Η δολοφονία του Δημήτρη Ψαρρού (Στρώμη Φωκίδας, 17 Απριλίου 1944) αποτελεί
ένα από τα πλέον μελανά επεισόδια της διαμάχης που ξέσπασε στην
κατεχόμενη Ελλάδα μεταξύ μελών των ελληνικών αντιστασιακών αλλά και
συμμορίτικων-λησταντάρικων ομάδων κατά τη διετία 1943 – 1944. Έως
σήμερα, τα κίνητρά της παραμένουν ανεξιχνίαστα, ενώ οι συνέπειές της
υπήρξαν ιδιαίτερα αρνητικές για το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που βαρύνεται με την ευθύνη
της πράξης, καθώς πρόσφερε επιχειρήματα στην αντικομμουνιστική πλευρά
και όχι άδικα.
Ενώ κατά τη διάρκεια του 1943 οι αξιωματικοί, γενικά, του Συντάγματος Ευζώνων μετά από σαφείς εντολές του Ψαρρού (που δεν επιθυμούσε τη σύγκρουση) τηρούσαν διαλλακτική στάση προς τους αντίστοιχους βαθμοφόρους του ΕΛΑΣ, στα 1944 στις γραμμές τους εισήλθε μια ομάδα περίπου 70 αξιωματικών με βασιλόφρονα τοποθέτηση, των οποίων επικεφαλής φερόταν ο λοχαγός Θύμιος Δεδούσης. Ο τελευταίος άρχισε να παρεκκλίνει του αρχικού προσανατολισμού της ΕΚΚΑ και προέβη σε διασπαστικές κινήσεις με στόχο την υποστήριξη της επιστροφής του εξόριστου βασιλιά, πριν τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Αποκορύφωμα της στάσης του αυτής ήταν η συλλογή 68 υπογραφών αξιωματικών του Συντάγματος, γεγονός που προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της ΕΑΜικής πλευράς. Ο Ψαρρός δεν κατάφερε να μεταβάλει τη στάση της ομάδας Δεδούση και αυτομάτως κατέστη, ως επικεφαλής του 5/42, ο βασικός στόχος του ΚΚΕ.
Στις 2:15 τα ξημερώματα εκδηλώθηκε η κύρια επίθεση προς το λόχο Δεδούση και παρά τη σθεναρή αντίσταση του 5/42, σε σύντομο χρόνο η μάχη τερματίσθηκε με μεγάλες απώλειες και των δυο πλευρών. Οι φιλομοναρχικοί λοχαγοί Δεδούσης και Καπετζώνης κατόρθωσαν να διαφύγουν, αλλά ο Ψαρρός, πιστεύοντας ότι δεν κινδύνευε σε ελληνικά χέρια, αποφάσισε να παραδοθεί μαζί με μια δύναμη 150 αντρών του. Οι Ντούρος και Καϊμάρας που διοικούσαν τους άλλους δυο λόχους του 5/42 οπισθοχώρησαν, όταν διαπίστωσαν ότι δεν ήταν σε θέση να ανακόψουν την επίθεση και επέστρεψαν στους τόπους καταγωγής τους. Στο ύψωμα της Αναλήψεως δόθηκε η τελική μάχη και ο Ψαρρός τελικά υποχώρησε προς την περιοχή «Σκάλα Καραΐσκου», όπου και συνελήφθη χωρίς αντίσταση από τους «μαυροσκούφηδες» του Άρη. Ο τελευταίος, τον παρέδωσε στο Νικηφόρο με εντολή να τον οδηγήσει με ασφάλεια στην έδρα της Ταξιαρχίας, στον Άγιο Ηλία. Όμως, καθοδόν προς εκεί, η ομάδα Νικηφόρου συναντήθηκε με τον ακραίο Ζούλα, που βλέποντας τον αιχμάλωτο Ψαρρό, άρχισε να τον βρίζει και να τον προκαλεί. Κάτω από μάλλον αδιευκρίνιστες συνθήκες, ο Ψαρρός δέχθηκε μια ριπή αυτομάτου όπλου από άνδρα του Ζούλα και έπεσε νεκρός. Πολλοί από τους μαχητές του υπέστησαν σκληρότατη κακομεταχείριση από τους αντιπάλους τους, μερικές δεκάδες δε, που αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ, δολοφονήθηκαν επίσης.
Ο απόηχος και οι ευθύνες
Η είδηση της δολοφονίας του Ψαρρού, την οποία ανήγγειλε προς τα μέλη της ΠΕΕΑ την παραμονή της κρίσιμης συνάντησης του Λιβάνου για την οργάνωση του αντιστασιακού αγώνα, ο ίδιος ο Σάντος εκφράζοντας την οδύνη του, προκάλεσε απογοήτευση και αποτροπιασμό. Ο Βελουχιώτης με τηλεγράφημά του προς την διοίκηση του ΕΛΑΣ ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για τη διάλυση του 5/42, αλλά ανέφερε ότι ο Ψαρρός σκοτώθηκε μαχόμενος. Ο Ευριπίδης Μπακιρτζής, Στέφανος Σαράφης και τα υπόλοιπα στελέχη της Κυβέρνησης του βουνού συγκλονίστηκαν αλλά εν συνεχεία δεν έλαβαν το παραμικρό μέτρο κατά των φυσικών αυτουργών της δολοφονίας, παρομοίως και το ΕΑΜ που δέχθηκε συλλήβδην τα λεκτικά πυρά του Γεωργίου Παπανδρέου στη σύσκεψη του Λιβάνου. Ο Ζούλας παρέμεινε ατιμώρητος, κάτι που ενισχύει τις υπόνοιες ότι πιθανόν να μην έδρασε εν ψυχρώ ή αυτόβουλα, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ. Οι περισσότεροι από τους διασωθέντες άνδρες του Συντάγματος είτε στράφηκαν εχθρικά προς το ΕΑΜ/ΚΚΕ είτε έσπευσαν να ενταχθούν στα Τάγματα Ασφαλείας της περιοχής Πατρών.
Τελικά, όπως έγινε γνωστό αργότερα, την εντολή για τη εν ψυχρώ δολοφονία του Ψαρρού είχε δώσει ύπουλα ο ληστοσυμμορίτης και αρχισφαγέας Βελουχιώτης. “Παραδέχομαι ότι επέδρασα εξαιρετικά και ερυμούλκησα την Ταξιαρχίαν προς γραμμήν τοιαύτης ταχείας και ανηλεούς εξοντώσεως. Πιστεύω, όμως, ότι ενήργησα απολύτως προς το συμφέρον του αγώνος και αναλαμβάνω ακεραίαν την ευθύνην”, είχε πει στις βρωμερές σημειώσεις του, το κάθαρμα του ΕΛΑΣ.
ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ
Ο Δημήτρης Ψαρρός ήταν ο επικεφαλής του στρατιωτικού σκέλους μιας
οργάνωσης της περιοχής Παρνασσίδας η οποία αποτελούσε τον “τρίτο πόλο”
στο ελληνικό αντιστασιακό κίνημα (μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ), της
Ε.Κ.Κ.Α. στην οποία πολιτικός ηγέτης ήταν ο Γεώργιος Καρτάλης. Στους
κύκλους της οργάνωσης είχαν εισδύσει κυρίως μετριοπαθή, αντιμοναρχικά
και κεντρώας πολιτικής τοποθέτησης στελέχη και φιλοδοξία του αρχηγού
τους ήταν να διεξάγουν έναν πατριωτικό αγώνα, δίχως κομματική προσήλωση.
Το στρατιωτικό τμήμα της ΕΚΚΑ ονομάσθηκε 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων προς
τιμή του επίλεκτου στρατιωτικού σχηματισμού που είχε διακριθεί στον
πόλεμο του 1940-41. Η συγκρότηση του συντάγματος υλοποιήθηκε στις 20
Απριλίου του 1943. Ωστόσο, οι δυο άλλες οργανώσεις είδαν με ιδιαίτερη
επιφυλακτικότητα τη δημιουργία μιας νέας ένοπλης δύναμης και επεδίωξαν
(ειδικά ο ΕΛΑΣ που τμήματά του δρούσαν στην ίδια περιοχή) να την
προσεταιριστούν. Η κλιμακούμενη εχθρότητα σύντομα οδήγησε σε δυο
αλλεπάλληλους αφοπλισμούς του 5/42, οι οποίοι σημειώθηκαν στις 14 Μαΐου
και στις 23 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Και στις δυο περιπτώσεις, η
ηγεσία του ΚΚΕ με εντολές της επέστρεψε άμεσα τον οπλισμό στους αντάρτες
του Συντάγματος, επιτρέποντας έτσι, την επανασυγκρότησή του. Εντούτοις,
οι πιέσεις του ΕΛΑΣ προς τα στελέχη του 5/42 για προσχώρηση στον ΕΛΑΣ ή
διάλυση δεν ελαττώθηκαν.Ενώ κατά τη διάρκεια του 1943 οι αξιωματικοί, γενικά, του Συντάγματος Ευζώνων μετά από σαφείς εντολές του Ψαρρού (που δεν επιθυμούσε τη σύγκρουση) τηρούσαν διαλλακτική στάση προς τους αντίστοιχους βαθμοφόρους του ΕΛΑΣ, στα 1944 στις γραμμές τους εισήλθε μια ομάδα περίπου 70 αξιωματικών με βασιλόφρονα τοποθέτηση, των οποίων επικεφαλής φερόταν ο λοχαγός Θύμιος Δεδούσης. Ο τελευταίος άρχισε να παρεκκλίνει του αρχικού προσανατολισμού της ΕΚΚΑ και προέβη σε διασπαστικές κινήσεις με στόχο την υποστήριξη της επιστροφής του εξόριστου βασιλιά, πριν τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Αποκορύφωμα της στάσης του αυτής ήταν η συλλογή 68 υπογραφών αξιωματικών του Συντάγματος, γεγονός που προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της ΕΑΜικής πλευράς. Ο Ψαρρός δεν κατάφερε να μεταβάλει τη στάση της ομάδας Δεδούση και αυτομάτως κατέστη, ως επικεφαλής του 5/42, ο βασικός στόχος του ΚΚΕ.
Το τέλος του 5/42 και η δολοφονία
Κατόπιν σαφών διαταγών που εκδόθηκαν από τον ίδιο τον Άρη Βελουχιώτη, ο
οποίος ανέλαβε προσωπικά την επίθεση εναντίον του 5/42, τα ξημερώματα
της 17 Απριλίου του 1944 τα τμήματα του Συντάγματος στο Κλήμα Δωρίδας
δέχθηκαν τα ομαδικά πυρά μονάδων του ΕΛΑΣ αποτελούμενων από την V
Ταξιαρχία (υπό το «Νικηφόρο») και το αποκαλούμενο ως «Τάγμα Θανάτου»
(υπό το λοχαγό Γιαννακουλόπουλο) που εντάχθηκε, με νέα ονομοσία ως
ΙΙΙ/36 Τάγμα, στο 36ο Σύνταγμα (διοικητής ο ταγματάρχης Ζούλας). Μια
μέρα πριν, ο Ψαρρός με μήνυμά του προς την ηγεσία της ΕΚΚΑ ανακοίνωνε
την απόφασή του να αντισταθεί στην επίθεση.Στις 2:15 τα ξημερώματα εκδηλώθηκε η κύρια επίθεση προς το λόχο Δεδούση και παρά τη σθεναρή αντίσταση του 5/42, σε σύντομο χρόνο η μάχη τερματίσθηκε με μεγάλες απώλειες και των δυο πλευρών. Οι φιλομοναρχικοί λοχαγοί Δεδούσης και Καπετζώνης κατόρθωσαν να διαφύγουν, αλλά ο Ψαρρός, πιστεύοντας ότι δεν κινδύνευε σε ελληνικά χέρια, αποφάσισε να παραδοθεί μαζί με μια δύναμη 150 αντρών του. Οι Ντούρος και Καϊμάρας που διοικούσαν τους άλλους δυο λόχους του 5/42 οπισθοχώρησαν, όταν διαπίστωσαν ότι δεν ήταν σε θέση να ανακόψουν την επίθεση και επέστρεψαν στους τόπους καταγωγής τους. Στο ύψωμα της Αναλήψεως δόθηκε η τελική μάχη και ο Ψαρρός τελικά υποχώρησε προς την περιοχή «Σκάλα Καραΐσκου», όπου και συνελήφθη χωρίς αντίσταση από τους «μαυροσκούφηδες» του Άρη. Ο τελευταίος, τον παρέδωσε στο Νικηφόρο με εντολή να τον οδηγήσει με ασφάλεια στην έδρα της Ταξιαρχίας, στον Άγιο Ηλία. Όμως, καθοδόν προς εκεί, η ομάδα Νικηφόρου συναντήθηκε με τον ακραίο Ζούλα, που βλέποντας τον αιχμάλωτο Ψαρρό, άρχισε να τον βρίζει και να τον προκαλεί. Κάτω από μάλλον αδιευκρίνιστες συνθήκες, ο Ψαρρός δέχθηκε μια ριπή αυτομάτου όπλου από άνδρα του Ζούλα και έπεσε νεκρός. Πολλοί από τους μαχητές του υπέστησαν σκληρότατη κακομεταχείριση από τους αντιπάλους τους, μερικές δεκάδες δε, που αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ, δολοφονήθηκαν επίσης.
Ο απόηχος και οι ευθύνες
Η είδηση της δολοφονίας του Ψαρρού, την οποία ανήγγειλε προς τα μέλη της ΠΕΕΑ την παραμονή της κρίσιμης συνάντησης του Λιβάνου για την οργάνωση του αντιστασιακού αγώνα, ο ίδιος ο Σάντος εκφράζοντας την οδύνη του, προκάλεσε απογοήτευση και αποτροπιασμό. Ο Βελουχιώτης με τηλεγράφημά του προς την διοίκηση του ΕΛΑΣ ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για τη διάλυση του 5/42, αλλά ανέφερε ότι ο Ψαρρός σκοτώθηκε μαχόμενος. Ο Ευριπίδης Μπακιρτζής, Στέφανος Σαράφης και τα υπόλοιπα στελέχη της Κυβέρνησης του βουνού συγκλονίστηκαν αλλά εν συνεχεία δεν έλαβαν το παραμικρό μέτρο κατά των φυσικών αυτουργών της δολοφονίας, παρομοίως και το ΕΑΜ που δέχθηκε συλλήβδην τα λεκτικά πυρά του Γεωργίου Παπανδρέου στη σύσκεψη του Λιβάνου. Ο Ζούλας παρέμεινε ατιμώρητος, κάτι που ενισχύει τις υπόνοιες ότι πιθανόν να μην έδρασε εν ψυχρώ ή αυτόβουλα, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ. Οι περισσότεροι από τους διασωθέντες άνδρες του Συντάγματος είτε στράφηκαν εχθρικά προς το ΕΑΜ/ΚΚΕ είτε έσπευσαν να ενταχθούν στα Τάγματα Ασφαλείας της περιοχής Πατρών.
Τελικά, όπως έγινε γνωστό αργότερα, την εντολή για τη εν ψυχρώ δολοφονία του Ψαρρού είχε δώσει ύπουλα ο ληστοσυμμορίτης και αρχισφαγέας Βελουχιώτης. “Παραδέχομαι ότι επέδρασα εξαιρετικά και ερυμούλκησα την Ταξιαρχίαν προς γραμμήν τοιαύτης ταχείας και ανηλεούς εξοντώσεως. Πιστεύω, όμως, ότι ενήργησα απολύτως προς το συμφέρον του αγώνος και αναλαμβάνω ακεραίαν την ευθύνην”, είχε πει στις βρωμερές σημειώσεις του, το κάθαρμα του ΕΛΑΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου