γενική Ασφάλεια). Στο πλευρό των σκληρά δοκιμαζόμενων κυβερνητικών δυνάμεων έσπευσαν οι Βρετανοί. Στοιχεία μάλιστα του 50ού Συντάγματος Αρμάτων κατέλαβαν τα γραφεία του ΕΑΜ στην οδό Κοραή, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση.

Το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου ξεκίνησε και η δράση της ΙΙΙ ΕΟΤ, με πρώτη αποστολή την εκδίωξη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ που είχαν εγκατασταθεί σε αντέρεισμα που δέσποζε του χώρου στρατοπεδιάς της Ταξιαρχίας. Ο αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης είχε επιτευχθεί μέχρι το τελευταίο φως της ημέρας. Οι καπετάνιοι του ΕΛΑΣ αιφνιδιάστηκαν. Τη στιγμή που προγραμμάτιζαν την επίθεσή τους κατά της ΙΙΙ ΕΟΤ, δέχθηκαν επίθεση οι ίδιοι.

Κατά τη διάρκεια της νύκτας 6 προς 7 Δεκεμβρίου, τα τμήματα της ΙΙ Μεραρχίας, της Ι Ταξιαρχίας και του 5ου Ανεξάρτητου Συντάγματος του Α' Σ.Σ. του ΕΛΑΣ βρέθηκαν στις βάσεις εξόρμησής τους (βόρεια των στρατώνων στο Γουδή και δυτικά της Σχολής Χωροφυλακής), με σκοπό την αιφνιδιαστική προσβολή της ΙΙΙ ΕΟΤ και της Σχολής Χωροφυλακής. Ο ασυντόνιστος τρόπος, όμως, με τον οποίο κινήθηκαν οι μονάδες του ΕΛΑΣ έγινε αντιληπτός από το εμπειροπόλεμο προσωπικό της III EOT και από εθνικόφρονες κατοίκους της περιοχής.

Οι επιθέσεις εναντίον των δύο κτιριακών συγκροτημάτων υποτίθεται ότι θα εκδηλώνονταν ταυτόχρονα, αλλά η καθυστερημένη άφιξη των τμημάτων του ΕΛΑΣ που θα συμμετείχαν στις επιχειρήσεις δεν επέτρεψε κάτι τέτοιο. Ο συνταγματάρχης Πυριόχος έδωσε την εξής διαταγή στους άνδρες του: «Θα καβαλήσετε νύχτα την μάντρα και θα πέσετε μέσα με το μαχαίρι στα δόντια». Η επίθεση όμως δεν διενεργήθηκε ούτε νύχτα ούτε αιφνιδιαστικά. Η έφοδος του ΕΛΑΣ ξεκίνησε νωρίς το πρωί, έπειτα από σφοδρή προπαρασκευή με πυρά όλμων. Αρχικά προσεβλήθη η Σχολή Χωροφυλακής, με τους άνδρες του ΕΛΑΣ να εφορμούν από το Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός».

Η ηγεσία της ΙΙΙ ΕΟΤ για να αποτρέψει την εναντίον της επικείμενη επίθεση επεδίωξε να αποσπάσει το Νοσοκομείο «Σωτηρία» από τα χέρια του ΕΛΑΣ, χωρίς επιτυχία. Μια περίπου ώρα μετά την έφοδο κατά της Σχολής Χωροφυλακής, εκδηλώθηκε επίθεση και από το «Σωτηρία» εναντίον των στρατώνων του Ορειβατικού Πυροβολικού (ανατολικά των στρατώνων της ΙΙΙ ΕΟΤ). Λίγο αργότερα δέχθηκε επίθεση και η ΙΙΙ ΕΟΤ από το νότιο περίβολό της. Παρά το πείσμα των Ελασιτών, τόσο οι χωροφύλακες όσο και οι Ριμινίτες παρέμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους.



Η ενίσχυση των επιτιθέμενων με έναν λόχο του εφεδρικού ΕΛΑΣ από την Καισαριανή δεν θα μπορούσε να αλλάξει το αποτέλεσμα. Ήταν το λιγότερο αφελές να στέλνεις στο θάνατο πολίτες (εφεδρικός ΕΛΑΣ) που είχαν «βαπτιστεί» εν μία νυχτί μαχητές, με μόνο όπλο το θάρρος και την πίστη στον αγώνα, απέναντι σε «μπαρουτοκαπνισμένους» ετεράνους του Ελ Αλαμέιν και του Ρίμινι, οι οποίοι διέθεταν, συν τοις άλλοις, και μεγάλη ισχύ πυρός. Οι αντάρτες τράπηκαν σε φυγή καταδιωκόμενοι από τους Ριμινίτες, αφήνοντας πίσω τους 80 νεκρούς. Παράλληλα, υποχώρησαν και από τη Σχολή Χωροφυλακής.

Στο μεταξύ, στο κέντρο της πόλης οι μάχες συνεχίζονταν, χωρίς κάποια επιτυχία του ΕΛΑΣ. Κατά τις συγκρούσεις, όμως, αυτές η Βρετανική ηγεσία διαπίστωνε πως οι δυνάμεις της ήταν ανεπαρκείς για την επιβολή της τάξης, παρά τις αρχικές υπεραισιόδοξες προβλέψεις της. Γι’ αυτό το λόγο στις 8 Δεκεμβρίου διατάχθηκε η εσπευσμένη μετακίνηση του 40ού Συντάγματος Αρμάτων και του Μηχανοκινήτου Τάγματος KRRC προς την Αθήνα (την επομένη ο Τσώρτσιλ διέταξε την αποστολή Βρετανικών ενισχύσεων στην Ελλάδα).

Eν τω μεταξύ, η ΙΙΙ ΕΟΤ κατόρθωσε με επιτυχείς αντεπιθέσεις της να διευρύνει την περιοχή που ήλεγχε, απωθώντας τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ μέχρι τα Νοσοκομεία «Αρεταίειο» και «Προσφυγικό» («Ιπποκράτειο»). Οι Ριμινίτες συνέχισαν την προώθησή τους μέχρι το Νοσοκομείο του «Ερυθρού Σταυρού», όπου συνέλαβαν περίπου 280 Ελασίτες.

Νέες Επιθετικές Επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ

Στις 9 Δεκεμβρίου ανασυγκροτήθηκαν τα 141 και 142 Τάγματα Εθνοφυλακής. Στο αντίπαλο στρατόπεδο την ίδια ημέρα είχε πλέον επιτευχθεί η συγκέντρωση στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, όλων των ενισχύσεων που ανέμενε ο ΕΛΑΣ. Εκτός από τη ΙΙ Μεραρχία, από την 7η Δεκεμβρίου στο Περιστέρι είχε εγκατασταθεί το 6ο Σύνταγμα Κορίνθου και στο Καματερό το 11ο Σύνταγμα Τριπόλεως (της VIII Ταξιαρχίας Πελοποννήσου), ενώ στη Χασιά βρίσκονταν τα 42ο και 52ο Συντάγματα (της XIII Μεραρχίας). Ετσι αποφασίστηκε η διενέργεια νέων επιθετικών επιχειρήσεων ευρείας κλίμακας.

Εχοντας αποτύχει να εξουδετερώσει την ισχυρή αντίσταση των εχθρικών δυνάμεων που αμύνονταν στο Γουδή, η ηγεσία του ΕΛΑΣ υιοθέτησε νέα στρατηγική. Oι διαθέσιμες δυνάμεις έπρεπε να απομονώσουν τους στρατώνες στο Γουδή, εκκαθαρίζοντας τη γύρω περιοχή και απαγορεύοντας την έξοδο των δυνάμεων της ΙΙΙ ΕΟΤ και της Σχολής Χωροφυλακής προς ενίσχυση αυτών που βρίσκονταν στο κέντρο της Αθήνας. Ταυτόχρονα, θα επιδιώκετο η εξουδετέρωση των ισχυρότερων αντιστάσεων που είχαν απομείνει στην πόλη, που δεν ήταν άλλες από το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη και τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων είχε ανασυγκροτηθεί από τις 20 Οκτωβρίου 1944. Στις εγκαταστάσεις της βρίσκονταν, όπως προαναφέρθηκε, 256 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και ευέλπιδες και 100 περίπου Βρετανοί (της ίλης διοικήσεως της 46ης Επιλαρχίας Συντάγματος Αρμάτων), με δύο άρματα μάχης και τέσσερα τεθωρακισμένα οχήματα. Στις 9 δεκεμβρίου, το 3ο Σύνταγμα, ενισχυμένο με ένα τάγμα του 6ου Συντάγματος Πειραιά και με δύο αντιαρματικά πυροβόλα των 37 mm, ανέλαβε να καταλάβει τις εγκαταστάσεις της Σχολής.

Προηγήθηκε η εξουδετέρωση κάθε άλλης εστίας αντίστασης στην ευρύτερη περιοχή του Πολυγώνου και της Κυψέλης, με συνέπεια την απομόνωση της Σχολής. Στη συνέχεια, η ίδια η Σχολή δέχθηκε καταιγισμό πυρών. Το βράδυ 9 προς 10 Δεκεμβρίου διεκόπη και η επικοινωνία μέσω ασυρμάτου με τη Βρετανική διοίκηση. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, οι πολιορκημένοι είχαν αρχίσει να εξαντλούν τα πυρομαχικά τους, ενώ ο ανεφοδιασμός τους ήταν σχεδόν ανέφικτος.

Έτσι η Βρετανική διοίκηση διέταξε την εκκένωση της Σχολής, η οποία έλαβε χώρα το πρωί της 11ης Δεκεμβρίου χωρίς καμία αντίδραση από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Παράλληλα, στις 10 Δεκεμβρίου, δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στην ΙΙΙ ΕΟΤ και στη Σχολή Χωροφυλακής, με κύριο σκοπό τον περιορισμό της περιοχής που ήλεγχαν, αν όχι την ευκαιριακή κατάληψή τους. Οι Ριμινίτες αντεπιτέθηκαν, απωθώντας ξανά τους αντάρτες. Στη Σχολή Χωροφυλακής οι Ελασίτες κατάφεραν να προσεγγίσουν το βορειοανατολικό περίβολο, αλλά αποκρούστηκαν από τμήματα της ΙΙΙ ΕΟΤ.

 Την ίδια ημέρα, στην υπόλοιπη Αθήνα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επεδίωξαν να προωθήσουν τις θέσεις τους προς το κέντρο της πόλης. Ταυτόχρονα, συνέχισαν να ασκούν πίεση στις διάφορες υπηρεσίες των Σωμάτων Ασφαλείας, ενώ ενεπλάκησαν σε σφοδρές συμπλοκές με ομάδες εθνικόφρονων πολιτών, όπως εκείνη των φοιτητών, που κατείχαν το κτίριο του Χημείου στην οδό Σόλωνος. Εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση κατελήφθη από πανικό, καθώς οι μαχητές του ΕΛΑΣ έφθασαν στις οδούς Σόλωνος και Σωκράτους, ενώ είχαν πετύχει και βαθιά διείσδυση στην Πλάκα.



Η βρετανική Απόφαση για Εγκατάλειψη της Αθήνας

Από τις 11 Δεκεμβρίου τμήματα του ΕΛΑΣ άρχισαν να προσβάλλουν τις Βρετανικές φάλαγγες ανεφοδιασμού, που διέρχονταν τη λεωφόρο Συγγρού, το μόνο οδικό άξονα επικοινωνίας των Βρετανικών δυνάμεων της Αθήνας με τον Πειραιά και το Φάληρο. Η απαγόρευση χρησιμοποίησης της λεωφόρου Συγγρού ισοδυναμούσε για τις Βρετανικές δυνάμεις με αποκλεισμό τους στο κέντρο της Αθήνας. Ενώπιον αυτής της κατάστασης, σε σύσκεψη που έγινε αργά το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου, η Βρετανική διοίκηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποσύρει τις δυνάμεις της στην περιοχή του Φαληρικού δέλτα.

Αυτό πρακτικά σήμαινε την εγκατάλειψη της πρωτεύουσας στα χέρια του ΕΛΑΣ. Τότε ο Τσακαλώτος δήλωσε κατηγορηματικά στον προϊστάμενό του αντιστράτηγο Σκόμπυ ότι δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει την Αθήνα, ακόμη και αν έπρεπε να παραμείνει στο κέντρο της πόλης μόνο με τους άνδρες της Ταξιαρχίας του. Η «ανταρσία» αυτή του Έλληνα αξιωματικού, σε συνδυασμό με την άφιξη από τη 12η Δεκεμβρίου των πρώτων τμημάτων της 4ης Μεραρχίας (την οποία είχε διατάξει ο στρατηγός Αλεξάντερ να σπεύσει προς ενίσχυση), συνετέλεσε στη μεταστροφή της Βρετανικής διοίκησης.

Κατά την κρίσιμη αυτή καμπή των επιχειρήσεων και ενώ διαπιστωνόταν πως μετά την εκκαθάριση των συνοικιών της Αθήνας οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επανεισέρχονταν σε αυτές, ελλείψει δυνάμεων για την εξασφάλισή τους, αποφασίσθηκε η συγκρότηση νέων Ταγμάτων Εθνοφυλακής. Σε αυτά κλήθηκαν να καταταγούν οι έφεδροι των κλάσεων 1935, 1936, 1937 και 1938, οι οποίοι άρχισαν από τις 14 Δεκεμβρίου να προσέρχονται μαζικά. Τα εν λόγω τάγματα, παρά τη βιαστική και πρόχειρη συγκρότησή τους, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αξιόμαχα.

Ο λόγος ήταν ότι κατά βάση αποτελούντο από Βετεράνους του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου και εμπειροπόλεμα μέλη αντικομμουνιστικών και αντιστασιακών οργανώσεων (Χ, ΕΔΕΣ, ΡΑΝ κ.ά.). Στο μεταξύ, από τις 11 Δεκεμβρίου η ΙΙΙ ΕΟΤ με επιθετική επιχείρησή της κατάφερε να εξουδετερώσει το III/42 Τάγμα του ΕΛΑΣ, το οποίο με δύναμη 400 περίπου άνδρες απειλούσε το στρατόπεδό της από το Νοσοκομείο «Σωτηρία». Αριστερές πηγές κάνουν λόγο για εν ψυχρώ εκτέλεση τραυματιών ανταρτών που νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο.

Από την άλλη, πλευρά οι Ριμινίτες έκαναν λόγο για ανακάλυψη νεκρών πολιτών και αστυνομικών που είχαν βασανιστεί και εκτελεστεί από τους αντάρτες. Τη νύχτα 12 προς 13 Δεκεμβρίου, ισχυρές δυνάμεις του ΕΛΑΣ διεξήγαγαν επιχείρηση εναντίον των Βρετανών στους Στρατώνες Παραπηγμάτων. Οι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν και υπέστησαν πολλές απώλειες. Σύντομα, όμως, αντέδρασαν και μέχρι τα ξημερώματα ανέτρεψαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. ως απάντηση στην ενέργεια του ΕΛΑΣ, Βρετανικά αεροσκάφη προσέβαλαν εγκαταστάσεις του στον Λυκαβηττό και την ευρύτερη περιοχή.

Την επομένη, τμήμα της ΙΙΙ ΕΟΤ προχώρησε στην εκκαθάριση της περιοχής γύρω από τους Στρατώνες Παραπηγμάτων, αναγκάζοντας τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να αποσυρθούν πέρα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Στο μεταξύ, στις 13 και 14 Δεκεμβρίου συμπτύχθηκαν τόσο οι άνδρες του Μηχανοκινήτου Τμήματος όσο και της Γενικής Ασφάλειας και της Τροχαίας. Παράλληλα, εγκαταλείφθηκε και το Πολυτεχνείο από το Βρετανικό λόχο που είχε εγκατασταθεί εκεί.

Έτσι οι μόνες υπηρεσίες της Αστυνομίας Πόλεων που δεν είχαν καταληφθεί από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν τα Αστυνομικά Τμήματα Συντάγματος, Πλάκας και Κολωνακίου, καθώς και η διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών. Παρά τα σκληρά χτυπήματα που είχε δεχθεί ο ΕΛΑΣ, οι επίμονοι μαχητές του «χτυπούσαν την πόρτα» του κέντρου της πόλης. Παράλληλα, στις 14 Δεκεμβρίου η XIII Μεραρχία επιτέθηκε σε στρατοπεδευμένα Βρετανικά τμήματα της 139ης Ταξιαρχίας στην περιοχή του Μοσχάτου και τα αποδεκάτισε.

Η Ανακατάληψη του Πειραιά και η Άφιξη των Βρετανικών Ενισχύσεων

Η προσπάθεια των Βρετανών για ανακατάληψη του Πειραιά ξεκίνησε στις 10 Δεκεμβρίου. Την ενέργεια διενήργησε η 5η Ινδική Μεραρχία, στην οποία ανήκαν και οι φημισμένοι πολεμιστές Γκούρκας. Ήταν μια παράδοξη εικόνα Ινδοί και Γκούρκας να μάχονται στους δρόμους του Πειραιά εναντίον Ελλήνων. Σύμφωνα με μαρτυρίες πολιτών, οι Ινδοί διακρίνονταν για το πολεμικό τους μένος, αλλά μη γνωρίζοντας την τοπογραφία της περιοχής υπέστησαν βαριές απώλειες.

Χαρακτηριστική ήταν, επίσης, η ροπή τους προς τη λαφυραγώγηση. Ηλικιωμένοι κάτοικοι των συνοικιών του Πειραιά αλλά και της Αθήνας θυμούνται ακόμη τις επιδρομές των «μελαμψών ακρίδων». Με την υποστήριξη των πυροβόλων των Ελληνικών αντιτορπιλικών «Ναυαρίνον» και «Σαλαμίς», καθώς και αρμάτων μάχης, τα Ινδικά τμήματα εκκαθάρισαν εκτεταμένες περιοχές του Πειραιά και κατέλαβαν τον λόφο της Καστέλλας (15 Δεκεμβρίου).

Στις 16 Δεκεμβρίου είχε πλέον ολοκληρωθεί η άφιξη των δυνάμεων της 4ης Βρετανικής Μεραρχίας. Από την προηγουμένη, ο αντιστράτηγος Χόκεσγουορθ ανέλαβε διοικητής της προσφάτως σχηματισθείσας Στρατιωτικής διοίκησης Αθηνών, προκειμένου να ελαφρυνθεί ο στρατηγός Σκόμπυ. Από το βράδυ της 17ης Δεκεμβρίου οι δυνάμεις της 4ης Μεραρχίας ξεκίνησαν την επίθεσή τους. Τις πρωινές ώρες της επομένης είχαν επιτευχθεί ο έλεγχος της λεωφόρου Συγγρού και η εξουδετέρωση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ που είχαν εγκατασταθεί στο εργοστάσιο Φιξ.



Στη συνέχεια, οι δυνάμεις της 4ης Μεραρχίας άρχισαν να κινούνται προς το κέντρο των Αθηνών, με σκοπό να ενωθούν με τα τμήματα της Ark force, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την επικοινωνία μεταξύ του προγεφυρώματος Φαλήρου, του αεροδρομίου του Ελληνικού και του κέντρου της Αθήνας. Η Βρετανική αντεπίθεση εκδηλωνόταν σε πλήρη ισχύ. Ελληνικά και Βρετανικά πλοία βομβάρδιζαν περιοχές υπό κομμουνιστικό έλεγχο στον Πειραιά. Αεροσκάφη της RAF πολυβολούσαν θέσεις των ανταρτών και τα άρματα προσπαθούσαν να ανοίξουν δρόμο για το Πεζικό μέσα από τα στενά δρομάκια της Αθήνας.

Τα οδοφράγματα, οι ρίψεις χειροβομβίδων και κοκτέιλ μολότοφ και οι ελεύθεροι σκοπευτές του ΕΛΑΣ δεν έφεραν αποτελέσματα. ωστόσο, η κάμψη των ανταρτών αργούσε ακόμη. Οι τελευταίοι, μάλιστα, εξακολουθούσαν να σημειώνουν σημαντικές τοπικές επιτυχίες. Τη νύχτα της 17ης προς τη 18η Δεκεμβρίου, η ΙΙ Μεραρχία επιτέθηκε στα ξενοδοχεία «Σεσίλ» και «Πεντελικόν» στην Κηφισιά, όπου διέμενε το προσωπικό της RAF. Έπειτα από σκληρή μάχη οι μαχητές του ΕΛΑΣ συνέλαβαν τον Βρετανό διοικητή, 50 αξιωματικούς και 500 σμηνίτες. Ωστόσο, η εντυπωσιακή αυτή επιτυχία των ανταρτών δεν τους χάρισε κάποιο τακτικό πλεονέκτημα.

Εν τω μεταξύ, στις 18 Δεκεμβρίου το 141 Τάγμα Εθνοφυλακής, με την υποστήριξη Βρετανικών τεθωρακισμένων δυνάμεων, εκδίωξε από το λόφο του Λυκαβηττού τους αντάρτες. Το γεγονός αυτό είχε τεράστια σημασία, καθώς οι Βρετανοί εγκατέστησαν στο λόφο πυροβόλα κερδίζοντας ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα στον αγώνα γύρω από το κέντρο της πόλης. Μετά την ανάκτηση του ελέγχου της λεωφόρου Συγγρού, αποφασίστηκε η έναρξη των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, ξεκινώντας πρώτα από τις ανατολικές συνοικίες της πόλης (από τη Ν. Σμύρνη μέχρι τις βόρειες παρυφές της Καισαριανής).

Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν εγκατεστημένες στις παραπάνω περιοχές, λόγω της επιτευχθείσας συνένωσης των δυνάμεων της 4ης Βρετανικής Μεραρχίας με την Ark Force, είχαν αποκοπεί και απομονωθεί από τις υπόλοιπες κομμουνιστικές δυνάμεις. Παρόλα αυτά, η Καισαριανή αποτελούσε το ισχυρότερο ίσως έρεισμα του ΕΛΑΣ, καθώς το σύνολο των κατοίκων της συνοικίας συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια των ανταρτών.

Η Επιχείρηση Ανατίναξης του Ξενοδοχείου ''Μεγάλη Βρετανία''

Καθ’ όλη την περίοδο της μάχης της Αθήνας, τα εμπειροπόλεμα συγκροτήματα του ΕΛΑΣ στην επαρχία μάταια ανέμεναν τη διαταγή καθόδου στην πρωτεύουσα προς ενίσχυση των συμμαχητών τους. Ένα από αυτά τα τμήματα ήταν το συγκρότημα «δυναμιτιστών» του Βρατσάνου. Στις 20 Δεκεμβρίου ο Βρατσάνος έλαβε μια περίεργη εντολή από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ. Σύμφωνα με αυτή έπρεπε να αποσταλεί άμεσα στην Αθήνα μια τριμελής ομάδα δυναμιτιστών για τη συμμετοχή σε ένα σπουδαίο σαμποτάζ χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις.

Ο Βρατσάνος έσπευσε στην Αθήνα με δύο δυναμιτιστές. Εκεί του ανακοινώθηκε το σχέδιο παγίδευσης με εκρηκτικά και ανατίναξης του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία». Στο εν λόγω ξενοδοχείο έδρευαν τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης, το Βρετανικό επιτελείο και ο θρυλικός «Μαύρος Καβαλάρης», ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο οποίος θεωρείτο ως ο μελλοντικός Έλληνας πρωθυπουργός. Η ηγεσία του ΕΛΑΣ θεωρούσε δικαίως ότι η εξολόθρευσή τους θα επέφερε σημαντικό χτύπημα στον εχθρό και θα ανύψωνε το πεσμένο ηθικό των δοκιμαζόμενων ανταρτών.

Ωστόσο, στο ίδιο ξενοδοχείο στεγάζονταν και οι περισσότερες διπλωματικές αντιπροσωπίες (μεταξύ των οποίων η Αμερικανική και η Σοβιετική). Ο θάνατος των διπλωματών πιθανότατα θα προκαλούσε αλυσιδωτές αντιδράσεις τις οποίες το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ θα αδυνατούσαν να ελέγξουν. Κατά την εκπόνηση του σχεδίου επιλέχθηκε μια διαδρομή μέσα από το δίκτυο των υπονόμων. Ξεκινούσε πίσω από το Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, περνούσε κάτω από την πλατεία Ομονοίας και κατέληγε στο Σύνταγμα μέσω της οδού Πανεπιστημίου.

Στις 21:00 της 24ης Δεκεμβρίου, οι τρεις δυναμιτιστές, επικεφαλής 80 ανταρτών, άρχισαν τη μεταφορά των εκρηκτικών, των πυροδοτικών μηχανισμών και των καλωδίων πυροδότησης. Μέχρι τις 07:00 της επομένης, ανήμερα τα Χριστούγεννα, τα εκρηκτικά είχαν τοποθετηθεί. Απέμεναν ο τελικός έλεγχος της συνδεσμολογίας και η πολυπόθητη διαταγή. Στο μεταξύ, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας έφθασε στο αεροδρόμιο των Μεγάρων ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν.

Ο ισχυρός άνδρας της Βρετανίας θα προσπαθούσε να βρει λύση για το Ελληνικό πρόβλημα αλλά και να αντιμετωπίσει τις ενδοβρετανικές διενέξεις που είχαν προκληθεί από τη συμμετοχή Βρετανικών δυνάμεων στον Ελληνικό εμφύλιο. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ Αθήνας πλαισιωμένες από στελέχη της ΚΟΑ με επικεφαλής στον Σπύρο Καλοδίκη, έκαναν μια άλλη τολμηρή επιχείρηση.

Έχοντας στα χέρια τους το γενικό σχεδιάγραμμα των υπονόμων της Αθήνας, έπειτα από πορεία 12 ωρών μέσα στα βρώμικα νερά των οχετών, με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, κατόρθωσαν να κουβαλήσουν κάτω από την πλατεία Συντάγματος, ακριβώς στο ξενοδοχείο της "Μεγάλης Βρετανίας", όπου ήταν η έδρα της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, του "Κράτους Παπανδρέου", περίπου έναν τόνο εκρηκτικής ύλης, τροτύλης και με ηλεκτρικό σύρμα συνέδεσαν την τροτύλη με ειδικό ηλεκτρικό μηχάνημα ανατίναξης. Η προετοιμασία της επιχείρησης αυτής είχε αρχίσει.



Προηγούμενα είχαν παρθεί από το Δήμο της Αθήνας οι σχετικοί χάρτες των υπονόμων της Αθήνας. Μελετήθηκαν από ειδικούς. Ο ένας μηχανικός, ειδικευμένος στους υπονόμους του Βελγίου και ο άλλος υπολοχαγός Μηχανικού, ειδικευμένος στα εκρηκτικά, κατάστρωσαν τα σχέδια για την είσοδό στους υπονόμους της Αθήνας και καθόρισαν το σημείο των υπονόμων από όπου θα γίνει η είσοδος. Έγιναν από τους ειδικούς οι σχετικές προετοιμασίες μέσα στους υπονόμους, αφού οι υπόνομοι δεν ήσαν σε ευθεία γραμμή. Αλλού ήταν ανήφορος και αλλού κατήφορος, οπότε χρειάστηκε να τοποθετηθούν σκάλες κλπ.

Όλα είχαν ετοιμαστεί. Στις 22 / 12 / 1944, τελικά, αποφασίστηκε να μπούνε μέσα στον υπόνομο 150 περίπου άνδρες του ΕΛΑΣ και άλλα στελέχη του Κόμματος, με στόχο και κατεύθυνση το ξενοδοχείο της "Μεγάλης Βρετανίας", μεταφέροντας από τον υπόνομο που δέχεται τα βρόχινα νερά και τις βρωμιές της τότε Αθήνας, έναν τόνο περίπου εκρηκτικής ύλης, τροτύλης. Η επιχείρηση ξεκίνησε από το Μεταξουργείο. Ο υπόνομος δεν ήταν αυτός που δέχεται τις ακαθαρσίες, αλλά τα βρόχινα νερά και η κάθοδος έγινε με σιδερένια και όχι ξύλινη σκάλα. Η ατμόσφαιρα μέσα δεν ήταν καθόλου ευχάριστη.

Μύριζε υγρασία και μούχλα. Και τα νερά, στα σημεία που ήταν φαρδύς ο υπόνομος, φτάναν ως τα γόνατα, ενώ όπου στένευε φτάναν ως το στήθος, χώρια τα τεράστια ποντίκια. Η επιχείρηση από το Μεταξουργείο δεν προχώρησε. Υπήρχε η απώλεια του μέλους του Γραφείου της Αχτίδας που σκοτώθηκε από Αγγλικό βλήμα. Είδαν κάποια μικρή μάζωξη στο σπίτι που βρισκόταν και μας έριξαν. Η καθοδήγηση της Αχτίδας κατόπιν τούτου αποφάσισε να σταματήσει η επιχείρηση και φυσικά να γίνει σε άλλο σημείο.

Πράγματι η επιχείρηση έγινε στη Λένορμαν πολύ πιο μακριά από το Μεταξουργείο. Μπήκαν όλοι οι άνδρες στον υπόνομο με προσοχή κατά ομάδες τοποθέτησαν την εκρηκτική ύλη και επέστρεψαν ύστερα από αρκετές ώρες. Αφού τέλειωσε αυτή η φάση έδωσε εντολή το Γραφείο της Αχτίδας, να μπούν 5 άτομα, για να κάνουν τον τελευταίο έλεγχο των καλωδίων. Φυσικά, οι δυσκολίες, που αντιμετώπισαν οι προηγούμενες ομάδες που κουβαλούσαν το φορτίο της εκρηκτικής ύλης στην πλάτη τους, ήταν πολύ μεγαλύτερες και οι κίνδυνοι πολύ περισσότεροι.

Ο υπόνομος δεν ήταν ευθύς είχε λακκούβες μικρές και μεγάλες που γλίστραγαν και έμπαιναν μέσα στο νερό και σε ορισμένα σημεία πάνω από τη μέση μέχρι και στο στήθος. Οι δρόμοι δεν ήταν σε ευθεία γραμμή, το επίπεδο του δρόμου άλλαζε μέχρι που δημιουργούσε μικρούς καταρράχτες και ανεβαίνανε σε σκάλες που το πρώτο συνεργείο είχε τοποθετήσει. Κίνδυνοι υπήρχαν πολλοί. Τελικά παρόλες αυτές τις δυσκολίες η επιχείρηση τέλειωσε και πέτυχε αφού ξεπέρασε σε χρόνο περίπου 12 - 15 ώρες και τελικά περιμέναμε το σύνθημα για να μπει σε ενέργεια η ηλεκτρογεννήτρια.

Το αυτοκίνητο με την ηλεκτρογεννήτρια θα έδινε στην κατάλληλη στιγμή τον σπινθήρα στα εκρηκτικά που ήταν τοποθετημένα στα θεμέλια και κάτω από τα υπόγεια της "Μεγάλης Βρετανίας". Έρχεται όμως ξαφνικά ο Σπύρος Καλοδίκης Β` Γραμματέας της ΚΟΑ με μοτοσικλέτα, και σε έξαλλη κατάσταση φώναξε τους άνδρες που χειριζόταν τη γεννήτρια. "Σταματήστε - Σβήστε τη γεννήτρια αμέσως. Σταματήστε. Η ανατίναξη δε θα γίνει. Ήρθε ο Τσώρτσιλ στη "Μεγάλη Βρετανία". Σταματήστε''. Ο Τσώρτσιλ και η συνοδεία προβλεπόταν να καταλύσουν στην παγιδευμένη «Μεγάλη Βρεταννία».

Όμως, την τελευταία στιγμή ματαιώθηκε η μετάβασή τους εκεί, καθώς κρίθηκε ότι η διαδρομή προς το κέντρο της πρωτεύουσας δεν ήταν ασφαλής. Τελικά οδηγήθηκαν στο Φάληρο, επί του θωρηκτού «Δίας». Η ηγεσία του ΕΛΑΣ, πληροφορούμενη ότι αναμένονταν προτάσεις ειρήνευσης από τον Βρετανό πρωθυπουργό, αποφάσισε την αποσύνδεση των εκρηκτικών. Την ίδια ημέρα, οι τρεις δυναμιτιστές εισήλθαν ξανά στον υπόνομο για να ελέγξουν την κατάσταση των εκρηκτικών. Κοντά στην Ομόνοια, όμως, τους εντόπισε Ελληνο-Βρετανική περίπολος, η οποία εκτόξευσε εναντίον τους χειροβομβίδες από τα φρεάτια των υπονόμων.

Λόγω των νερών και των ακαθαρσιών, η δραστικότητα των εκρήξεων περιορίστηκε δραστικά και οι δυναμιτιστές διέφυγαν. Τα εκρηκτικά, όμως, παρέμεναν στη θέση τους. Η Ελληνική κυβέρνηση και το Βρετανικό επιτελείο κάθονταν στην κυριολεξία σε «ένα καζάνι έτοιμο να σκάσει» χωρίς να το γνωρίζουν. Στις 26 Δεκεμβρίου ο Τσώρτσιλ, υπό ισχυρότατη συνοδεία, έφθασε στη Βρετανική πρεσβεία επί της οδού Βασιλίσσης Σοφίας. Εκεί ενημερώθηκε για την ανακάλυψη και την αποσύνδεση των εκρηκτικών κάτω από τη «Μεγάλη Βρεταννία». Η περίπολος που είχε εντοπίσει τους σαμποτέρ ενημέρωσε τη διοίκηση.

Οι μεθοδικοί Βρετανοί διέταξαν έρευνα, η οποία απέδωσε την ανακάλυψη των εκρηκτικών. Πάντως, οι αριστερές πηγές δεν έχουν συμφωνήσει ακόμα σχετικά με την απόπειρα ανατίναξης της «Μεγάλης Βρεταννίας», καθώς πολλές από αυτές θεωρούν ότι η επιχείρηση οργανώθηκε εκτός κομματικής γραμμής. Ο Τσώρτσιλ μετέφερε τη διάσκεψη στο υπουργείο Εξωτερικών. Σε αυτή παρίσταντο ο ίδιος, ο Ελληνας πρωθυπουργός, αντιπρόσωποι των ξένων δυνάμεων, ο Πλαστήρας, αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ και ο προεδρεύων Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός.

Ο Βρετανός πρωθυπουργός ζήτησε ουσιαστικά τη συνθηκολόγηση του ΕΛΑΣ, με προσεκτικά διατυπωμένες προτάσεις όμως, ύστερα από την υπόδειξη του Αλεξάντερ ότι η συντριβή των κομμουνιστών σε πανελλαδικό επίπεδο ήταν αδύνατη για τις διαθέσιμες Βρετανικές δυνάμεις. Η αντιπροσωπία του ΕΛΑΣ, με τη σειρά της, απαιτούσε τη συμμετοχή της Αριστεράς στην κυβέρνηση σε ποσοστό 40-50%, τη διάλυση της Χωροφυλακής, της Εθνοφυλακής, της ΙΙΙ ΕΟΤ και του Ιερού Λόχου.



Και απαιτούσε επίσης, τη δημιουργία Εθνικού Στρατού με την επιστράτευση όλων των εθελοντικών σχηματισμών, δηλαδή διοχέτευση ολόκληρου του ΕΛΑΣ στις Ένοπλες δυνάμεις, εφόσον αυτός ήταν μακράν ο μεγαλύτερος εθελοντικός σχηματισμός. Οι εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ επέμεναν στις ίδιες προτάσεις και την επομένη. Όπως ήταν φυσικό οι συζητήσεις ναυάγησαν εν μέσω ύβρεων και απειλών. Ο Τσώρτσιλ επέστρεψε στο Λονδίνο. Ο λόγος ανήκε και πάλι στα όπλα.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΩΝ 

Η Βρετανική Επίθεση

Παρά την αδυναμία εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης που θα οδηγούσε σε τερματισμό των εχθροπραξιών, τα αποτελέσματα της τριήμερης παραμονής του Τσώρτσιλ στην Αθήνα έγιναν αμέσως αισθητά. Στο πολιτικό πεδίο, σε σύσκεψη του Υπουργικού Συμβουλίου στις 30 Δεκεμβρίου 1944, ανακοινώθηκε η δήλωση του βασιλιά Γεωργίου Β’ με την οποία αποδέχονταν, υπό την απειλή της απόσυρσης των Βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, το διορισμό Αντιβασιλείας αναθέτοντας το καθήκον αυτό στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό.

Επιπρόσθετα, γεγονός πιο σημαντικό, ο Έλληνας βασιλιάς δήλωνε ότι θα επέστρεφε στη χώρα ύστερα από τη διεξαγωγή ελεύθερου δημοψηφίσματος που θα του το επέτρεπε. Παραμεριζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο το πολιτικό πρόβλημα της παλινόρθωσης της Βασιλείας, το οποίο είχε αποτελέσει το κύριο σημείο διαίρεσης του πολιτικού κόσμου κατά την Κατοχή και άνοιγε ο δρόμος για ευρύτερες πολιτικές λύσεις. Πράγματι, ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου υπέβαλε και τυπικά την παραίτηση της κυβέρνησής του προκειμένου να σχηματιστεί μία «μη πολιτική» κυβέρνηση, πάλι κατά σύσταση των Βρετανών, μια κυβέρνηση δηλαδή χωρίς κομματικό χρωματισμό.

Η ορκωμοσία και η ανάληψη των καθηκόντων του αντιβασιλέα πραγματοποιήθηκαν στις 31 Δεκεμβρίου, ενώ η νέα κυβέρνηση υπό την προεδρία του ακραιφνούς αντιβασιλικού στρατηγού Πλαστήρα σχηματίσθηκε και ορκίστηκε στις 2 Ιανουαρίου 1945. Οι υπουργοί της με εξαίρεση τον Ιωάννη Σοφιανόπουλο, που ανέλαβε υπουργός Εξωτερικών, προέρχονταν από το χώρο των συντηρητικών κεντρώων.

Στο στρατιωτικό πεδίο λήφθηκε η απόφαση για δυναμική επίθεση των Βρετανών και συντριβή των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, προτού αυτός αποδεχθεί μέτρα ικανοποιητικά είτε για τους Βρετανούς είτε για τους Έλληνες πολιτικούς. ή γενική επίθεση κατά του ΕΛΑΣ ξεκίνησε αμέσως την επόμενη ημέρα από τη σύσκεψη στο υπουργείο εξωτερικών (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα το οποίο απαιτήθηκε για τη διεξαγωγή στην Αθήνα των συζητήσεων για την εξεύρεση λύσης στο Ελληνικό ζήτημα οι επιχειρήσεις εντός και γύρω από την πρωτεύουσα είχαν διακοπεί).

Τα Βρετανικά στρατεύματα, που στο μεταξύ είχαν φτάσει τις 60.000 ανδρών, κινήθηκαν από τη βάση τους στο Φάληρο προς τον βορρά. παράλληλα, η Τρίτη Ελληνική ορεινή Ταξιαρχία επιτέθηκε από τους στρατώνες της στο Γουδή προς τα νότια. Επρόκειτο για την τρίτη και τελευταία φάση των επιχειρήσεων από τις 28 Δεκεμβρίου έως τις 4 Ιανουαρίου, οπότε και η επιθετική πρωτοβουλία μετατοπίστηκε διαδοχικά από τον ΕΛΑΣ στις Βρετανικές και τις κυβερνητικές δυνάμεις. οι τελευταίες είχαν συντριπτική υπεροχή σε αριθμητική δύναμη και σε οπλισμό και ήταν σε θέση να ενεργούν μαζικές επιθέσεις.

Επιβιώνοντας στην Αθήνα των Δεκεμβριανών

Χαοτική και με πολλές παράλληλες εστίες, η μάχη της Αθήνας είχε επεκταθεί έως το τέλος Δεκεμβρίου 1944 σε ολόκληρη την πόλη και τον Πειραιά. Οι συγκρούσεις εκτείνονταν από την Καισαριανή έως το περιστέρι, από τις Τζιτζιφιές έως τους Αμπελοκήπους, από το Πολύγωνο έως του Ψυρρή, από τη νέα Σμύρνη έως το Μοσχάτο, από το Μεταξουργείο έως τα Πετράλωνα και στα αεροδρόμια του Τατοΐου και της Ελευσίνας. Αλλά και στο κέντρο, στην Ομόνοια, στην πλατεία Βάθης, στην οδό Πατησίων, στα Εξάρχεια και τη Νεάπολη, διεξάγονταν μάχες.

Στρατηγικά σημεία και κτίρια καταλαμβάνονταν και ανακαταλαμβάνονταν, στήνονταν πολυβολεία και κατασκευάζονταν πρόχειρες οχυρώσεις. Σε όλη την πόλη έχασκαν κατεστραμμένα κτίρια. ειδικοί δυναμιτιστές του ΕΛΑΣ ανατίνασσαν σπίτια, κατά προτίμηση σε γωνίες δρόμων, και έπαιρναν τα υλικά τους για να τα χρησιμοποιήσουν στην κατασκευή οδοφραγμάτων. Βρετανικά αεροπλάνα πολυβολούσαν τις συνοικίες που ελέγχονταν από τον ΕΛΑΣ, ενώ τα πυροβολεία που είχαν στηθεί στους λόφους του Λυκαβηττού και της Ακρόπολης σφυροκοπούσαν τις θέσεις του αντιπάλου.

Τα πλοία του Βρετανικού στόλου από το Φάληρο και τον Πειραιά έβαλλαν και αυτά κατά των συνοικιών. Η εικόνα της καταστροφής συμπληρωνόταν από εκκωφαντικούς ήχους, βολές των Βρετανικών πυροβόλων και αυτών του ΕΛΑΣ, ο βόμβος των Βρετανικών αεροπλάνων που πετούσαν χαμηλά και έριχναν ρουκέτες, ο κρότος των βομβών που εκρήγνυντο ο κροταλισμός των αυτόματων όπλων, οι ξεροί και ξαφνικοί ήχοι των όλμων. Από άκρη σε άκρη η πόλη είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης. «Αλλά τι μάχες; Ολα είναι ανακατεμένα. Μέτωπο δεν υπάρχει, κάθε σπίτι χωριστά, κάθε κτίριο μπορεί να αποτελεί ένα μέτωπο.

Κανείς δεν κυκλοφορεί στους δρόμους. Στα ρουθούνια φτάνει η χαρακτηριστική μυρωδιά του μπαρουτιού, μαζί με σκόνη από διαλυμένους σοβάδες». Η ένταση των συγκρούσεων ήταν μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της ημέρας και χαλάρωνε αισθητά τη νύκτα. Μία άτυπη ανακωχή ίσχυε από τις 12:00 έως τις 14:00 το μεσημέρι, οπότε η κίνηση του πληθυσμού ήταν ελεύθερη. Αυτό διευκόλυνε την επικοινωνία μεταξύ εχθρών και φίλων, την εξοικονόμηση λίγων τροφίμων και ιδιαίτερα άρτου, αλλά συγχρόνως επέτρεπε και την εκατέρωθεν κατασκοπεία.



«Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε κανείς εκτός από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι τις δύο, οπότε με κάποια σιωπηρή συναίνεση ανάμεσα στα δύο μέρη επιτρέπεται η κυκλοφορία. Τότε πολλοί κάθε ηλικίας, μοναχικοί ή σε ομάδες, έβγαιναν από τις κρυψώνες τους και γύρευαν να απομακρυνθούν. Αγχωμένοι και αναστατωμένοι έπιαναν συζητήσεις με τους φρουρούς που φύλαγαν στις γωνιές των δρόμων και δεν τους άφηναν να περάσουν στις περιοχές των αντιπάλων. Μερικές φορές όμως οι δικαιολογίες τους ήταν φαίνεται αρκετά πειστικές και έπαιρναν την άδεια να περάσουν».

Εκτός από τους άμεσους κινδύνους της μάχης, οι κάτοικοι της Αθήνας αντιμετώπιζαν οξύ επισιτιστικό πρόβλημα. Η περιοχή της πρωτεύουσας ήταν χωρίς θέρμανση και ηλεκτρισμό από τις 5 Δεκεμβρίου και χωρίς ύδρευση από τις 11 Δεκεμβρίου και για περίπου 5 εβδομάδες. Όσες προμήθειες υπήρχαν στην αρχή των ταραχών εξαφανίστηκαν στη συνέχεια και ο πληθυσμός πρακτικά δεν έβρισκε κανέναν τρόπο να εφοδιαστεί εξαιτίας των μαχών, της διακοπής όλων των επικοινωνιών και των περιορισμών που επιβάλλονταν στην κυκλοφορία των πολιτών.

Έκθεση της Βρετανικής Επιτροπής Περιθάλψεως (Military Liaison – ML) για την εβδομάδα 1 - 7 Δεκεμβρίου 1944 ανέφερε: «Η διανομή τροφίμων σταμάτησε. Αναμφισβήτητα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα πλησιάζει την εξάντληση από την πείνα, και άμεση δράση για την συγκρότηση συσσιτίων και δωρεάν διανομή θα πρέπει να εκπονηθεί για να αποφευχθεί η χειροτέρευση της δημόσιας υγείας και του ηθικού του πληθυσμού». Στην πραγματικότητα, οι διανομές ήταν σποραδικές και περιορίζονταν σε όσες περιοχές ελέγχονταν από τις Βρετανικές δυνάμεις.

Τα εμπορικά καταστήματα παρέμειναν κλειστά έως τις 8 Ιανουαρίου εκτός από μερικά καταστήματα τροφίμων, τα οποία ανεφοδιάζονταν από την UNRRA, τον Οργανισμό Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών, και διένειμαν με δελτίο στον πληθυσμό τη «σούπα του μπακάλη» και λιγοστά τρόφιμα. Σε όλα τα αγαθά παρουσιάστηκε κολοσσιαία αύξηση τιμών. Το ψωμί ήταν δυσεύρετο και πωλείτο προς μία χρυσή λίρα την οκά, και η κυβερνητική εφημερίδα «Ελλάς» συνιστούσε στο κοινό «να αποφεύγει να αγοράζει τρόφιμα και είδη που πωλούνται στους δρόμους σε εξωφρενικές τιμές».

Ουσιαστικά, κάποιος μπορούσε να βρει τρόφιμα στην ελεύθερη αγορά μόνο στην περιοχή του Κολωνακίου. Υπήρχαν δύο εξαιρέσεις: τα κέντρα διανομής γάλακτος και τα νοσοκομεία. Χάρη στις προσπάθειες των γυναικών εθελοντριών συνέχισαν να λειτουργούν 145 κέντρα διανομής γάλακτος στην Αθήνα και τον Πειραιά στις κυβερνητικές και Ελασοκρατούμενες περιοχές, τα οποία δέχονταν προμήθειες από την ML.

Τα νοσοκομεία και των δύο ζωνών έπαιρναν τόσο τρόφιμα όσο φάρμακα. Από τις 9 Δεκεμβρίου δόθηκαν τρόφιμα για 3 ημέρες και καύσιμος ύλη σε 11 πολιτικά και στρατιωτικά νοσοκομεία και στα νοσοκομεία του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και τον Πειραιά υπό την αίρεση της Επιτροπής που ήλεγχε τη διανομή. Ανάλογη διανομή έγινε και στις 13 Δεκεμβρίου. Σε ό,τι αφορά τα φάρμακα, οι Βρετανικές αρχές συμφώνησαν εξ αρχής ότι όλα τα νοσοκομεία, πολιτικά και στρατιωτικά, κυβερνητικά ή των Ελασιτών, θα εφοδιάζονταν.

Ωστόσο, ο ΕΛΑΣ δήλωσε ότι δεν μπορούσε να αποκαλύψει για στρατιωτικούς λόγους ούτε τις διευθύνσεις ούτε τον αριθμό των τραυματισμένων που έβρισκαν φροντίδα στα προσωρινά νοσοκομεία του. Κατά συνέπεια, αποφασίστηκε ότι τα φάρμακα τα οποία προέρχονταν από τις αποθήκες της ML θα διανέμονταν αποκλειστικά στα νοσοκομεία τα οποία έδιναν τη διεύθυνση και το δυναμικό τους, αν και ο Ελβετικός Ερυθρός Σταυρός και η Επιτροπή είχαν τη διακριτική ευχέρεια να εφοδιάζουν τα Ελασίτικα νοσοκομεία με τα φάρμακα των οποίων είχαν τη διαχείριση.

Παρά τις προσπάθειες, οι ελλείψεις σε φαρμακευτικό και υγειονομικό υλικό ήταν σημαντικότατες. Στις περιοχές της Αθήνας και τον Πειραιά που ήλεγχε ο ΕΛΑΣ, κύριο ρόλο στις διανομές διαδραμάτισε η Παναθηναϊκή και η Παμπειραϊκή Επιτροπή με τις κατά τόπους Λαϊκές Επιτροπές των συνοικιών. Για να αντιμετωπιστεί το οξύ πρόβλημα της διατροφής του πληθυσμού πραγματοποιήθηκαν μικρής κλίμακας διανομές τροφίμων από τον Ερυθρό Σταυρό, κατασχέθηκαν αποθήκες τροφίμων όπως οι αποθήκες Κοδρατζή και τα ψυγεία Φιξ, ενώ είχε οργανωθεί και ο εφοδιασμός των τμημάτων του ΕΛΑΣ που έρχονταν στην Αθήνα.

Τα εφόδια που συγκεντρώνονταν και στέλνονταν από τις επαρχίες είναι αμφίβολο αν έφτασαν στον προορισμό τους. Η δύσκολη επισιτιστική κατάσταση ίσχυσε τις πρώτες δύο εβδομάδες των συγκρούσεων και για το Βρετανικό στρατό, καθώς εξαιτίας των επιχειρήσεων κανένα πλοίο δεν μπορούσε να ξεφορτώσει εφόδια στο λιμάνι του Πειραιά. Όπως αναφέρει ο Τσώρτσιλ στα «Απομνημονεύματά» του, όταν έφτασε στην Αθήνα είχαν απομείνει στις Βρετανικές μονάδες τρόφιμα για έξι ημέρες και εφόδια για τρεις.

Ο πληθυσμός έμενε κλεισμένος στα σπίτια του εκτός από λίγους που κυκλοφορούσαν με πολλές προφυλάξεις λόγω του κινδύνου των ελεύθερων σκοπευτών, οι οποίοι έβαλλαν από τις στέγες και από τον κίνδυνο των όλμων, τα βλήματα των οποίων ρίπτονταν ακανόνιστα στις πλατείες και τους κυριότερους δρόμους: «Ο χειρότερος κίνδυνος ήταν οι ελεύθεροι σκοπευτές. Είναι σαν φαντάσματα κρυμμένοι στη σκιά, πίσω από μισάνοιχτα παράθυρα, σκυμμένοι πάνω σε στέγες ή παραφυλώντας μέσα από εγκαταλελειμμένα σπίτια. Δεν ξέρεις πότε ποια ώρα θα χτυπήσουν και αν η σφαίρα έρχεται από δίπλα ή από μακριά».



Πολλοί ήταν εκείνοι που βρέθηκαν σε διασταυρούμενα πυρά στο μέσον σκληρών συγκρούσεων. Τα θύματα ανάμεσα στους αμάχους ήταν πολλά. Καθώς δεν ήταν δυνατή η ταφή στα συνήθη νεκροταφεία, οι νεκροί θάβονταν σε ομαδικούς τάφους, οι οποίοι ανοίγονταν στον Εθνικό Κήπο ή σε άλλους ιδιωτικούς κήπους. Τα όρια ανάμεσα στους ενόπλους και τους αμάχους, τους Ελασίτες και τους άνδρες της Εθνοφυλακής ήταν δυσδιάκριτα ακόμα και για τους ίδιους τους εμπόλεμους. Εκ μέρους του ΕΛΑΣ η μάχη δόθηκε ουσιαστικά από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αθήνας και του Πειραιά, τα μέλη του οποίου αναγνωρίζονταν από περιβραχιόνια.

Οι τακτικές μονάδες του ΕΛΑΣ που θα αναγνωρίζονταν ευκολότερα ενεπλάκησαν στη σύγκρουση σε μικρότερο βαθμό. Τους μαχητές του ΕΛΑΣ υποστήριζε ένας μεγάλος αριθμός μελών του ΕΑΜ και οργανώσεων. Από την άλλη μεριά, εκτός από τους Βρετανούς, τις μονάδες της ΙΙΙ ΕΟΤ και τα τμήματα της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας που αναγνωρίζονταν ως μάχιμα από τις στολές τους, η Ελληνική κυβέρνηση συγκρότησε ένα μεγάλο αριθμό ταγμάτων Εθνοφυλακής, τα μέλη της οποίας αναγνωρίζονταν από γαλάζια περιβραχιόνια, καθώς δεν υπήρχαν αρκετές στολές για να ενδυθούν.

Στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων συμμετείχαν οργανώσεις όπως η «Χ» του συνταγματάρχη Γρίβα, που επίσης δεν φορούσαν στολές, ενώ συνέτρεξαν και μεμονωμένα άτομα. Το ζήτημα της αναγνώρισης των εμπολέμων, ποιος δηλαδή πολεμάει ενάντια σε ποιον, είναι βασικό για την κατανόηση του ζητήματος των συλλήψεων και της ομηρίας. Ύστερα από την εδραίωση του ελέγχου των Βρετανικών και των κυβερνητικών δυνάμεων, σε κάθε περιοχή πραγματοποιούνταν συλλήψεις όσων καθ’ οιονδήποτε τρόπο θεωρούνταν ύποπτοι.

Έως τον τερματισμό των μαχών οι Βρετανοί είχαν συλλάβει 15.000 αιχμαλώτους, από τους οποίους 8.000 μεταφέρθηκαν στη Μέση Ανατολή. Ο Βρετανός πρεσβευτής Λήπερ, σε αναφορά του προς το Βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών, διευκρίνιζε τα εξής: ''Στις 11 Ιανουαρίου 1945 βρίσκονταν στα χέρια των Βρετανών περίπου 5.600 Έλληνες άνδρες και 1.100 γυναίκες στην περιοχή Αθηνών, συν 8.000 στη Μέση Ανατολή. Όλοι αυτοί συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων ως μέλη δυνάμεων του ΕΛΑΣ ή ως πολίτες οπαδοί του''.

Συμπεριλαμβάνονταν όμως και ένας αριθμός ατόμων που είναι αθώοι, οι οποίοι συνελήφθησαν από Βρετανικά στρατεύματα κατά τη διάρκεια μαχών από σπίτι σε σπίτι με δυνάμεις του ΕΛΑΣ που έφεραν πολιτικά. Ένας επιπρόσθετος αριθμός συνελήφθη από την Ελληνική Αστυνομία σε οδομαχίες και για παραβίαση κανονισμών. Από την άλλη μεριά, στις συνοικίες που ήταν υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ πραγματοποιούνταν μαζικές συλλήψεις αδιακρίτως μη φιλικών προς το ΕΑΜ προσώπων, των λεγόμενων «αντιδραστικών».

Έως τα μέσα Δεκεμβρίου οι συλλήψεις αφορούσαν στρατιωτικούς αιχμαλώτους και, καθώς, όπως ήδη αναφέρθηκε, τα όρια ήταν δυσδιάκριτα, στους συλληφθέντες περιλαμβάνονταν και άμαχοι. Από τις 18 Δεκεμβρίου 1944 η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε να συλλαμβάνονται και από την πλευρά του ΕΛΑΣ άμαχοι. Η απόφαση αυτή οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις στις συνοικίες υπό τον έλεγχό του. Εκτός από όσους βαρύνονταν με κατηγορίες συνεργασίας, συνελήφθησαν στρατιωτικοί και οι οικογένειές τους, καλλιτέχνες, επιστήμονες, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι και διάφοροι άλλοι πολίτες λόγω της κοινωνικής τους θέσης.

Αυτοί συγκεντρώνονταν σε μέρη όπου λειτουργούσαν λαϊκά δικαστήρια, τα οποία απένειμαν ποινές όπως εκτέλεση ή φυλάκιση. Ανάμεσα στους εκτελεσμένους και η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη, η οποία κατηγορήθηκε για προσωπικές σχέσεις με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ι. Ράλλη. Οι απειθάρχητες και βιαστικές συλλήψεις αμάχων από τον ΕΛΑΣ αποδείχθηκαν σφάλμα αποφασιστικής σημασίας, το οποίο πλήρωσε πολλαπλά. Κατά την υποχώρησή του από την Αθήνα στις αρχές του Ιανουαρίου, ο ΕΛΑΣ πήρε μαζί του ως ομήρους όλους τους συλληφθέντες.

Καθώς δεν διέθετε μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα, τους ανάγκασε να πορευθούν πεζή σε μια τεράστια πομπή μέσα από τα χιόνια της Πάρνηθας. Οι όμηροι εξαθλιωμένοι βάδιζαν για μέρες και οι βραδυπορούντες εκτελούνταν. Κατά την ομηρία και την πομπή αυτή, που έληξε τον Φεβρουάριο, εκτελέστηκαν δύο καθηγητές του Πολυτεχνείου, ενώ γνωστοί όμηροι ήταν ο ποιητής Εμπειρίκος, ο οποίος δραπέτευσε, και ο διοικητής της Αγροτικής Τράπεζας, που απελευθερώθηκε με προσωπική εντολή του Σιάντου.

Η Μάχη στου Ψυρρή

Ύστερα από την αποκατάσταση της επικοινωνίας μεταξύ του Φαλήρου, που αποτελούσε τη βάση των Βρετανικών στρατευμάτων, και του Κέντρου μέσω της λεωφόρου Συγγρού, σειρά είχε η εκκαθάριση των περιοχών νότια από την Ομόνοια, δηλαδή η περιοχή Ηρώων (συνοικία Ψυρρή) και το νοτιοανατολικό τμήμα της πρωτεύουσας. Το έργο ανέλαβε το 5ο Τάγμα της 2ης Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών. Επρόκειτο για μια δύσκολη αποστολή, καθώς η συνοικία Ψυρρή ήταν δαιδαλώδης και «φωλέα αντιστάσεως των κομμουνιστών», ενώ στα στενά δρομάκια είχαν ανεγερθεί οδοφράγματα τα οποία δεν επέτρεπαν την ευχερή χρησιμοποίηση των αρμάτων μάχης.

Οι επιχειρήσεις διήρκεσαν από το πρωί της 27ης Δεκεμβρίου έως την επόμενη ημέρα με νικηφόρα έκβαση για τις Βρετανικές δυνάμεις. Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατήσει οριστικά το 5ο Τάγμα στο τρίγωνο το οποίο οριζόταν από τις οδούς Πειραιώς - Αθηνάς και Ερμού, στα νότια της πλατείας Ομονοίας, και να συνδεθεί πρώτο από την έναρξη των επιχειρήσεων με τα υπόλοιπα Τάγματα της Ταξιαρχίας του, τα οποία έως τότε βρίσκονταν αποκομμένα στο κέντρο των Αθηνών.



Οι Μάχες στις Ανατολικές Συνοικίες της Αθήνας

Το πρωί της 29ης Δεκεμβρίου ξεκίνησε η γενική επίθεση των Βρετανικών δυνάμεων στις ανατολικές συνοικίες ενάντια στην Ι Ταξιαρχία σε όλα τα σημεία με αυξανόμενο συνεχώς αριθμό μηχανοκινήτων. Το Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ διέταξε τη συγκράτηση των επιθέσεων, γεγονός ωστόσο που δεν κατέστη δυνατό. Η τελευταία μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στην Καισαριανή ξεκίνησε τα χαράματα της 29ης Δεκεμβρίου με σφοδρό βομβαρδισμό της συνοικίας από Πυροβολικό που βρισκόταν στο Γουδή, από τα Βρετανικά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα.

Οι αξιωματικοί του Προτύπου Τάγματος προσπάθησαν απεγνωσμένα να διατηρήσουν συγκροτημένες τις δυνάμεις του. Χωρίς να έχουν καμία δυνατότητα αντιμετώπισης μιας τέτοιας κλίμακας επιχείρησης, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ υποχωρούσαν συνεχώς, αναζητώντας σημείο στήριξης μέσα στη συνοικία.

«Παντού κανονιοβολισμοί, πυροβολισμοί, αεροπλάνα που ουρλιάζουν, που ρίχνουν μπόμπες και ρουκέτες, διαλυμένα, σκορπισμένα τμήματα Ελασιτών, διοικητές που χάνουν τα τμήματά τους, τμήματα που αναζητούν διοικητές και διαταγές. Και μαζί με αυτά ο βόγγος των τραυματισμένων, μαχητών και αμάχων, οι θρήνοι των συγγενών για τους σκοτωμένους, τα γκρεμισμένα σπίτια, ο Χάρος που παραμονεύει σε κάθε μέτρο και θερίζει συνέχεια ζωές». Η Καισαριανή υπέστη μέγιστες ζημιές και είχε πολλά θύματα.

Ένας λόχος της Ταξιαρχίας αιχμαλωτίστηκε και τα δύο πεδινά Πυροβόλα που δόθηκαν στην Ταξιαρχία σχεδόν από την αρχή του αγώνα εγκαταλείφθηκαν. Αν και μέχρι το μεσημέρι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κρατούσαν τις θέσεις τους, το απόγευμα δημιουργήθηκε ένα μεγάλο ρήγμα στην αμυντική τους γραμμή. Η διείσδυση Βρετανικών δυνάμεων στη λεωφόρο Ηλιουπόλεως και Βουλιαγμένης είχε ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό του 5ου και του 6ου Λόχου του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στο δουργούτι και τον Νέο Κόσμο και την αποκοπή του λόχου Παγκρατίου στην περιοχή του Παναθηναϊκού Σταδίου.

Σε μια απεγνωσμένη κίνηση, οι δυνάμεις αυτές κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να αποκτήσουν επαφή με Υμηττό και Βύρωνα. Τις απογευματινές ώρες διακόπηκε η σύνδεση με τον ασύρματο, με τελευταίο σήμα της Ταξιαρχίας την αίτησή της προς το Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ να συμπτυχθεί προς Λιόπεσι (Παιανία). Το αίτημα εκκένωσης των ανατολικών συνοικιών απορρίφθηκε. Το βράδυ της 29ης Δεκεμβρίου και ενώ οι συγκρούσεις είχαν κοπάσει, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη αξιωματικών του ΕΛΑΣ στην έδρα της Ι Ταξιαρχίας στη Ν. Ελβετία.

Εκεί, με συμφωνία και της τοπικής οργάνωσης, λήφθηκε η απόφαση της εκκένωσης των ανατολικών συνοικιών και της ανασύνταξης των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στην Παιανία. Σύμφωνα με την έκθεση Σιάντου για τα Δεκεμβριανά, η σύμπτυξη διατάχθηκε εξαιτίας της έλλειψης πυρομαχικών και της αθρόας διαρροής μαχητών προς τον Υμηττό. Το 34ο Τάγμα της ΙΙ Μεραρχίας, το οποίο είχε εισέλθει στην Καισαριανή, συμπτύχθηκε και αυτό κανονικά χωρίς απώλειες και χωρίς να λάβει μέρος στην άμυνα των ανατολικών συνοικιών.

Στις 00:00 τα μεσάνυχτα συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία της Ν. Ελβετίας όλες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, μέλη πολιτικών οργανώσεων του ΕΑΜ και κάτοικοι. Ακολούθησε πολύωρη πορεία μέσα από μονοπάτια του Υμηττού προς την κορυφή του και στη συνέχεια η κάθοδος προς την Παιανία. Το πρωί της 30ής Δεκέμβρη, το Α΄ Σ.Σ. ενημερώθηκε για την άφιξη 750 ανδρών της Ι Ταξιαρχίας και του Τάγματος του Κρόνου στην Παιανία. Λίγες ώρες αργότερα, το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, το Α΄ Σ.Σ. διέταξε την Ι Ταξιαρχία να συγκροτήσει μικρά αποσπάσματα για να εισέλθουν εκ νέου στις ανατολικές συνοικίες.

Τελικά, στις 2 Ιανουαρίου 1945, περίπου 150 άνδρες του ΕΛΑΣ, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, διατάχθηκαν να εισέλθουν στην Καισαριανή, μέσω Υμηττού, για αντιπερισπασμό. Η επιχείρηση απέτυχε, καθώς η περιοχή φυλασσόταν από ισχυρές εχθρικές δυνάμεις και 30 περίπου άρματα μάχης που είχαν εγκατασταθεί στις συνοικίες Καισαριανή και Υμηττός. Η πτώση των ανατολικών συνοικιών επιτάχυνε τις εξελίξεις που οδήγησαν στην ήττα του ΕΛΑΣ στη μάχη της Αθήνας.

Η προώθηση του αντιπάλου στο αριστερό άκρο της γραμμής άμυνας του ΕΛΑΣ, Αμπελόκηποι - Γηροκομείο Αθηνών, έθετε σε κίνδυνο τις δυνάμεις του που εξακολουθούσαν να μάχονται στην περιοχή Εξαρχείων - Γκύζη - Προσφυγικών λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ανά πάσα στιγμή οι δυνάμεις αυτές μπορούσαν να κυκλωθούν και να αποκοπούν από το κύριο σώμα του ΕΛΑΣ, που είχε υποχωρήσει και ανασυνταχθεί στα βόρεια προάστια, προσπαθώντας να διατηρήσει ανοιχτή τη μοναδική δίοδο εξόδου από το Λεκανοπέδιο (Ν. Φιλαδέλφεια - Ν. Λιόσια - Καματερό).

Την 30ή και την 31η Δεκεμβρίου η κατάσταση για το ΕΛΑΣ κατέστη περισσότερο δυσχερής. Οι αποτυχίες και οι καταστροφές των τμημάτων του διαδέχονταν η μία την άλλη και συνεχίστηκε η ολοκληρωτική εκκαθάριση της Καισαριανής των συνοικιών λόφος Συγγρού και Παγκράτι. Την ίδια ημέρα έφτασαν από την Ιταλία τα Πυροβόλα του Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας, η οποία ενισχύθηκε κατόπιν διαταγής του Βρετανικού Στρατηγείου με τη συγκροτηθείσα 4η Ταξιαρχία Εθνοφυλακής και αποτέλεσε το «Συγκρότημα Ρίμινι», το οποίο υπήχθη στη 12η Βρετανική Ταξιαρχία.



Τελειώνοντας ο Δεκέμβριος, σύμφωνα με την έκθεση του στρατάρχη Αλεξάντερ, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα δεν ήταν παρά «δύο κεχωρισμέναι ομάδες εις τα Βόρεια Προάστια της πόλεως και μερικά κατάλοιπα εις τα νοτιοανατολικά περίχωρα». Πράγματι, μέσα σε τρεις ημέρες, όλο το νότιο μέρος της πόλης, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του Πειραιά είχαν εκκαθαριστεί από τους στρατιώτες του ΕΛΑΣ. Η προέλαση των Βρετανών θα ήταν ακόμα γρηγορότερη αν παρακάμπτονταν κάποιες «διπλωματικές ευαισθησίες».

Όπως δήλωνε ο ανώτατος αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου Αλεξάντερ στον ιδιαίτερο γραμματέα του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών Πήρσον Νίξον: «Θα είχαμε προχωρήσει γρηγορότερα αν εισβάλλαμε στους δρόμους με τανκς και ''Ροττερνατμοποιούσαμε'' ολόκληρα τετράγωνα με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, όπως πιθανότατα θα έκαναν οι Γερμανοί ή οι Ρώσοι σε ανάλογες περιπτώσεις. Πέρα όμως από τα άλλα μειονεκτήματα μιας τέτοιας πολιτικής, οι στρατιώτες θα αρνιόνταν να την εκτελέσουν».

Από την άλλη μεριά, κύριος στόχος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ εξακολουθούσε να παραμένει η συγκράτηση του εχθρού πάση θυσία μέχρι να φτάσουν νέες ενισχύσεις. Αποφάσισε, λοιπόν, να αντιμετωπίσει την κατάσταση με άμυνα μέχρις εσχάτων και αφετέρου να διαφυλάξει πάση θυσία ζώνη ασφαλείας, η οποία περιλάμβανε τις τοποθεσίες Καματερό - Άνω Λιόσια - Μενίδι - Νέα Φιλαδέλφεια για να υποδεχθεί από εκεί τις ενισχύσεις. Ο ΕΛΑΣ, ωστόσο, παρά τις προσπάθειες των μαχητών του, δεν διέθετε την πειθαρχία και κυρίως τη στρατιωτική δύναμη και τον εξοπλισμό των επιτιθέμενων.

Μετά την κατάληψη των ανατολικών συνοικιών, διενεργήθηκαν την 1η Ιανουαρίου 1945 προπαρασκευαστικές κινήσεις των Βρετανικών δυνάμεων με μεγάλες μάζες μηχανοκινήτων. Η επίθεση κατευθύνθηκε προς την περιοχή του Γηροκομείου και τους Αμπελoκήπους, ενώ επιθετικές ενέργειες έγιναν και προς την περιοχή της Καλογρέζας και της Νέας Ιωνίας. Η ημέρα συνεχίστηκε με σφοδρές μάχες στη Δραπετσώνα και τον Πειραιά, καθώς και με συνεχή βομβαρδισμό του υψώματος Καραβά από τα Αγγλικά αεροπλάνα.

Στις 2 Ιανουαρίου οι Βρετανοί κατέλαβαν το Γηροκομείο, που όμως με αντεπίθεσή του το ανακατέλαβε ο ΕΛΑΣ, ενώ αργότερα πάρθηκε και πάλι από τους Άγγλους. διενεργήθηκαν νυχτερινές επιθέσεις του ΕΛΑΣ στο κέντρο της Αθήνας, που συνάντησαν ισχυρή αντίσταση. δόθηκαν σκληρές μάχες και στον Πειραιά και την Κοκκινιά και ο ΕΛΑΣ δέχθηκε πίεση στη Δραπετσώνα, στον Καραβά και τη συνοικία Ευγένεια.

Η Μάχη στα Εξάρχεια

Στις 2 Ιανουαρίου άρχισε η Βρετανική επίθεση με την 23η Τεθωρακισμένη Μεραρχία στις συνοικίες δυτικά του Λυκαβηττού, στη Νεάπολη και τα Εξάρχεια. Στην περιοχή βρισκόταν Τάγμα του ΕΛΑΣ με ισχυρά κατεχόμενα τα κτίρια του Πολυτεχνείου, το επί της οδού Κωλέττη και Μπενάκη οίκημα της Τηλεφωνικής Εταιρείας, την Κλινική Σμπαρούνη επί της οδού Χαριλάου Τρικούπη και το τετράγωνο επί των οδών Χαριλάου Τρικούπη, Διδότου, Μαυρομιχάλη και Ναυαρίνου απέναντι ακριβώς από το Χημείο, το οποίο κατείχαν δυνάμεις της οργάνωσης «Χ».

Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο αγώνας για την κατάληψη της Κλινικής Σμπαρούνη. Οι Βρετανοί επιτέθηκαν με πεζοπόρα τμήματα που υποστηρίζονταν από άρματα μάχης. Στο πλευρό τους συμμετείχε και το 154ο Τάγμα Εθνοφυλακής. Ο αγώνας υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός και απαιτήθηκε η χρησιμοποίηση τριών αρμάτων μάχης για να εισβάλουν στην ισχυρά κατεχόμενη πολυκατοικία των οδών Ναυαρίνου και Μαυρομιχάλη.

Βρετανικά τμήματα τα οποία κινήθηκαν από την περιοχή Αγίου Νικολάου (Πευκάκια) έφτασαν από τις οδούς Διδότου και Αραχώβης στην πλατεία Εξαρχείων. Η κίνηση αυτή του τάγματος είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή του τμήματος του ΕΛΑΣ, το οποίο κατείχε την επί της οδού Διδότου, μεταξύ των οδών Μαυρομιχάλη και Χαριλάου Τρικούπη, πολυκατοικία, το οποίο παρά ταύτα εξακολούθησε με φανατισμό να μάχεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.

Το μεσημέρι δύο Βρετανικοί λόχοι με την υποστήριξη τεσσάρων αρμάτων πέτυχαν να καταλάβουν το χώρο του Πολυτεχνείου. Η αντίσταση των Ελασιτών, παρόλο που ήταν ασυντόνιστη, υπήρξε αποφασιστική και επίμονη. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ στην περιοχή ήταν βαριές ώστε η Φοιτητική διλοχία «Λόρδος Μπάυρον» που αγωνιζόταν στην περιοχή να αποδεκατισθεί.



Η Υποχώρηση

Στις 3 Ιανουαρίου οι θέσεις του ΕΛΑΣ σε όλη την Αθήνα δέχθηκαν σφοδρές επιθέσεις της Αεροπορίας. Βρετανικές δυνάμεις κατέλαβαν τα Τουρκοβούνια και το Ψυχικό και προχώρησαν στου Γκύζη. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ συμπτύχθηκαν στην Καλογρέζα, στις Φυλακές Αβέρωφ και στο Γαλάτσι. Και στον Πειραιά η κατάσταση ήταν δραματική για τον ΕΛΑΣ. Η νυχτερινή επίθεση του ΕΛΑΣ για την ανακατάληψη των Τουρκοβουνίων και του Ψυχικού δεν είχε αποτέλεσμα, καθώς οι θέσεις των Βρετανών ενισχύθηκαν από τεθωρακισμένα.

Υπό το βάρος των εξελίξεων η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ κατάλαβε ότι οι δυνάμεις της δεν μπορούσαν να κρατήσουν την πόλη. Στις 23:50 τη νύχτα της 4ης - 5ης Ιανουαρίου 1945 το Α' Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ εξέδωσε διαταγή προς όλες τις μονάδες να συμπτυχθούν προς Κουκουβάουνες, Βαρυμπόμπη και Μενίδι. Η ΙΙ Μεραρχία συνεπτύχθη στη γραμμή της Κηφισιάς.

Ο Πειραιάς, που είχε αποκοπεί από κάθε σύνδεσμο και με το Σώμα Στρατού και με την Κ.Ε. του ΕΛΑΣ, αναγκάστηκε ύστερα από ισχυρή πίεση να πάρει την απόφαση της σύμπτυξης προς Σκαραμαγκά, Ελευσίνα, Κάζα για Θήβα. Έως τις 6 Ιανουαρίου και οι τελευταίες μονάδες του ΕΛΑΣ είχαν φύγει από την πρωτεύουσα. Η βαθμιαία υποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ συνεχίστηκε πέραν του Λεκανοπεδίου και προς τη Στερεά.

Η επιχείρηση απαγκίστρωσης του ΕΛΑΣ πραγματοποιήθηκε σχετικά οργανωμένα. Επρόκειτο για μία δύσκολη επιχείρηση. Γιατί ενώ οι Βρετανικές δυνάμεις δρούσαν με άφθονα μηχανοκίνητα σαν τανάλια στα δύο πλευρά της παράταξης του ΕΛΑΣ (Καλογρέζα και Περιστέρι), το μέτωπο μέσα στην πόλη έφτανε έως την Ομόνοια. Τον μάχιμο ΕΛΑΣ ακολούθησε πλήθος λαού της Αθήνας και του Πειραιά, που υποχωρώντας έφτασε ως τη Θεσσαλία, ενώ οι βασικοί μηχανισμοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ μεταφέρθηκαν στα Τρίκαλα.

Η Υπογραφή της Ανακωχής και η Στρατιωτική Λήξη της Σύγκρουσης

Στις 11 Ιανουαρίου 1945, ύστερα από δύο ημέρες διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε εκπροσώπους της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ και στο Στρατηγείο του 3ου Βρετανικού Σώματος Στρατού, υπογράφηκε η κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ των Βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα και του ΕΛΑΣ. Η ανακωχή, η οποία αφορούσε καθαρά στρατιωτικά ζητήματα, θα άρχιζε από τη 01:00 της 15ης Ιανουαρίου 1945. Τα Βρετανικά στρατεύματα θα έπαυαν πυρ και θα ανέμεναν να αποσυρθούν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ βόρεια και νότια της πόλης των Αθηνών.

Τη συμφωνία υπέγραψαν ο Σκόμπυ για τους Βρετανούς και οι Παρτσαλίδης, Ζεύγος, Αθηνέλλης και Μακρίδης για τον ΕΛΑΣ. ως γραμμή υποχώρησης του ΕΛΑΣ βόρεια της Αθήνας καθορίστηκε η περιοχή η οποία οριζόταν από την οδό Ιτέα - Αμφισσα - Λαμία - Δομοκός - Φάρσαλα και νότια της πρωτεύουσας η γραμμή Πύργου - Αργους. Λεπτομερέστατες ρυθμίσεις όριζαν την απόσταση απομάκρυνσης του ΕΛΑΣ από τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα και από τις νησιωτικές περιοχές.

Η εκκένωση των περιοχών έπρεπε να πραγματοποιηθεί έως τις 18 Ιανουαρίου 1945 (με εξαίρεση τα νησιά, οπότε ως ημερομηνία εκκένωσης δόθηκε η 24η Ιανουαρίου). Μέχρι την ημέρα έναρξης της ανακωχής, συνεχίστηκε η προέλαση των Βρετανικών τμημάτων, τα οποία εξακολουθούσαν να ενεργούν διάφορες επιχειρήσεις σε διάφορα σημεία της Ελλάδας χωρίς να συναντήσουν σοβαρές αντιστάσεις.

Από τη 15η Ιανουαρίου και μετά, όλες ανεξαρτήτως οι Βρετανικές δυνάμεις διατάχθηκαν και ανέκοψαν την κίνησή τους, ενώ παράλληλα άρχισαν η υποχώρηση του ΕΛΑΣ πέρα από τη διαχωριστική γραμμή και η εκκένωση όσων πόλεων και χωριών προβλέπονταν από τη συμφωνία της ανακωχής. Παράλληλα, η Ελληνική κυβέρνηση εξακολούθησε την οργάνωση της Εθνοφυλακής με Βρετανικά όπλα και υλικό. Έως τις 10 Ιανουαρίου είχαν συγκροτηθεί 36 Τάγματα Εθνοφυλακής.

Η αλλαγή φρουράς σηματοδοτείτο από τη σταδιακή προώθηση των δυνάμεων της Εθνοφυλακής. Μετά την εκκαθάριση της περιοχής Αθηνών - Πειραιώς από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, η Εθνοφυλακή κατέλαβε αμυντικές θέσεις στην περίμετρο έξω από την πόλη των Αθηνών και χρησιμοποιήθηκε για την εσωτερική ασφάλεια. Μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, Τάγματα Εθνοφυλακής προωθήθηκαν στις περιοχές που ήλεγχαν οι Βρετανικές και οι κυβερνητικές δυνάμεις, όπως στην Αττική, στη Θήβα και τη Θεσσαλονίκη, εκτελώντας μαζί με τις Βρετανικές δυνάμεις αστυνομικά καθήκοντα.

Στις 17 Ιανουαρίου έφτασε στην Αθήνα ο ανώτατος αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου, αρχιστράτηγος Αλεξάντερ για να παρακολουθήσει την εφαρμογή των όρων της συνθηκολόγησης και να διαμορφώσει προσωπική άποψη για την κατάσταση στην Ελλάδα. Την αμέσως επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 18 Ιανουαρίου, ακολούθησαν η κατάργηση της Στρατιωτικής διοίκησης Αττικής και η συγκρότηση των Στρατιωτικών διοικήσεων Αθηνών και Πειραιώς και της Ι και ΙΙ Μεραρχίας Εθνοφυλακής.



Η Συμφωνία της Βάρκιζας και η Πολιτική Λύση των Δεκεμβριανών

Οι συνεννοήσεις πολιτικού περιεχομένου του ΕΛΑΣ με την κυβέρνηση άρχισαν στις 20 Ιανουαρίου 1945. Την ίδια ημέρα ανακοινώθηκε ότι η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ αναγνώριζε τις Συμβάσεις της Γενεύης και τους κανόνες για τους αιχμαλώτους πολέμου, αποδεχόταν όλα τα μέσα ελέγχου και έδινε πλήρη ελευθερία δράσης στους εκπροσώπους του Ερυθρού Σταυρού για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Από τις 25 Ιανουαρίου άρχισε η ανταλλαγή αιχμαλώτων ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τους Βρετανούς.

Ακολούθησε στις 22 Ιανουαρίου διορισμός αντιπροσώπων του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ για την επίτευξη συμφωνίας για την επίλυση όλων των εκκρεμών ζητημάτων και την οριστική διευθέτηση της ελληνικής κρίσης. Η πρώτη επίσημη συνάντηση της αντιπροσωπίας της ελληνικής κυβέρνησης και του ΚΚΕ έλαβε χώρα τη νύκτα της 2ης Φεβρουαρίου 1945. 10 ημέρες αργότερα, στις 4:30 το πρωί της 12ης Φεβρουαρίου 1945, μία ημέρα μετά τη συνδιάσκεψη της Γιάλτας, οι αντιπροσωπίες κατέληξαν σε οριστική συμφωνία και υπέγραψαν παρουσία του Βρετανού μόνιμου υπουργού Μέσης Ανατολής Μακ Μίλλαν και του Βρετανού πρεσβευτή στην Αθήνα Λήπερ πρωτόκολλο συμφωνίας, η οποία έμεινε γνωστή ως Συμφωνία της Βάρκιζας.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου Συμφωνίας διά Στρατιωτικά Ζητήματα, το οποίο υπογράφηκε μαζί με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, ο έλεγχος κάθε περιοχής, η οποία κατέχεται ήδη από τον ΕΛΑΣ, και η ασφάλειά της περιέρχονται διαδοχικά στα Τμήματα Εθνοφυλακής συμπαρισταμένων και Βρετανικών δυνάμεων, σύμφωνα με το γενικό σχέδιο αποστράτευσης και κατόπιν λεπτομερειακών διαταγών, οι οποίες εκδίδονταν από το Βρετανικό Στρατηγείο και το Γενικό Επιτελείο Στρατού.

Όσα Τάγματα είχαν συγκροτηθεί κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, προωθήθηκαν σταδιακά περνώντας στις 2 Μαρτίου τη γραμμή διαχωρισμού που όριζε η ανακωχή της 11ης Ιανουαρίου 1945 ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα Βρετανικά στρατεύματα και εγκαταστάθηκαν σε όλες τις περιοχές της χώρας ακολουθώντας τους Βρετανούς που προήλασαν στην Ελασοκρατούμενη περιοχή για να παραλάβουν τα όπλα που είχε καταθέσει ο ΕΛΑΣ.

Μέχρι την 1η Απριλίου 1945 οι Βρετανοί είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους, ωστόσο η Εθνοφυλακή δεν κατόρθωσε να επεκτείνει τον έλεγχό της σε όλη την επικράτεια παρά στις 15 Μαΐου 1945. Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, κανένας όρος της οποίας δεν τηρήθηκε, έκλεινε πολιτικά ο αιματηρός κύκλος των Δεκεμβριανών. Ανοιγε, ωστόσο, ένας καινούργιος κύκλος, αυτός του εμφυλίου πολέμου. Αυτή όμως είναι μία άλλη ιστορία.

ΤΑ ΑΛΛΑ ''ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ 1944'' ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΑΙΘΡΟ 

H μεγάλη σύγκρουση της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, ανάμεσα στο ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και στις κυβερνητικές δυνάμεις, που υποστηρίζονταν από τους Βρετανούς, υπήρξε γεγονός καταλυτικής σημασίας για τις μετέπειτα εξελίξεις. Η τελική κατάληξη των Δεκεμβριανών, δηλαδή η ήττα της Εαμικής Αριστεράς, επισφράγισε τις αλλαγές των πολιτικών ισορροπιών σε επίπεδο κορυφής. Η διευθέτηση των εκκρεμοτήτων, η οποία επιχειρήθηκε με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, συνιστούσε θεωρητικά έναν περαιτέρω σταθμό στην εμπέδωση μιας κατάστασης στοιχειώδους πολιτικής ομαλότητας.

Η πραγματικότητα, όμως, σε επίπεδο κοινωνίας ήταν εντελώς διαφορετική και πολύ σύντομα κατέστη πασιφανές το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή δεν μπορούσε να ανακόψει την πορεία προς μια νέα εμφύλια σύγκρουση, που θα διεξαγόταν πια σε ένα διαφοροποιημένο διεθνές και εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον. Παρόλα αυτά, παραμένει γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί σε επιστημονικό επίπεδο η πλήρης χαρτογράφηση της περιόδου των Δεκεμβριανών, παρά τον πολλαπλασιασμό των μελετών τα τελευταία έτη.

Ένα από τα ζητήματα που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς αφορά τα τεκταινόμενα στις περιοχές της Ελλάδας εκτός της πρωτεύουσας κατά την ίδια ακριβώς περίοδο. Εν μέρει, η τάση αυτή εξηγείται από το πολύ σημαντικό πραγματικό και συμβολικό φορτίο της σύγκρουσης της Αθήνας. Παρόλα αυτά, θα άξιζε, κατά τη γνώμη μας, να εγκύψει κανείς στα τεκταινόμενα εκτός της πρωτεύουσας, ειδικά σε σχέση με τις συγκρούσεις μεταξύ του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο.

Ειδικά στην τελευταία περίπτωση, είναι γνωστή η έκτοτε συνεχώς ανατροφοδοτούμενη συζήτηση, ειδικά στους κόλπους της Αριστεράς, για την αναγκαιότητα ή μη της επίθεσης εναντίον των δυνάμεων του Ζέρβα, για τη σκοπιμότητα της παρουσίας του Άρη Βελουχιώτη και του Στέφανου Σαράφη στην Ήπειρο και όχι στις μάχες της Αθήνας, αλλά και για την πολιτική πλαισίωση της (τελικά επιτυχημένης) στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον του ΕΔΕΣ. Θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τις όψεις των «άλλων Δεκεμβριανών», κυρίως αυτών που έχουν σχέση με τις εμφύλιες συγκρούσεις ΕΛΑΣ - ΕΔΕΣ στην περιοχή της Ηπείρου.

Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το κομβικό έτος 1944 είχαν παγιωθεί οι σχέσεις μεταξύ των δύο κύριων αντιστασιακών οργανώσεων ΕΑΜ και ΕΔΕΣ σε ένα καθεστώς εύθραυστου συμβιβασμού. Η συμφωνία Μυρόφυλλου - Πλάκας, τον Φεβρουάριο του έτους αυτού, συνιστούσε μια πρώτη απόπειρα πολιτικού συμβιβασμού και έκλεινε, με τον τρόπο της, την πρώτη περίοδο των τετράμηνων εμφύλιων συγκρούσεων των δύο οργανώσεων.



Δεν υπήρχαν βεβαίως εντυπωσιακά αποτελέσματα στο πεδίο της ουσιαστικής συνεννόησης, καθώς και οι δύο πλευρές είχαν πλέον προσανατολισθεί σε αποκλίνουσες πορείες ως προς τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Η συγκρότηση της ΠΕΕΑ, η συμμετοχή των εκπροσώπων του ΕΔΕΣ στο Εθνικό Συμβούλιο του Λιβάνου και οι σφοδρές λεκτικές επιθέσεις εναντίον του ΕΛΑΣ εκ μέρους αυτών, αλλά και η κυριαρχία της εκατέρωθεν επιφυλακτικότητας, εξέφραζαν πια το πλαίσιο στις σχέσεις των δύο οργανώσεων ως τα τέλη του καλοκαιριού 1944.

Η αναμενόμενη αποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων δημιουργούσε και στις δύο πλευρές προσδοκίες για κατάληψη καλύτερων θέσεων εν όψει της απελευθέρωσης της χώρας. Κεντρικό διακύβευμα ήταν πια η διαχείριση του κομβικού ζητήματος της μεταπολεμικής εξουσίας στη χώρα. Την περίοδο εκείνη, οι εμφύλιες συγκρούσεις ανάμεσα στους αντάρτες των δύο οργανώσεων είχαν προσωρινά ανασταλεί. Οι δύο διακριτές επικράτειες, αυτή της Ελεύθερης Ελλάδας του ΕΑΜ και αυτή της Ελευθέρας Ορεινής Ελλάδας (ΕΟΕ) του ΕΔΕΣ, χωρίζονταν γεωγραφικά, κοινωνικά, οικονομικά.

Η δεύτερη είχε στην πραγματικότητα περιορισθεί σε ένα τμήμα της Ηπείρου δυτικά του ποταμού Άραχθου, ουσιαστικά στις περιοχές της Λάκκας Σουλίου και του Ξηροβουνίου, αλλά με μια σχετική δυναμική επέκτασης στις παράλιες περιοχές της Πρέβεζας και της Θεσπρωτίας. Στο υπόλοιπο τμήμα της Ηπείρου, που ήταν ελεγχόμενο από το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, λειτουργούσαν απρόσκοπτα οι θεσμοί της ΠΕΕΑ. Σε κάθε περίπτωση, η πόλωση ανάμεσα στις δύο οργανώσεις ήταν υπαρκτή.

Πολλά επεισόδια και αψιμαχίες, αλλά και η ταυτόχρονη ενεργοποίηση κατασταλτικών πολιτικών εκ μέρους των δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων, επιβεβαίωναν τον εύθραυστο χαρακτήρα του προηγούμενου πολιτικού συμβιβασμού. Ειδικά σε διαμφισβητούμενες περιοχές, όπως στον κάμπο της Άρτας, τα επεισόδια ήταν σχεδόν καθημερινά και η ένταση ανάμεσα στους Εδεσίτες και τους Ελασίτες υπαρκτή. Στις πόλεις της Ηπείρου, η κατάσταση αναφορικά με την προϊούσα πόλωση δεν ήταν διαφορετική. Στα Ιωάννινα είχε αναπτυχθεί σημαντική δημόσια διαμάχη μεταξύ των τοπικών πολιτικών οργανώσεων.

Η συστράτευση όμως του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού με το ΕΑΜ ομολογείται από πολλές πλευρές. Παρόμοια ήταν η κατάσταση στην Άρτα, όπου όμως υπήρχε σημαντική υποστήριξη και προς τον ΕΔΕΣ. Η πόλη, πάντως, που βρέθηκε στο επίκεντρο της έντασης ήταν αναμφίβολα η Πρέβεζα. δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν προωθηθεί στο χώρο αυτό στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944. Η παράλληλη είσοδος Εδεσίτικων τμημάτων προοιωνίζεται διαμάχη. Η ένοπλη σύγκρουση που ξέσπασε στα τέλη του ίδιου μήνα υπήρξε πολυαίμακτη και επισφραγίσθηκε με μαζικές εκτελέσεις μελών του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ.

Η κατάσταση σταθεροποιήθηκε μετά την αποχώρηση των Ελασίτικων τμημάτων, όμως, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, η πόλωση στην περιοχή έφθασε ξανά σε πολύ υψηλά επίπεδα. Από την πλευρά του ΕΑΜ, αν και η Εαμική ηγεσία συνεχώς αμφιταλαντευόταν μεταξύ της συμμετοχής στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου και της αυτόνομης πορείας της ΠΕΕΑ, το δίλημμα δεν είχε ιδιαίτερη σημασία ως προς την αντιμετώπιση του ΕΔΕΣ, ως εν δυνάμει εχθρού. Είχε όμως σημασία ως προς την υιοθέτηση μιας πιο ευέλικτης πολιτικής ή μιας δυναμικής εκκαθάρισης.

Η τελευταία πιθανότητα φαίνεται ότι δεν υπήρξε ασήμαντη, αν κρίνουμε από τις αναφορές του Στέφανου Σαράφη για τη συγκεκριμένη περίοδο. Η τελική απόφαση για συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση ανέστειλε την ανάληψη γενικής επιθετικής δράσης εναντίον των ΕΟΕΑ, όχι όμως και τα τοπικά επεισόδια. Παρόλα αυτά, τον Αύγουστο του 1944, η ΠΕΕΑ με επιστολή του προέδρου της, Αλέξανδρου Σβώλου, προς τη Σοβιετική κυβέρνηση ζητούσε τη συνδρομή της για τη διακοπή της «αντισυμμαχικής» και «αντεθνικής» δράσης του Ζέρβα.

Η επιστολή διαβιβάστηκε στον Μολότωφ από τον Δημητρώφ με μεγάλη καθυστέρηση, στα τέλη Σεπτεμβρίου. Την ίδια εποχή ο Ζέρβας έτυχε τιμητικής προαγωγής σε υποστράτηγο από τον πρωθυπουργό της κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας Γεώργιο Παπανδρέου, λαμβάνοντας έναν τίτλο που θεωρούσε ότι του ανήκε δικαιωματικά από την πρώτη στιγμή της εξόδου του στο βουνό. Τα λόγια του τελευταίου προς τον Ζέρβα είναι χαρακτηριστικά για την αντίληψη που είχε ο πρωθυπουργός της Εθνικής Ενότητας για το Εδεσίτικο αντάρτικο:

«Συγχαρητήρια διά τους Εθνικούς αγώνες. Έχεις προσφέρει σημαντικάς υπηρεσίας εις την Πατρίδα που θα σου αναγνωρίση όχι μόνο η Ιστορία, αλλά και η σημερινή Κυβέρνησις της Εθνικής Ενότητος. Γεια και καλή αντάμωση στην Ελεύθερη Πατρίδα. Η Ελλάς θα ζήση». Τον Σεπτέμβριο του 1944, ο Ζέρβας κλήθηκε στην Ιταλία προκειμένου να συζητήσει το ενδεχόμενο υπογραφής νέας συμφωνίας με το ΕΑΜ4. Στην πόλη Καζέρτα υπέγραψε για λογαριασμό του ΕΔΕΣ την ομώνυμη συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι:

Α. Ολαι αι ανταρτικαί ομάδες αι δρώσαι εν Ελλάδι τίθενται υπό τας διαταγάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας.

Β. Η Ελληνική Κυβέρνησις θέτει τας δυνάμεις ταύτας υπό τας διαταγάς του Στρατηγού Σκόμπυ, όστις ωνομάσθη υπό του ανωτάτου Συμμαχικού Αρχιστρατήγου ως Στρατηγός διοικών τας δυνάμεις εν Ελλάδι».



Η συμφωνία της Καζέρτας, όπως έγινε γνωστή, ρύθμιζε κατά κάποιον τρόπο και το ζήτημα των ορίων των δύο οργανώσεων μετά την ολοκλήρωση της αποχώρησης των Γερμανών. Κατά την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, τμήματα των ΕΟΕΑ (Εθνικών Ομάδων Ελλήνων Ανταρτών) εισήλθαν στα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Ηπείρου, με αποκορύφωμα την είσοδο των Εδεσιτών στα Ιωάννινα στις 15 Οκτωβρίου 1944. Είχαν προηγηθεί η Άρτα, η Παραμυθιά, η Πρέβεζα, όπου, σε περισσότερες από μια περιπτώσεις, υπήρξαν σοβαρά βίαια επεισόδια με τους πολιτικούς αντίπαλους, με νεκρούς και εκατέρωθεν απώλειες.

Επίσης, τμήματα του ΕΔΕΣ ήλεγχαν τη Λευκάδα και την Κέρκυρα. Η κατοχή των πόλεων αυτών αποτελούσε ασφαλώς κρίσιμο διακύβευμα για την πολιτική των δύο οργανώσεων και φυσικά ουσιαστική μέριμνα του ηγέτη του ΕΔΕΣ. Στην Άρτα, οι αποχωρούντες Γερμανοί ήρθαν σε συνεννόηση με τους τοπικούς οπλαρχηγούς του ΕΔΕΣ προκειμένου να ρυθμιστούν οι τελευταίες λεπτομέρειες της αποχώρησής τους.

Άλλωστε, ήδη από καιρό τα τοπικά φυλάκια των ΕΟΕΑ στο λόφο της Περάνθης (που δεσπόζει της πόλης) βρίσκονταν πολύ κοντά στα αντίστοιχα Γερμανικά, γεγονός που προκαλούσε την αγανάκτηση των Ελασιτών. Πριν όμως από την αποχώρησή τους, στις 21 Σεπτεμβρίου 1944, τα Γερμανικά στρατεύματα ανατίναξαν την ξύλινη γέφυρα που είχαν δημιουργήσει παραπλεύρως της ιστορικής πέτρινης γέφυρας του Άραχθου. Στην πόλη δημιουργήθηκε πανικός, όπως περιγράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας:

«Κατά την έκρηξιν ανετινάχθη η ξύλινη γέφυρα, ενώ η αρχαία λιθίνη δεν ανετινάχθη καίτοι είχεν υπονομευθεί. Την έκρηξιν επηκολούθησαν κατόπιν φοβεραί εκπυρσοκροτήσεις μετά λάμψεων. Ο πληθυσμός της πόλεως επανικοβλήθη και έτρεχεν εις τα καταφύγια. Οι Γερμανοί ανατίναζον το πολεμικόν υλικόν εις θέσιν ''Ιμαρέτ''. Αι εκρήξεις διήρκεσαν μέχρι της 11 και ½ μ.μ.».

Την επόμενη ημέρα η Άρτα απελευθερώθηκε. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν οι Αρχές των ΕΟΕΑ και λίγες ημέρες αργότερα τελέσθηκε δοξολογία στον περίβολο του Ναού της Αγίας Θεοδώρας. Επί του δημαρχείου της πόλεως υψώθηκαν η Ελληνική και η Βρετανική σημαία. Στις 29 Σεπτεμβρίου ήταν η σειρά του Ζέρβα να εισέλθει στην πόλη που ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του. Ακολούθησε ομιλία του προς τον τοπικό πληθυσμό, η οποία αναφερόταν στη νέα κατάσταση που είχε προκύψει μετά την υπογραφή της συμφωνίας της Καζέρτας.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κεντρικό ρόλο στην απελευθέρωση της Ηπείρου διαδραμάτισε η είσοδος των Εδεσίτικων τμημάτων στην πόλη των Ιωαννίνων. Για την κατάληψη της πόλης είχε εκπονηθεί ολόκληρο σχέδιο, που προέβλεπε την προώθηση του 3/40 Συντάγματος των ΕΟΕΑ. Ο άτυπος, όμως, διαγκωνισμός των εδεσίτικων τμημάτων ως προς τη συμβολική τιμή της Eμπροσθοφυλακής οδήγησε τον οπλαρχηγό Αλέκο Παπαδόπουλο να προωθήσει τους Ξηροβουνιώτες αντάρτες του Συντάγματός του στην πόλη.

Οι Γερμανοί δεν είχαν καμία διάθεση να εμπλακούν σε μάχη, καθώς είχε ήδη διαταχθεί η εγκατάλειψη της πόλης. Αντιθέτως φρόντιζαν, ακόμη και τη στιγμή αυτή, να υποβοηθούν ανοιχτά το ενδεχόμενο της εμφύλιας σύγκρουσης των αντιστασιακών οργανώσεων, τακτική την οποία είχαν τελειοποιήσει το προηγούμενο διάστημα. Η είσοδος των Εδεσιτών στα Ιωάννινα έγινε μέσα σε μια περίεργη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, καθώς στην τοπική κοινωνία είχε σημαντική υποστήριξη το ΕΑΜ.

Το γεγονός αυτό ήταν γνωστό και απολύτως κατανοητό στον Ζέρβα, ο οποίος ακολούθησε και στο σημείο αυτό μια «διπλή γραμμή». Αποφάσισε, δηλαδή, να παράσχει τυπική ελευθερία κινήσεων στο ΕΑΜ, με μια παράλληλη απόπειρα κατοχύρωσης της Εδεσίτικης κυριαρχίας. Για να συμβεί αυτό, κρίθηκε αναγκαίο, για πολλοστή φορά, να απευθυνθούν αυστηρές προειδοποιήσεις προς τους «απείθαρχους» Εδεσίτες αντάρτες να μην προκαλούν με τη συμπεριφορά τους τα Εαμικά στελέχη.

Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, οι προειδοποιήσεις αυτές δεν γίνονταν πάντα αποδεκτές. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, Εδεσίτες αντάρτες του VIII Ανεξάρτητου Τάγματος κατέβασαν τη σημαία της ΕΣΣΔ από τα κτίρια της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ, «υπολαβόντες ταύτην ως λάβαρον των αναρχικών». Πάντως, σε συμβολικό επίπεδο, πραγματοποιήθηκαν παρελάσεις προκειμένου να τονωθεί το ηθικό των «εθνικοφρόνων» της πόλης. Στο πλαίσιο αυτό, κεντρικές εκδηλώσεις αποτέλεσαν η επίσημη είσοδος του Ζέρβα στα Ιωάννινα, στις 18 Οκτωβρίου 1944, και η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου.

Tην ίδια περίοδο επικρατούσε μια λογική αναγκαστικής ανοχής απέναντι τις Εαμικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν στις περιοχές που ελέγχονταν από τον ΕΔΕΣ. Κάποιες κινήσεις, όπως η συμμετοχή αξιωματικών του ΕΔΕΣ σε κηδεία Ελασίτη αντάρτη στα Ιωάννινα ή η «συμφιλίωση» Αρτινών αξιωματικών των δύο οργανώσεων, προωθούσαν μια ορισμένη ομαλοποίηση των σχέσεων ανάμεσα στις οργανώσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάσθηκε η προσωπική παρέμβαση του ίδιου του Ζέρβα προκειμένου να ρυθμισθούν ζητήματα όπως π.χ. αυτό της απρόσκοπτης λειτουργίας τοπικών επιτροπών του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην περιοχή πέριξ των Ιωαννίνων.



Ταυτοχρόνως, όμως, τα Εαμικά στελέχη πρωτοστατούσαν στη διενέργεια εκδηλώσεων, με τις οποίες κατά κάποιον τρόπο αμφισβητείτο η πολιτική κυριαρχία του ΕΔΕΣ. Το διάστημα αυτό, από τα μέσα Οκτωβρίου ως τις αρχές Δεκεμβρίου, χαρακτηρίσθηκε από την αναμονή μιας διευθέτησης, σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, του βασικού ζητήματος της αποστράτευσης των ανταρτικών δυνάμεων και των δύο οργανώσεων. Στο κρίσιμο αυτό διάστημα ο Ζέρβας πειθάρχησε απολύτως στις διαταγές της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και ετοιμάσθηκε για την αποστράτευση των αντάρτικων δυνάμεών του.

Ταυτοχρόνως, όμως, δεν έπαψε να διαμαρτύρεται προς τους Βρετανούς για τη μη ενίσχυσή του με το απαραίτητο χρηματικό ποσό. Παρόλα αυτά, υπήρχε ένα ζήτημα που πάντοτε τον απασχολούσε: η είσοδος των Εδεσιτών στην περιοχή της Βόρειας Ηπείρου, προκειμένου η στρατιωτική κατάληψή της να δημιουργήσει τετελεσμένη κατάσταση εν όψει των μεταπολεμικών συνοριακών διευθετήσεων. Οι έντονες αντιδράσεις της Βρετανικής πλευράς τον οδήγησαν στην απόφαση να αναστείλει αυτή την επιχείρηση, που θα προκαλούσε πολλαπλά πολιτικά και διπλωματικά αδιέξοδα.

Αυτή η επέμβαση πάντως δεν εμπόδισε τους Εδεσίτες να ολοκληρώσουν την εκδίωξη των Τσάμηδων από το Ελληνικό έδαφος, την οποία ήδη είχαν ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 1944. Την ίδια περίοδο, η οργάνωση του δημοκρατικού ΕΔΕΣ στην Αθήνα συμμετείχε στις διαδηλώσεις που οργάνωνε η μη Εαμική παράταξη, συμμετέχοντας έτσι στον άτυπο αυτό ανταγωνισμό με την πλευρά του ΕΑΜ, η οποία όμως είχε τη δυνατότητα να διοργανώνει τις πιο πολυπληθείς και μαχητικές συγκεντρώσεις.

Παράλληλα, και σε ό,τι αφορά τη δυναμική του ΕΔΕΣ σε επίπεδο επικράτειας, είχε ενταθεί η (τυπική βέβαια) ενσωμάτωση αντικομμουνιστών ενόπλων της Βορείου Ελλάδας στην οργάνωση, μια διαδικασία που, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 1944. Ενδεικτικές ήταν οι περιπτώσεις του οπλαρχηγού Κισά - Μπατζάκ και των οπλιτών του ΕΕΣ, που είχαν εξοπλιστεί με Γερμανικά όπλα για να πολεμήσουν το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, αλλά και άλλων οπλαρχηγών της Κεντρικής και της δυτικής Μακεδονίας.

Η συγκεκριμένη επιλογή εκ μέρους της ηγεσίας των ενόπλων αυτών κατέστη εκ των πραγμάτων αναγκαστική, καθώς επεδίωκαν την εκ των υστέρων νομιμοποίηση της δράσης τους υπό την αιγίδα μιας οργάνωσης με την οποία δεν τους συνέδεαν πολλά. Δεν τους διέσωσε όμως από τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ, με κορυφαία εκδήλωση την πολυαίμακτη μάχη του Κιλκίς. Συνοπτικά, η κατάσταση που επικρατούσε στην ελεγχόμενη από τον ΕΔΕΣ περιοχή της Ηπείρου εξακολουθούσε να είναι δύσκολη για τον άμαχο πληθυσμό, όπως άλλωστε συνέβαινε και στο υπόλοιπο της χώρας.

Οι πληθωριστικές πιέσεις, οι οικονομικές δυσκολίες, η πλήρης κατάρρευση του διοικητικού μηχανισμού και οι τεράστιες καταστροφές που είχε επισωρεύσει η περίοδος της Κατοχής συνέτειναν στη διαμόρφωση μιας απαισιόδοξης στάσης για το μέλλον. Οι ειδήσεις που έφταναν από την Αθήνα αλλά και από την υπόλοιπη ύπαιθρο δημιουργούσαν επιπλέον φοβίες στον τοπικό πληθυσμό. Η απόσταση που χώριζε την περιοχή του ΕΔΕΣ από την αντίστοιχη Εαμική επικράτεια δεν ήταν μόνο γεωγραφική. Οι προηγούμενοι «ανοιχτοί λογαριασμοί» θα έκλειναν σύντομα με μια νέα αναμέτρηση στην Ήπειρο.

Τα Δεκεμβριανά, η μεγάλη σύγκρουση του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με τους Βρετανούς και την κυβερνητική πλευρά, αποτέλεσαν γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για την τροπή των εξελίξεων στη μεταπολεμική Ελλάδα. Η ένοπλη αυτή σύγκρουση είχε ως αφορμή την προοπτική αποστράτευσης των αντάρτικων στρατών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ και το σχηματισμό «εθνικού τακτικού στρατού». Την περίοδο αυτή, όπως προαναφέραμε, οι δυνάμεις των ΕΟΕΑ ήταν πλήρως ενήμερες για το ενδεχόμενο επίθεσης του ΕΛΑΣ.

Υπήρχαν βέβαια και εκτιμήσεις ότι η κατάσταση τελικά θα οδηγούσε σε έναν αξιοπρεπή συμβιβασμό, η πλειονότητα όμως των στελεχών και των ανταρτών θεωρούσε τη νέα ένοπλη αναμέτρηση αναπόφευκτη. Όσον αφορά τον ηγέτη του ΕΔΕΣ, αυτός εκτιμούσε την όλη περίοδο ως μια ευκαιρία να αναδειχθούν οι ΕΟΕΑ σε καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων, υπό την προϋπόθεση της γενναιόδωρης Βρετανικής ενίσχυσης σε οπλισμό, πυρομαχικά και χρήματα.

Ο ίδιος ο Ζέρβας, μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 1944, θεωρούσε δεδομένη την επίθεση του ΕΛΑΣ. Στις 27 Νοεμβρίου, σε συναντήσεις του με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και τον Βρετανό πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ, ο ηγέτης του ΕΔΕΣ προέβαλε τις (επιθετικές προς την Αριστερά) αντιλήψεις του. Από την άλλη πλευρά, η επίσκεψή του στην Αθήνα προκάλεσε τα ειρωνικά σχόλια της Εαμικής παράταξης.

Σε άρθρο εφημερίδας τονίζεται: Η πρωτεύουσα φιλοξενεί μερικές μέρες τον κ. Ναπολέοντα Ζέρβα. Η άφιξη του απόστρατου αντισυνταγματάρχη και ήδη στρατηγού συγκλόνισε, ομολογουμένως, τα αρκετά ταραγμένα θολά νερά του αντιδραστικού τέλματος. Οι εφημερίδες της δεξιάς δημοσίευσαν όλο το γενειοφόρο φωτογραφικό όγκο του ένδοξου αρχηγού του ΕΔΕΣ. Το ξενοδοχείο της ''Μεγάλης Βρετανίας'', που έχει την τιμή να τον φιλοξενεί, έγινε το κέντρο διαδηλώσεων.



Εκατόν πενήντα ως πεντακόσιοι νεαροί κύριοι, αλλά και κυρίες, με φασαμαίν και κύριοι σεβαστοί, ορύονται με αξιοθαύμαστη επιμονή: ''Eρχεται! Eρχεται'' και ''Μεγάλη Ελλάδα με Γιώργο Βασιλιά''. Λίγες ημέρες αργότερα, ο ηγέτης του ΕΔΕΣ επέστρεψε στην Ήπειρο. Σε ομιλία που εκφώνησε στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ Παλάς», υπονοώντας προφανώς τον πολιτικό αντίπαλο, τόνιζε χαρακτηριστικά: «Έρχομαι άγγελος καλών ειδήσεων. Το Ελληνικόν Έθνος είναι αποφασισμένον ν’ αντιστή κατά πάσης βίας και τυραννίας».

Ο Ζέρβας θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουν οι ΕΟΕΑ να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τον ΕΛΑΣ τη συνδρομή των Βρετανών. Η Βρετανική, όμως, ενίσχυση δεν ήταν δεδομένη. Οι Βρετανοί, για δικούς τους λόγους, δεν εκτιμούσαν ως ζήτημα ύψιστης προτεραιότητας την ενίσχυση των δυνάμεων του Ζέρβα. Τους ενδιέφερε, άλλωστε, περισσότερο η στρατηγική μάχη της Αθήνας, της πόλης που ήταν το αδιαμφισβήτητο συμβολικό και πραγματικό κέντρο της πολιτικής εξουσίας στην Ελλάδα.

Σε κάθε περίπτωση, επεδίωκε να διατηρήσει το «εθνικό προγεφύρωμα» της Ηπείρου αλώβητο από την επικράτηση των «αναρχικών». Σε χαρακτηριστική ομιλία του, που εκφωνήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1944, ο Ζέρβας, απευθυνόμενος στους κατοίκους των Ιωαννίνων, τόνισε: «Εσείς ζείτε ελεύθεροι και δεν είστε εκεί όπου η αγωνία και η σκλαβιά δέρνουν το λαό», υπονοώντας φυσικά τις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Ακολούθησε, όπως ήταν αναμενόμενο, η λήψη «προληπτικών μέτρων» εναντίον των οργανώσεων της Αριστεράς στην Ήπειρο.

Μεγάλη πίεση στα στελέχη αλλά και σε απλούς «συμπαθούντες» ασκήθηκε τόσο στα χωριά της περιοχής όσο και στις πόλεις. Σειρά διαταγών και προκηρύξεων του Ζέρβα προς τις μονάδες του ΕΔΕΣ ρύθμιζαν ζητήματα πληροφοριών, συλλήψεων, αναγνωρίσεων του «εχθρού» κ.λπ. Η προηγούμενη κατάσταση εύθραυστης εκεχειρίας είχε λήξει και οι δύο πλευρές ετοιμάζονταν για την αποφασιστική αναμέτρηση, που θα έκρινε τελικά τη μοίρα του Εδεσίτικου αντάρτικου. Οι εξελίξεις στην Αθήνα επηρέασαν αποφασιστικά και την κατάσταση στην περιφέρεια.

Ενδεικτικά, όσον αφορά την κατάσταση πνευμάτων, πρέπει να αναφερθεί η αρθρογραφία του Εαμικού Ηπειρώτικου Τύπου για τα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα. Με την έναρξη των συγκρούσεων καθίστατο προφανές, σύμφωνα με τις πηγές αυτές, ότι η «αποφασιστική μάχη του Αθηναϊκού λαού» θα καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τη συνολική πορεία της Αριστεράς. Σε τοπικό επίπεδο, ως αντίπαλος αναγνωριζόταν για μια ακόμη φορά ο «Ζέρβικος φασισμός» και οι καταγγελίες εις βάρος των Εδεσιτών αυξήθηκαν. Απευθύνονταν, επίσης, προειδοποιήσεις προς την άλλη πλευρά να μην προβαίνει σε «αντιλαϊκές ενέργειες».

Τα τμήματα της VIIIης Μεραρχίας τέθηκαν σε επιφυλακή εν όψει ενδεχόμενων ή πραγματικών «προκλήσεων των Ζερβικών». Η επίθεση του ΕΛΑΣ άρχισε στις 21 Δεκεμβρίου 1944 και είχε στόχο τη διάλυση των ΕΟΕΑ.  Την ηγεσία της επίθεσης αναλάμβανε το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ, δηλαδή ουσιαστικά ο Στέφανος Σαράφης και ο Άρης Βελουχιώτης. Αντίπαλοι ήταν από τη μια πλευρά η τοπική VIII Μεραρχία του ΕΛΑΣ, ενισχυμένη με τμήματα από τη Θεσσαλία, τη Στερεά και τη Μακεδονία, και από την άλλη το σύνολο της παρατακτής δύναμης των ΕΟΕΑ, περίπου 10.200 Εδεσίτες αντάρτες.

Η μάχη της Ηπείρου ξεκινούσε με τις καλύτερες προϋποθέσεις για τον ΕΛΑΣ, που είχε κινητοποιήσει τις πλέον εμπειροπόλεμες μονάδες του, όχι όμως και για τις ΕΟΕΑ. Ο ίδιος ο Ζέρβας ήταν υποχρεωμένος δημόσια να παραμένει αισιόδοξος, όμως δεν έκρυβε και την ανησυχία του για την τροπή των εξελίξεων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο ημερολόγιό του στις 20 Δεκεμβρίου 1944:

«Πιστεύω ότι βρίσκομαι στην παραμονήν γενικής επιθέσεως του ΕΑΜ. Φοβούμαι πολύ πως αυτή την φοράν, θα κουρασθώ πολύ για να κρατήσω και ίσως δεν θα ανθέξω».

Βεβαίως, πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι, την ίδια περίοδο, η τροπή της μάχης στην Αθήνα έγερνε σαφώς υπέρ των Βρετανών και των συμμάχων τους. Υπήρχε, δηλαδή, όντως ένα περιθώριο αισιοδοξίας για τις «Εθνικές Δυνάμεις», οι οποίες καλούνταν για μια ακόμη φορά να αποδείξουν το αξιόμαχό τους σε μια εμφύλια αναμέτρηση. Ο αρχηγός των ΕΟΕΑ, με ένα χαρακτηριστικό διάγγελμά του προς τους Εδεσίτες αντάρτες, κήρυξε την πανστρατιά εναντίον του ΕΑΜ:

«Οι βδελυροί εχθροί της Πατρίδος Τσέτα - Βούλγαροι και Εαμίται μάς επετέθησαν όπως πάντα δόλια, αιφνιδιαστικά και ύπουλα. Σκοπός των η κατάληψις της ελεύθερης αυτής γωνιάς της Ελλάδος μας, ο εξανδραποδισμός της Ηπείρου μας. Ηρωικοί μου συμπολεμισταί, διδάξτε σ’ όλο τον κόσμο πως οι Έλληνες ξέρουν να ζουν ελεύθεροι ή να πεθαίνουν. Ζήτω η αιώνια και αθάνατη Πατρίδα μας. Ζήτω αι Εθνικαί μας Ομάδες».

Της γενικής επίθεσης του ΕΛΑΣ είχαν προηγηθεί αψιμαχίες σε ορισμένες περιοχές, κυρίως κατά μήκος του Άραχθου. δεν επρόκειτο βέβαια για μια απλή επιχείρηση. Πολλές μονάδες του ΕΛΑΣ είχαν μετακινηθεί από περιοχές που απείχαν πολύ από την Ήπειρο, πολλοί δρόμοι ήταν σε κακή κατάσταση, ενώ δεν πρέπει να υποτιμάται και η αδυναμία της περιοχής να υποστηρίξει επισιτιστικά την εκστρατεία των πλέον εμπειροπόλεμων μεραρχιών του. Από την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων κατέστη φανερό ότι οι αντάρτες του ΕΔΕΣ αντιμετώπιζαν μεγάλη πίεση.



Στην περιοχή των Ιωαννίνων τα τμήματα των Εδεσιτών υποχώρησαν μετά από σκληρές συγκρούσεις, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ουσιαστική αυτοδιάλυση δύο μεγάλων σχηματισμών, του Συντάγματος Κολιοδημητραίων και του Συντάγματος Ντουσκάρας, στο οποίο διοικητής ήταν ο βασιλόφρονας αξιωματικός Ευάγγελος Ζώτος. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ εισήλθαν στα Ιωάννινα στις 23 Δεκεμβρίου και διαπίστωσαν ότι εκατοντάδες Εαμικά στελέχη της πόλης είχαν συλληφθεί, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως όμηροι.

Κατόπιν ο Άρης Βελουχιώτης και ο Στέφανος Σαράφης εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη και ακολούθησε ομιλία του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ προς το «λαό των Γιαννίνων», με την οποία εξαγγέλθηκε η οριστική διάλυση των ΕΟΕΑ. Η πλέον πολυαίμακτη όμως μάχη δόθηκε στην Άρτα. Επί δύο ημέρες, 21 και 22 Δεκεμβρίου, σφοδρότατες συγκρούσεις διεξάγονταν για την κατάληψη του στρατηγικού υψώματος Προφήτης Ηλίας. Την πόλη υπεράσπιζαν τμήματα Βετεράνων των ΕΟΕΑ υπό τη διοίκηση τοπικών οπλαρχηγών. Και οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν διατεθεί για την Άρτα ήταν αξιόλογες.

Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε το τοπικό 3/40 Σύνταγμα που είχε ανασυγκροτηθεί το καλοκαίρι, καθώς και τμήματα του 2/39 Συντάγματος Αιτωλοακαρνανίας. Η έκβαση της μάχης απέβη υπέρ του ΕΛΑΣ και οι Εδεσίτες αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη μαζί με πλήθος αμάχων, από το φόβο αντεκδικήσεων εκ μέρους του ΕΑΜ.  Ο τοπικός, όμως, διοικητής των Εδεσίτικων δυνάμεων Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος δεν επέτρεψε τη σύλληψη ομήρων, μετά από παρεμβάσεις μελών της ελίτ της πόλης. Οι απώλειες και για τις δύο πλευρές ήταν βαρύτατες.

Συνολικά, 270 Εδεσίτες αντάρτες τέθηκαν εκτός μάχης (70 νεκροί και 200 τραυματίες). Μικρές επιτυχίες δεν μπορούσαν να αναστρέψουν το γενικό κλίμα. Ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1944 δελτίο συμβάντων της VIII Mεραρχίας του ΕΛΑΣ έκανε λόγο για τις επιτυχίες της μονάδας και την υποχώρηση των Εδεσιτών ανταρτών. Την όλη κατάσταση επιδείνωνε η μαζική αναχώρηση συμπαθούντων των ΕΔΕΣ και μελών των οικογενειών τους από τις πόλεις και τα χωριά της Ηπείρου. Οι άμαχοι αυτοί, που συνόδευαν τις μονάδες του ΕΔΕΣ που υποχωρούσαν, αποτελούσαν άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα για την ηγεσία.

Όσον αφορά τη μαχητική ικανότητα των Εδεσιτών, είναι αναμφίβολο ότι τα καλύτερα αποτελέσματα ήρθαν από την πλευρά των τμημάτων των οπλαρχηγών (όπως το Σύνταγμα Ξηροβουνίου). Χαρακτηριστική ήταν η επιτυχημένη άμυνα που αντέταξε το τμήμα του Αλέκου Παπαδόπουλου σε επιχείρηση κύκλωσης που εξαπέλυσε ο ΕΛΑΣ στην οδό Πρεβέζης - Ιωαννίνων. Οι απώλειες των Εδεσιτών σε όλη τη μάχη της Ηπείρου δεν ήταν ευκαταφρόνητες (170 νεκροί και 347 τραυματίες)

Και ο ΕΛΑΣ όμως είχε πολλές απώλειες (680 νεκροί και τραυματίες), γεγονός που οπωσδήποτε προκαλούσε επιπλέον προβληματισμούς στην Εαμική ηγεσία. Στις 30 Δεκεμβρίου 1944, τα τελευταία τμήματα των ΕΟΕΑ εγκατέλειπαν την Πρέβεζα επιβιβαζόμενα σε Βρετανικά και Ελληνικά πλοία. Είχε προηγηθεί η πυρπόληση των αποθηκών βενζίνης, πετρελαίου, κάρβουνου και τροφίμων, προκειμένου τα εφόδια αυτά να μην περιέλθουν στους Ελασίτες. Προορισμός των Εδεσιτών ήταν η Κέρκυρα, επιλογή που έδειχνε σχεδόν αυτονόητη στην υπάρχουσα συγκυρία.

Ο ηγέτης του ΕΔΕΣ ήταν απογοητευμένος από την εξέλιξη της μάχης στην Ήπειρο. Λίγες ώρες μετά την άφιξή του στην πόλη της Κέρκυρας έγραφε στο ημερολόγιό του: «Λήγει οριστικώς η περιπέτεια Ηπείρου με τόσιν δόσιν τραγικότητος και εγκαταλείψεως». Συνολικά 8.500 περίπου αντάρτες διεκπεραιώθηκαν στο νησί. Ουσιαστικά, ο ρόλος τους είχε λήξει. Το επόμενο χρονικό διάστημα ασχολήθηκαν με την τήρηση της «ασφάλειας» στην Κέρκυρα.

Η απογοήτευση που είχε προκληθεί από την ήττα, η αναμονή της αποστράτευσης, η συνάντηση με τον πληθυσμό ενός νησιού που ήταν ενταγμένος κυρίως στο ΕΑΜ δημιούργησαν ένα εκρηκτικό κλίμα, το οποίο ευνοούσε αντεκδικήσεις. Τις πρώτες ημέρες στην Κέρκυρα, οι Εδεσίτες αντάρτες προέβησαν σε συλλήψεις στελεχών του ΕΑΜ, ενώ δεν έλειψαν και οι δολοφονίες (όπως αυτή του πρωτοδίκη Γίδα). Από την άλλη πλευρά, πολλοί Εδεσίτες αντάρτες, από τα ορεινά της Ηπείρου και τον Βάλτο, εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία που προσέφερε η εγκατάστασή τους στο νησί για την άσκηση λεηλατικών πρακτικών, παρά τις αυστηρές εντολές της ηγεσίας.

Δεν έλειψαν όμως και σχεδόν στασιαστικές ενέργειες, όπως αυτή στην οποία προχώρησαν οι αντάρτες του Ιερού Λόχου που αποτελούνταν κυρίως από φοιτητές των μεσοαστικών στρωμάτων της Αθήνας. Η μονάδα είχε συγκροτηθεί κυρίως από νέους του ΕΣΑΣ (Εθνικού Συνδέσμου Ανωτάτων Σχολών), της ένωσης των φοιτητών της Αθήνας, που αμφισβητούσαν την πρωτοκαθεδρία της ΕΠΟΝ. Έπειτα από διαπραγματεύσεις με την ηγεσία του ΕΔΕΣ, η ομάδα των φοιτητών είχε γίνει δεκτή στις ΕΟΕΑ, αποτελώντας τμήμα του 3ου Τάγματος του 3/40 Συντάγματος, που είχε διοικητή τον αξιωματικό Γεώργιο Αγόρο.

Η ενσωμάτωση στο αντάρτικο του Ζέρβα είχε πάντως πραγματοποιηθεί με δύο βασικούς όρους: τη μη συμμετοχή της ομάδας σε εμφύλιες συγκρούσεις και τη μη ένταξη στο πολιτικό σκέλος της οργάνωσης. Ο Ιερός Λόχος έλαβε μέρος στη μάχη της Μενίνας, τον Αύγουστο του 1944, και εισήλθε πανηγυρικά στα Ιωάννινα τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, όπου και παρήλασε ενώπιον του Ζέρβα. Σε γενικές γραμμές, πολλά από τα μέλη του Ιερού Λόχου απογοητεύθηκαν από την κατάσταση που επικρατούσε στο Εδεσίτικο αντάρτικο και, σε κάποιες περιπτώσεις, από τους συμπολεμιστές τους.



Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν έπαψαν να βλέπουν την «άλλη όχθη» με ανάμικτα αισθήματα φόβου, περιφρόνησης και επιφύλαξης ακολουθώντας τον επίσημο λόγο της οργάνωσης, που, την περίοδο αυτή, έκανε λόγο για «συμμορίτες», «κακοποιούς», «αναρχικούς», ακόμη και «ληστές», προκειμένου να χαρακτηρίσει τους Ελασίτες ενόπλους. Τον Ιανουάριο του 1945, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε καμία υποχρέωση παραμονής τους στις τάξεις των ΕΟΕΑ (μετά και τις εξελίξεις στην πρωτεύουσα και την ήττα του ΕΑΜ), οι Ιερολοχίτες πίεζαν τους ανωτέρους τους για να τους αποστρατεύσουν.

Όπως χαρακτηριστικά διηγείται ο Σωτήρης Τσαμπηράς, στη συνάντησή του με τα ανώτερα στελέχη του 3/40 Συντάγματος (στο οποίο ανήκε οργανικά ο Ιερός Λόχος), η βασική γραμμή των Ιερολοχιτών ήταν η εξής:

«Καταλαβαίνω πως τώρα ήρθε η σειρά μας. Αρχινάω εγώ και πιάνουνε μετά οι άλλοι: ούτε στάση θέλαμε να κάνουμε ούτε τίποτα. Ο πόλεμος, το κίνημα έχει πια τελειώσει. Ανοίγανε τα πανεπιστήμια. δεν πάει να χάσουμε τις σπουδές μας. Είναι άδικο να υποσκελιστούμε από τους άλλους και μάλιστα τους συναδέλφους του ΕΑΜ ή όσους δεν κουνήσανε το δακτυλάκι τους σ’ όλη την Κατοχή. Είμαστε σίγουρα πιο χρήσιμοι ως πολίτες στα Πανεπιστήμια. Εμείς δεν κάνουμε για στρατιωτική σταδιοδρομία, άλλοι είναι πιο κατάλληλοι».

Από την άλλη πλευρά, ο Ζέρβας είχε αποδεχθεί τα νέα δεδομένα που δημιουργούσε η γενική εξέλιξη των μαχών της Αθήνας και έθεσε τις υπηρεσίες του στη νέα Ελληνική κυβέρνηση που προέκυψε από τα Δεκεμβριανά. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Νικόλαο Πλαστήρα, ονομαστικά ηγέτη του ΕΔΕΣ, δεν αντανακλούσε όμως κάποια θετική εξέλιξη ως προς την οργάνωση. Ο στρατηγός είχε ήδη εκφρασθεί αρνητικά συνολικά για το αντάρτικο κίνημα, θεωρούσε ότι ο ανταρτοπόλεμος είχε ουσιαστικά βλάψει την Ελληνική υπόθεση και είχε αποστασιοποιηθεί πλήρως από τον Ζέρβα.

Έτσι, στη συνάντηση των δύο ανδρών στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1945, επικράτησε μάλλον ψυχρό κλίμα, αν και οι προτάσεις του Ζέρβα φαινόταν να έχουν στη συγκυρία την αποδοχή του «Μαύρου Καβαλάρη». Επιπλέον, οι διαθέσεις της Βρετανικής στρατιωτικής αποστολής ήταν αμφιλεγόμενες. Η μόνη επιλογή που απέμενε ήταν η δήλωση νομιμοφροσύνης και η αποδοχή του αναμενόμενου πολιτικού συμβιβασμού με το ΕΑΜ. Την ίδια περίοδο, στην Ήπειρο επικρατούσε μια διαφορετική κατάσταση.

H κυρίαρχη μέριμνα των Εαμικών στελεχών ήταν η κοινωνική και πολιτική ενοποίηση του χώρου, καθώς το σύνολο της περιφέρειας είχε τεθεί υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Άρχισαν, λοιπόν, να εισάγονται και στην πρώην επικράτεια του ΕΔΕΣ οι θεσμοί που ίσχυαν ήδη στις υπόλοιπες περιοχές. Στα μέλη του ΕΑΜ που δρούσαν στις «απελευθερωμένες» περιοχές της υπαίθρου επικρατούσε η πεποίθηση ότι έπρεπε να προωθηθεί σύντομα η ενσωμάτωσή τους στις δομές της Εαμικής Ελεύθερης Ελλάδας.

Προς την κατεύθυνση αυτή, άλλωστε, κατέτεινε και η διαταγή του Γιώργη Σιάντου προς τη Γενική διεύθυνση Ηπείρου για την οργάνωση της «Λαϊκής Εξουσίας» στην περιοχή από τις 31 - 12 - 1944. Στο πλαίσιο αυτό, αναλήφθηκε μια προσπάθεια δημιουργίας λαϊκών δικαστηρίων που θα φρόντιζαν για την τιμωρία των «εθνοπροδοτών». Επίσης άρχισαν να λειτουργούν και όλες οι άλλες υπηρεσίες της Εαμικής κρατικής δομής. Σε όλους όμως τους τόνους σημειωνόταν μέσω του Τύπου ότι οι κάτοικοι των περιοχών που προηγουμένως βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΔΕΣ δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν.

Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή διαδραμάτιζαν στελέχη που είχαν ήδη δραστηριοποιηθεί ενεργά το προηγούμενο διάστημα. Στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Ιωάννινα, ο δήμαρχος Πέτρος Αποστολίδης υλοποιούσε τις πολιτικές του ΕΑΜ εντός του δύσκολου περιβάλλοντος που δημιουργούσε η αναγκαστική απουσία πολλών οπαδών του ΕΑΜ (λόγω της μεταφοράς τους από τον ΕΔΕΣ στην Κέρκυρα). Στο μεταξύ, η κατάσταση στο χώρο της Λάκκας Σουλίου, παρά τη «μεταστροφή» της φατρίας των Κολιοδημητραίων και την άρνησή τους να ακολουθήσουν τον Ζέρβα στην Κέρκυρα, οδηγούσε τα ανώτατα στελέχη στην υιοθέτηση μιας αυστηρά κατασταλτικής πολιτικής.

Η προηγούμενη δράση της ομάδας οδήγησε τους επικεφαλής της VIII Μεραρχίας Ηπείρου στην απόφαση να συλλάβουν τα ηγετικά στελέχη και μέλη των οικογενειών τους. Παρά τις αντιρρήσεις του καπετάνιου του Τάγματος «Καραϊσκάκη» Αλέκου Κουτσούκαλη, που είχε επιφορτισθεί με τον έλεγχο της περιοχής της Λάκκας, η απόφαση υλοποιήθηκε το τελευταίο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1945. Τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής:

Η αρχική ευμενής ουδετερότητα ανατράπηκε όταν μετά τις διαπραγματεύσεις του διοικητή της μονάδας των Κολιοδημητραίων Δημήτρη Ζήκου με τα στελέχη της Αριστεράς αποφασίσθηκε η προσχώρηση του τμήματος στον ΕΛΑΣ. Στο πλαίσιο της νέας κατάστασης, η διοίκηση και τα μέλη του Τάγματος «Καραϊσκάκη» εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πεντόλακκος και άρχισαν να υλοποιούν τις αποφάσεις περί αφοπλισμού. Στις 22 Ιανουαρίου 1945, όμως, ο Δημήτρης Ζήκος μαζί με το δάσκαλο και υποδιοικητή του Συντάγματος Ελευθέριο Δούλη οδηγήθηκαν σε ένα οίκημα στα Δερβίζιανα, όπου και συνελήφθησαν.

Τη σύλληψη του Δημήτρη Ζήκου ακολούθησαν ταυτόχρονες μαζικές συλλήψεις στην περιοχή της Λάκκας Σουλίου, αρχικά από το οικογενειακό του δίκτυο στον Πεντόλακκο και στη συνέχεια από άλλες κοινότητες. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στα Δερβίζιανα και στη συνέχεια στην τοποθεσία Νταλαμάνι, όπου και εκτελέσθηκαν τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιανουαρίου 1945. Επρόκειτο για γεγονότα που οπωσδήποτε δεν συντελούσαν στην ομαλοποίηση της κατάστασης και απηχούσαν, μεταξύ άλλων, και την πόλωση στην οποία είχε οδηγηθεί η κοινωνία της Ηπείρου μετά τις εμφύλιες συγκρούσεις που είχαν προηγηθεί.



Είναι μάλιστα ενδεικτικό ότι τα περισσότερα στελέχη της Αριστεράς έκαναν μεταπολεμικά λόγο για αδικαιολόγητες υπερβασίες και εξτρεμισμούς όσον αφορά το συγκεκριμένο περιστατικό. Σε κάθε περίπτωση, οι μαζικές αυτές εκτελέσεις συντέλεσαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στην ανατροφοδότηση της διαμάχης με νέους όρους, καθώς οι πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα ήταν ραγδαίες. Γεγονός παρέμενε ότι η προϊούσα ένταση στις σχέσεις των δύο οργανώσεων τροφοδοτήθηκε και από μια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία πολλοί πρώην Εδεσίτες εθεωρούντο συλλήβδην ένοχοι.

Οι εκτελέσεις στις οποίες προέβη ο ΕΛΑΣ, κυρίως στην περιοχή της Λάκκας - Σουλίου και του κάμπου της Άρτας, δεν συνεισέφεραν στην άμβλυνση των πολιτικών παθών. Ενέργειες αυτού του τύπου δεν εξυπηρετούσαν την εδραίωση κλίματος ασφάλειας. Επιπλέον, δεν ανταποκρίνονταν και στη γενική πολιτική κατάσταση, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί τον Ιανουάριο του 1945 εις βάρος της Αριστεράς. Με την έννοια αυτή δημιουργούσαν μια άσχημη εντύπωση στον ήδη αρνητικά προκατειλημμένο αγροτικό πληθυσμό και καθιστούσαν δύσκολο το ενδεχόμενο πολιτικής επιβίωσης σε περίπτωση αλλαγής των ισορροπιών.

Η διαταγή αποστράτευσης των ΕΟΕΑ, με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, επικύρωσε τη διάλυση των αντάρτικων τμημάτων του ΕΔΕΣ. Ακολούθησε η τελευταία διαταγή του Γενικού Αρχηγείου των ΕΟΕΑ, με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 1945, με την οποία ο Ζέρβας απευθύνθηκε στους συμπολεμιστές του, διαβεβαιώνοντάς τους ότι: «δεν χωριζόμαστε. Μένομεν πάντα ηνωμένοι, άρρηκτα συνδεδεμένοι. Το αίμα μας ενώνει στη ζωή όπως μας ήνωνε και στο θάνατο».

Ο Ναπολέων Ζέρβας, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, επανήλθε στην Αθήνα αποφασισμένος να διεκδικήσει ουσιαστικό ρόλο στα μεταπολεμικά πολιτικά πράγματα της χώρας ως ηγέτης κομματικού σχηματισμού, με προφανή στόχο κεφαλαιοποίησης του «εθνικού αντιστασιακού» αγώνα της προγενέστερης περιόδου. Σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα προχώρησε στην ίδρυση του Εθνικού Κόμματος Ελλάδος, κομματικού σχηματισμού που επεδίωκε κυρίως την αντιπροσώπευση των κοινωνικών εκείνων στρωμάτων που είχαν ακολουθήσει τον ΕΔΕΣ.

Μια ομάδα στελεχών της οργάνωσης, κινούμενη γύρω από τον Κομνηνό Πυρομάγλου, δεν τον ακολούθησε στο εγχείρημα αυτό, καθώς θεώρησε ότι υπονομευόταν εντελώς η δημοκρατική κατεύθυνση του Συνδέσμου. Η Κατοχή, όπως προαναφέραμε, είχε συσσωρεύσει πλήθος προβλημάτων στην Ελλάδα, που αφορούσαν τόσο τη διαχείριση από τις ανταγωνιστικές πολιτικές παρατάξεις της δύσκολης συγκυρίας όσο και τις προοπτικές της μεταπολεμικής εξέλιξης της κατεστραμμένης, σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, χώρας.

Η πίεση των προβλημάτων αυτών γινόταν μεγαλύτερη στις απομονωμένες από το κέντρο περιοχές, όπως η Ήπειρος. Η αλλαγή στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, που συντελέσθηκε με την ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, επισφράγισε και τις εξελίξεις στην περιφέρεια. Ήδη, από τις τελευταίες ημέρες του Φεβρουαρίου 1945 οι Εαμικές εφημερίδες της Ηπείρου αναφέρονταν σε επιθέσεις και απειλές εναντίον πρώην Ελασιτών. Η τοπική Εθνοφυλακή, η οποία ανέλαβε σύντομα τα καθήκοντά της, αποτελείτο στη συντριπτική της πλειοψηφία από πρώην Εδεσίτες αντάρτες.

Ταυτόχρονα, στις πόλεις και τα χωριά επέστρεψε το τμήμα εκείνο του πληθυσμού που είχε ακολουθήσει οικειοθελώς τον ΕΔΕΣ κατά την αποχώρησή του στην Κέρκυρα. Επέστρεψαν όμως στα Ιωάννινα από την Κέρκυρα και οι Εαμίτες «όμηροι», αποκαρδιωμένοι από την τροπή των πραγμάτων και προβληματισμένοι για το μέλλον. Για τα επόμενα έτη οι πολιτικές και οικονομικές λειτουργίες των τοπικών κοινωνιών της Ηπείρου θα επηρεάζονταν απόλυτα από τα δίκτυα των Εδεσιτών και οι «ανοιχτοί λογαριασμοί» με τα μέλη του ΕΑΜ θα έκλειναν οριστικά εντός του πλαισίου που δημιουργούσε πλέον ο ολοκληρωτικός εμφύλιος πόλεμος της περιόδου 1946 - 1949.

ΟΙ ΠΙΚΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ

Παρά τους τόνους μελανιού που έχουν χυθεί, τα γεγονότα και τα ντοκουμέντα μιλούν από μόνα τους. Το ΕΑΜ ήταν μία οργάνωση –προμετωπίδα, στην οποία εντάχθηκαν βεβαίως πολλοί ακομμάτιστοι πατριώτες για να απελευθερώσουν την πατρίδα από την τριπλή Κατοχή. Όμως το ΚΚΕ ποτέ δεν έχασε τον έλεγχο και χρησιμοποίησε τη στρατολόγηση αγνών πατριωτών για να έχει ετοιμοπόλεμο στρατό για την περίοδο μετά την Απελευθέρωση. Είναι χαρακτηριστική η τάση του ΕΛΑΣ (Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού) να διαλύει με φονικό τρόπο αντίθετες οργανώσεις ακόμη και την Κεντροαριστερή ΕΚΚΑ του Συνταγματάρχη Ψαρρού.

Η ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση) και η ένοπλη ομάδα της, το 5/42 Σύνταγμα, δεν είχε μεγάλη δύναμη, αλλά ως μη ελεγχομένη από το ΚΚΕ ενοχλούσε. Έτσι φθάσαμε στη δολοφονία του Ψαρρού στο Κλήμα Δωρίδος από τον ΕΛΑΣ (νύχτα της 16ης προς 17η Απριλίου 1944). Ο Άγγλος Συνταγματάρχης Κρις Γουντχάουζ, ο οποίος ανήκε τότε στη Βρετανική στρατιωτική αποστολή που στήριζε την Ελληνική Αντίσταση, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:

«Για τους ηγέτες του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, -όχι όμως και για πολλούς από τους οπαδούς τους, των οποίων ήταν εύκολο να εκμεταλλευθούν τον ενθουσιασμό- η πάλη κατά των Γερμανών ήταν δευτερεύουσα μέριμνα, η οποία αναλαμβανόταν μόνο για σκοπούς που εξυπηρετούσαν τον αρχικό σκοπό της κατακτήσεως της πολιτικής εξουσίας».



Ο Γιουγκοσλάβος παρτιζάνος και συνεργάτης του Κομμουνιστή ηγέτη Τίτο, ο γνωστός Βουκμάνοβιτς - Τέμπο, αν και υπήρξε για ένα διάστημα σύμβουλος και συνεργάτης του ΚΚΕ, παραδέχεται ότι μερικές φορές ο ΕΛΑΣ σκοπίμως απέφευγε τη σύγκρουση με τους Γερμανούς και Ιταλούς για να διατηρεί δυνάμεις για την κατάληψη της εξουσίας. Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 / 10 / 1944 σχηματίσθηκε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Σ' αυτή συμμετείχαν και Υπουργοί - Υφυπουργοί από τον χώρο του ΕΑΜ χωρίς να είναι όλοι ακραίοι κομμουνιστές.

Αυτοί ήσαν οι Γ. Ζεύγος, Μ. Πορφυρογένης, Α. Σβώλος, Η. Τσιριμώκος, Α. Αγγελόπουλος και Ν. Ασκούτσης. Οι διαπραγματεύσεις είχαν καταλήξει στην απόφαση να διαλυθεί την 1 / 12 / 1944 η Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ και να παραδώσει τη θέση της σε μία νέα Εθνοφυλακή, η οποία θα απετελείτο από άνδρες όλων των αποχρώσεων και κομμάτων. Όμως το ΕΑΜ αρνήθηκε την ημέρα εκείνη να συμμορφωθεί και με εντολή του ΚΚΕ αποσύρθηκαν από την Κυβέρνηση οι αριστεροί Υπουργοί. Το ΚΚΕ κρατούσε την Πολιτοφυλακή για να επιτεθεί εναντίον των Αγγλικών Δυνάμεων του Σκόμπυ και των ελαχίστων κυβερνητικών δυνάμεων, όπως ήταν η Χωροφυλακή και η Αστυνομία Πόλεων.

Ζήτησε δε άδεια για συλλαλητήριο στις 3 Δεκεμβρίου. Η αλήθεια είναι ότι η απόφαση για γενική επανάσταση είχε ληφθεί προ πολλού. Πριν από το συλλαλητήριο ένοπλοι του ΚΚΕ επετέθησαν κατά του σπιτιού του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και τραυμάτισαν έναν αστυφύλακα, ενώ στο Σύνταγμα σκότωσαν πριν από το συλλαλητήριο άλλον έναν αστυνομικό. Την πραγματική εικόνα της επαναστατικής προετοιμασίας ομολογεί ένα τότε στέλεχος του ΚΚΕ, ο Α. Καλλιγάς, ο οποίος γράφει τα εξής εξόχως ενδιαφέροντα:

«Οι εφημεριδοπώλες διαλαλούσαν τα παραρτήματα (της 1ης Δεκεμβρίου) με τη μοιραία διαταγή και το διάγγελμα (του Σκόμπυ) που απειλούσε το λαό με λιμοκτονία και οικονομικό βάραθρο. Τώρα πια δεν απομένει καμία ελπίδα. Καμία ελπίδα; Ίσως αν υποχωρούσαν οι Εαμικοί. Έτρεξα στα γραφεία της οργάνωσης. Τα δωμάτια ήσαν άδεια, τα έγγραφα είχαν μεταφερθεί και πολλά έπιπλα. Από τα στελέχη κανείς. Μόνο οι Ελασίτες της φρουράς υπήρχαν στο χτίριο και μερικοί πολίτες.

Χωρίς να ρωτήσω τίποτε, γύρισα προς τα πίσω. Βγήκα και τράβηξα για το Κόμμα. Μια ανάλογη έκπληξη με περίμενε κι εκεί. Όλα είχαν μετακομιστεί. Το χτίριο είχε αδειάσει. Ρώτησα τον άνθρωπο της πόρτας: «Δεν μου λες, σύντροφε, μεταφερθήκανε τα γραφεία σας;». «Από σήμερα» μου απάντησε. «Πού» ξαναρώτησα με αδημονία. «Στην παρανομία, σύντροφε», έκανε ζωηρά ο θυρωρός. «Δεν κατάλαβες, λοιπόν, ακόμη, τι γίνεται;» Και τότε κατάλαβα οριστικά και αναμφισβήτητα τι γινότανε».

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι δύο ημέρες πριν από το συλλαλητήριο, που πυροδότησε την έκρηξη, το ΚΚΕ και οι θυγατρικές του οργανώσεις είχαν ήδη φυγαδεύσει τα στελέχη τους στην παρανομία και είχαν κλείσει τα γραφεία τους. Η απόφαση για την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας είχε ήδη ληφθεί και είναι μέγας μύθος να επιρρίπτεται η ευθύνη στην Αστυνομία, ότι δήθεν μετέτρεψε σε αιματηρή διαδήλωση ένα ειρηνικό συλλαλητήριο. Το τεχνηέντως παρουσιαζόμενο ως «ειρηνικό συλλαλητήριο» ήταν η αιχμή του δόρατος μιας προαποφασισμένης γενικής και βίαιης εξέγερσης.

Αν επετύγχανε αυτή η εξέγερση η Ελλάς θα είχε μεταβληθεί σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως Σταλινικού τύπου, εκατομμύρια αντιφρονούντες (Βασιλόφρονες, Φιλελεύθεροι, Σοσιαλδημοκράτες κ.α) θα είχαν εκτελεσθεί ή εγκλεισθεί σε Ελληνικά Γκουλάγκ και η Μακεδονία και η Θράκη θα είχαν αποσχισθεί από την Ελλάδα. Ευτυχώς που ο τελικός στόχος των Δεκεμβριανών απέτυχε. Αυτά που είδαμε και μάθαμε για τα κομμουνιστικά καθεστώτα μετά την κατάρρευσή τους το 1989 - 1990 μας πείθουν ότι ο Θεός και η αυτοθυσία των λίγων κυβερνητικών και Βρετανών μαχητών έσωσαν την Ελλάδα από μύρια δεινά.

Δεν μιλούμε για θύματα σε μάχες μεταξύ αντιπάλων ομάδων. Αναφερόμαστε σε ολόκληρες οικογένειες που βρέθηκαν παραμορφωμένες από την επαναστατική βία του ΚΚΕ, του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ (κομμουνιστική οργάνωση ειδικευμένη σε πολιτικές δολοφονίες). Αυτά τα κατέγραψαν Άγγλοι Εργατικοί (δηλαδή Κεντροαριστεροί ) υπό τον Βουλευτή Σιτρίν που ήλθε ειδικά γι' αυτό τον σκοπό στην Αθήνα μετά την καταστολή της ένοπλης στάσης. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός υπολόγισε σε 65.000 τους αμάχους που φονεύθηκαν.

Πολλοί απήχθησαν στα Κρώρα και σε άλλα σημεία της Αττικοβοιωτίας και αναγκάσθηκαν να περπατούν ημίγυμνοι μέσα στο κρύο του χειμώνα. Ίσως το ΚΚΕ ήθελε να εξαφανίσει την ηγεσία της αστικής τάξης απαγάγοντας και δολοφονώντας ιατρούς, δικηγόρους, Πανεπιστημιακούς καθηγητές και αξιωματικούς. Όμως και αυτή η ερμηνεία δεν εξηγεί το εύρος και το μένος της βίας, διότι μεταξύ των δολοφονηθέντων και απαχθέντων περιλαμβάνονταν και απλοί εργάτες, χαμηλόμισθοι υπάλληλοι, και άνθρωποι κάθε τάξεως και ηλικίας.

Την απαράδεκτη βία και αιματοχυσία παραδέχθηκαν με υπόμνημα προς τον Αντιβασιλέα και Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό ορισμένα στελέχη του ΚΚΕ και των συνεργαζομένων αριστερών δυνάμεων. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στον Ριζοσπάστη της 5 / 4 / 1945, φέρει τις υπογραφές των Σιάντου, Ζεύγου, Πορφυρογένη, Σβώλου, Αγγελόπουλου, Ασκούτση, Μάντακα κ.α. και λέει μεταξύ άλλων: «Έγινε ένα κίνημα που όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν έπρεπε να γίνει και έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Και δυστυχώς κατά το κίνημα αυτό έγιναν όσα έγιναν εναντίον αμάχων και αθώων».



Την ίδια ακριβώς ημέρα συνήλθε η 11η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ και κατέγραψε τα κυριότερα λάθη που οδήγησαν στην αποτυχία της εξέγερσης: Επισημαίνονται κυρίως «η όχι σωστή εκτίμηση των διαθέσεων και του ρόλου της αγγλικής κυβέρνησης του Τσώρτσιλ», η «υποτίμηση των διαθέσεων της αντίδρασης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό» και η «υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του ΚΚΕ». Για την ιστορία αξίζει να αναφέρουμε ότι στις 3 Ιανουαρίου τα δύο μεγάλα κόμματα, Λαϊκό και Φιλελευθέρων, για να στηρίξουν τον αγώνα υπέρ της αστικής δημοκρατίας, σχημάτισαν και στήριξαν την Κυβέρνηση υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα.

Στις 10 Ιανουαρίου συνήφθη ανακωχή και από 2 έως 12 Φεβρουαρίου 1945 συνεκλήθη στη Βάρκιζα συνάντηση μεταξύ της Κυβερνήσεως και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με στόχο την παράδοση του οπλισμού από τον ΕΛΑΣ. Εκεί υπεγράφη η ιστορική Συμφωνία της Βάρκιζας, δόθηκε υπόσχεση να μην τιμωρηθούν οι ηγέτες της εξέγερσης και επετράπη η ελεύθερη διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών. Αργότερα ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης κατηγόρησε τον Γιώργη Σιάντο ως προδότη και ως κύριο υπεύθυνο γι την ήττα στη μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβριο 1944.

Ο γνώστης της εποχής, αείμνηστος πολιτικός και ιστορικός Ευάγγελος Αβέρωφ (1908 - 1990. Ξεκίνησε ως στέλεχος των Φιλελευθέρων, στη συνέχεια διετέλεσε στενός συνεργάτης και Υπουργός του Κωνσταντίνου Καραμανλή και έγινε αρχηγός επί ένα διάστημα της Νέας Δημοκρατίας) παρατηρεί τα εξής:

«Το Κόμμα μπορούσε πράγματι αν παραιτείτο της τραγικής εξεγέρσεως του Δεκεμβρίου του 1944 να καταλάβει μια θέση εξέχουσα και ίσως δεσπόζουσα στην πολιτική ζωή της χώρας. Κατά το τέλος του 1944 βρισκόταν στην Κυβέρνηση. Είχε αποκτήσει συμμάχους σε όλες τις τάξεις του πληθυσμού. Οι πλείστοι από αυτούς, αν και ακόμη διατηρούσαν αμφιβολίες απέναντί του ήταν του λοιπού τόσον εκτεθειμένοι ώστε θα συνοδοιπορούσαν κατ' ανάγκην μαζί του. Εξάλλου το ΚΚΕ είχε εισχωρήσει παντού και οι αντίπαλοί του ήταν αδύνατοι και διηρημένοι.

Η πολιτική διαδικασία τού προσέφερε πλεονεκτήματα σαφή, βέβαια, και με την πάροδο του χρόνου ίσως αποφασιστικά. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πώς το ΚΚΕ άφησε να του διαφύγουν όλες αυτές οι εξαιρετικές ευκαιρίες. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι το ΚΚΕ ακολουθούσε δύο αντίθετες γραμμές και δεν απεφάσιζε να ακολουθήσει τη μία ή την άλλη: Κυμαινόταν συνεχώς μεταξύ του αγώνος και του συμβιβασμού, μεταξύ της γραμμής της δυνάμεως και της γραμμής της πολιτικής. Χρησιμοποίησε τον αγώνα και τη δύναμη μόνο στον «τρίτο γύρο».

Αν είχε νωρίτερα ακολουθήσει τη μία ή την άλλη γραμμή είναι πιθανόν ότι ο καταστρεπτικός γι' αυτόν «τρίτος γύρος» δεν θα χρειαζόταν». (Ο Αβέρωφ με τον όρο «τρίτος γύρος» αναφέρεται στην ένοπλη σύγκρουση του 1946 - 1949 από την οποία το ΚΚΕ εξήλθε ηττημένο και οδηγήθηκε στην παρανομία). Νομίζω ότι είναι καιρός να ισορροπήσει το εκκρεμές της Ελληνικής ιστοριογραφίας. Από το 1949 έως το 1974 ακουγόταν και γραφόταν μόνον η αντικομμουνιστική πλευρά των γεγονότων του 1941 - 1949, στα οποία περιλαμβάνονται και τα Δεκεμβριανά.

Από το 1974 μέχρι σήμερα ακούγεται κατά κόρον και καθ' υπερβολήν η άποψη του ΚΚΕ και η ερμηνεία της αριστερόστροφης ιστοριογραφίας. Επιτέλους πρέπει η σύγχρονη Ελληνική Δημοκρατία και η κοινωνία να αναγνωρίσει ότι όσοι Χωροφύλακες, Αστυφύλακες, Λιμενοφύλακες, στρατιωτικοί κ.ά. σκοτώθηκαν υπερασπιζόμενοι τη νόμιμη Κυβέρνηση της Ελλάδος δεν ήσαν «μοναρχοφασίστες», ούτε συνεργάτες των Ναζί, ούτε ενήργησαν μόνοι τους και αυθαιρέτως.

Υπεράσπισαν τη δημοκρατία, τον Κοινοβουλευτισμό, την οικονομική ευημερία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Προς Θεού, δεν προτείνω να ξανακαλλιεργήσουμε έναν παρωχημένου τύπου αντικομμουνισμό.  Είναι κωμικοτραγικό μετά την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων Σταλινικού τύπου να βλέπουμε αριστερούς συγγραφείς σε όλη την Ευρώπη να καταγράφουν και να επικρίνουν τα εγκλήματα και τα άλλα σφάλματα των κομμουνιστικών κομμάτων ή καθεστώτων και στη χώρα μας να εμποδίζονται.



Φυσικά δεχόμαστε ότι αγριότητες διεπράχθησαν και από την πλευρά των κυβερνητικών ή των Βρετανικών δυνάμεων. Σε έναν πόλεμο κανείς δεν είναι άγιος. Όμως στην περίπτωση των κυβερνητικών επρόκειτο για μεμονωμένα περιστατικά ενώ στην περίπτωση του ΚΚΕ και της ΟΠΛΑ επρόκειτο για σταθερή και μεθοδευμένη γραμμή.

Όμως η ομόνοια και η καταλλαγή δεν επιτυγχάνονται με μονομερείς διαστρεβλώσεις της Ιστορίας και με συνεχή καλλιέργεια μύθων από μία παράταξη, η οποία προκάλεσε μεγάλο θρήνο και μεγάλη ζημιά στον τόπο και καλό θα ήταν κάποτε να καθήσει ταπεινά και να κάνει τη σκληρή αυτοκριτική της. Όχι μόνο για τα Δεκεμβριανά, αλλά και για την τυφλή υποταγή στον αιμοσταγή δικτάτορα Στάλιν, για το αίτημα της απόσχισης από την Ελλάδα της Μακεδονίας και για πολλά άλλα.

ΧΑΡΤΕΣ











ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ









































(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου