Τραγωδία συνέβη πριν λίγη ώρα στη Λάρισα.
Άνδρας ηλικίας περίπου 50-55 ετών αυτοκτόνησε με όπλο μέσα στο σπίτι του, στην περιοχή της Νεράιδας.
Οι γείτονες και οι γνωστοί του είναι σοκαρισμένοι. Στο σημείο έσπευσαν αμέσως ασθενοφόρο και αστυνομικοί.
Προσφυγή στη Χάγη για τα ελληνοτουρκικά, εάν δεν βρεθεί τρόπος συνεννόησης με την Τουρκία - Αυτό ανακοίνωσε για πρώτη φορά επισήμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μέσα από την συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ της Κυριακής.
Μας λένε εδώ και εβδομάδες ότι ο Ερντογάν είναι απομονωμένος και πως η
ελληνική διπλωματία σημειώνει νίκες, έχοντας στο πλευρό της τους
ευρωπαίους «συμμάχους». Τελικά όπως όλα δείχνουν ο επικίνδυνος
για τα εθνικά μας συμφέροντα Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει αποφασίσει να
θέσει στην κρίση τρίτων το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων
ζωνών, ρισκάροντας με τον τρόπο αυτό μια απόφαση στα μέτρα της
Τουρκίας, ενώ έχουμε κάθε δικαίωμα στα 12 ναυτικά μίλια, δικαίωμα που
δεν άσκησε ποτέ ελλαδική κυβέρνηση γιατί υπάρχει το casus belli της
Τουρκίας.
«Θεωρώ δεδομένο ότι, μία τέτοια πρωτοβουλία θα τύγχανε της στήριξης όλων των πολιτικών δυνάμεων»,
λέει χαρακτηριστικά ο Κ. Μητσοτάκης και δεν βρίσκουμε ούτε έναν λόγο
για να διαφωνήσουμε μαζί του σε αυτό, καθώς πράγματι μια τέτοια
πρωτοβουλία θα την στήριζαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της παρούσας
βουλής.
Οι «Πρέσπες» της ΝΔ πλησιάζουν, μετά το ξεπούλημα της
Μακεδονίας έρχεται η «μοιρασιά» του Αιγαίου και αυτό – μας το
ανακοινώνει Έλληνας Πρωθυπουργός – μπορεί να συμβεί μέσω ενός διεθνούς
δικαστηρίου, εκεί όπου η Τουρκία θα εγείρει τις συνολικές αξιώσεις της
επί των ελληνικών κεκτημένων στο Αιγαίο!
Θα θυμάστε ασφαλώς προεκλογικά, όλους εκείνους τους «ανησυχούντες»
για τα εθνικά ζητήματα, πατριώτες του… facebook, οι οποίοι για να
ενισχύσουν τα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας – και να μειώσουν τα ποσοστά
της Χρυσής Αυγής, εξαπέλυαν μύδρους κατά της αριστεράς – κυρίως με
αφορμή το ξεπούλημα της Μακεδονίας, αλλά και για το πρόβλημα της
λαθρομετανάστευσης.
Οι μήνες πέρασαν, ο Τσίπρας έπεσε και ο πολυαγαπημένος τους Κυριάκος βρέθηκε αυτοδύναμος στην εξουσία με ποσοστό 40%. Από εκείνη την στιγμή και έπειτα, οι «εθνικόφρονες» αυτοί αγνοούνται! Τι συνέβη;
Μήπως η Νέα Δημοκρατία… έσκισε την Συμφωνία των Πρεσπών; Αντιθέτως, επιμένει για την αυστηρή εφαρμογή της.
Μήπως η Νέα Δημοκρατία απέλασε τους λαθρομετανάστες; Αντιθέτως, οι ροές παρουσιάζουν εκρηκτική αύξηση ενώ χιλιάδες από αυτούς μεταφέρονται στην ενδοχώρα.
Μήπως η Νέα Δημοκρατία μείωσε την ανεργία και έφερε τις «πολλές και καλές δουλειές» που είχε υποσχεθεί προεκλογικά; Αντιθέτως, η ανεργία καταγράφει ποσοστά ρεκόρ και παντού κυριαρχεί η ανασφάλιστη απασχόληση λίγων ωρών.
Μήπως η Νέα Δημοκρατία έφερε την «ανάπτυξη» και τις «επενδύσεις» που υποσχέθηκε προεκλογικά; Μήπως μείωσε την εγκληματικότητα; Δυστυχώς για την πατρίδα, μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να πείσει σε τίποτα.
Αφήνουμε για το τέλος το σημαντικότερο: Σας πείθει
αυτή η κυβέρνηση ότι θα προστατεύσει με κάθε τρόπο τα κυριαρχικά
δικαιώματα του Ελληνισμού απέναντι στην τουρκική απειλή; Για όλα τα παραπάνω, δεν… ανησυχούν τώρα πια οι «εθνικόφρονες»; Όπως δείχνουν τα πράγματα, όχι.
Και να σκεφτεί κανείς ότι οι ίδιοι που διοχέτευαν την λάσπη ότι η
Χρυσή Αυγή συνεργάζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ (!), σήμερα λένε ότι τα έχει δήθεν
βρει με την Νέα Δημοκρατία! Και το λένε αυτό για το μοναδικό πολιτικό
κόμμα που άσκησε ουσιαστική αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ, ξεγυμνώνοντας
ιδεολογικά την αριστερά, ενώ και σήμερα, είμαστε η μοναδική πραγματικά
αντιπολιτευτική φωνή απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη με την οποία
σαλιαρίζουν ξεδιάντροπα κάτι ακροδεξιοί της συμφοράς.
Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής. Η Χρυσή Αυγή άντεξε στον χρόνο,
στην λάσπη και στην μικροψυχία τους. Ο Αγώνας συνεχίζεται με όσους
θέλουν και μπορούν να αγωνιστούν. Οι εφεδρείες του συστήματος μπορούν
θαυμάσια να συνεχίσουν να αυτό-εξευτελίζονται. Χωρίς αυτήν την
«Πέμπτη φάλαγγα» στις τάξεις του πατριωτικού κινήματος, οι πιθανότητες
να επικρατήσουμε πολιτικά, είναι πολύ μεγαλύτερες!
O μέσος νουνεχής πολίτης περίμενε, και εκείνο για το οποίο ψήφισε τον
Κυριάκο, ασχέτως πολιτικών καταβολών και ιδεολογίας, ήταν ο διακαής
«πόθος» να ξεφορτωθούμε μια και καλά τον Σύριζα και να στρώσει ο δρόμος
για την επιστροφή στη κανονικότητα.
Ένα σχετικά εύκολο έργο για
τον Μητσοτάκη, αφού πλέον ο Σύριζα είναι ξεδοντιασμένος και εντελώς
ανυπόληπτος ακόμη και σε πολλούς από εκείνους που τον ψήφιζαν με δυο
χέρια για να «σκίσει τα μνημόνια».
Σίγουρα διατηρεί ένα 30% του
εκλογικού σώματος, αλλά όπως και να το κάνουμε η πλειοψηφία (έστω και
αργά) κατάλαβε ότι πρόκειται περί πολιτικών απατεώνων ανίκανων να
προσφέρουν το οτιδήποτε θετικό στη χώρα.
Με αυτά τα δεδομένα, συν
το ότι η οικονομική κρίση νομοτελειακά έφτασε στα τελειώματά της, ο
Κυριάκος είχε και έχει μια μοναδική ευκαιρία να κάνει όλα όσα
χρειάζονται για να ορθοποδήσει η χώρα, κλείνοντας τα αυτιά στον λαϊκισμό
των συριζαίων…
Για να μη ξεχνάμε, ο Σαμαράς είχε απέναντί του την
Μέρκελ και τους δανειστές, τον Σύριζα και τους εν γένει αγαναχτιστές,
δίπλα του είχε τον αλαζονικό Μπένι και τον ανεκδιήγητο κυρ Φώτη, και
πίσω του τα μαχαίρια των άτυπων συνιστωσών της Νέας Δημοκρατίας.
Θα θυμόσαστε φαντάζομαι την αγωνιστικότητα των Στρατούλη,
Λαφαζάνη, Κατρούγκαλου… της Ζωζώς, και άλλων παρόμοιων γραφικών, που
όμως (όπως και ο Μπαρουφάκης) λατρεύονταν μετά μανίας.
Τα υπόλοιπα
είναι γνωστά, η χώρα κινδύνεψε να πέσει στην άβυσσο, και σε όλα μα όλα
τα ζητήματα ο Αλέξης και η παρέα του κρίθηκαν από ανεπαρκείς έως
επικίνδυνοι.
Και έτσι φτάσαμε στον Ιούλιο του ’19 και ο Κυριάκος
κέρδισε μια πολύ καλή αυτοδυναμία, με τους ψηφοφόρους του να θεωρούν ότι
θα γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων του τις αντιπολιτευτικές
κραυγές των συριζαίων, και θα στρωθεί στη δουλειά.
Εσύ είσαι που το λες;
Κάθε
μέρα οι συριζαίοι κάνουν πάρτυ στα πάνελ και στα σόσιαλ μίντια, και η
κυβέρνηση τρέχει ασθμαίνουσα να απαντήσει και κυρίως να απολογηθεί.
Τη
μια για την δήθεν αστυνομική βία, την άλλη για οτιδήποτε καπνίσει στους
συριζαίους, που απελευθερωμένοι από τις ευθύνες της εξουσίας έχουν
απασφαλίσει γενικώς.
Και τι βλέπουμε μετά από μισό χρόνο σχεδόν Κυριάκου;
Να τρέχουν οι αστυνομικοί να συλλάβουν κάποιον μπαχαλάκια ή κακοποιό, και την άλλη μέρα (κυριολεκτικά) να είναι ελεύθερος.
Όσο για τις περίφημες προσαγωγές, εκεί γελάμε.
Με αποτέλεσμα οι μολότοφ να πέφτουν σαν χαλάζι, και οι Ρουβίκωνες να κάνουν ότι γουστάρουν.
Όσο για την εγκληματικότητα, αυτή σύμφωνα με επίσημα στοιχεία έχει θεριέψει.
Όπως
θέριεψαν και οι ροές, με τους Συριζαίους να γελάνε και να το παίζουν
αδικημένοι (και δικαιωμένοι) και με τους νησιώτες να αποτελούν πλέον
μειοψηφία στον τόπο τους.
Όπως μειοψηφία θα είναι σε λίγο και οι
Έλληνες, κυρίως της Μακεδονίας, αφού κάθε μέρα που περνάει όλο και
περισσότεροι «ικέτες» μεταφέρονται στην ενδοχώρα, με τις ροές όμως να
συνεχίζουν αμείωτες στα νησιά και στον Έβρο.
Με την κυβέρνηση να «εξυπηρετεί» τις ΜΚΟ… να διεκπεραιώνει το «έργο» τους.
Αντί να τις κλείσει όλες…
Όσον αφορά στο «μακεδονικό», αυτό ήδη ξεχάστηκε, όπως ξεχάστηκαν τα μεγάλα λόγια…
Τώρα έχουμε τον Σουλτάνο που μας απειλεί καθημερινά, και εμείς αντιδρούμε με «αυστηρές» τοποθετήσεις του Προκόπη…
Τον
οποίο ακούγεται ότι ο Κυριάκος θα «αντικαταστήσει» με γυναίκα, ή με
«σοσιαλιστή», για να είναι αρεστός στην ευρύτερη κεντροαριστερά του
Αλέξη, της Φώφης, και του … Ραγκούση.
Μη τυχόν και θυμώσουν δηλαδή
αν προταθεί κανένας πατριώτης Σαμαράς, και τορπιλίσουν την αγαστή
«συνεργασία» τους με την κυβέρνηση.
Εν κατακλείδι, οι όμορφες
αυτοδυναμίες όμορφα καταρρέουν, άσχετα αν προς το παρόν οι περισσότεροι
νεοδημοκράτες δεν αντιδρούν, συστήνοντας υπομονή.
Ξέρω όμως πολύ
καλά πως πολλοί είναι εκείνοι που ψήφισαν Κυριάκο, και που τώρα
αυτομαστιγώνονται και δηλώνουν κοψοχέρηδες, αρνούμενοι να αποδεχτούν την
αδικαιολόγητη ανικανότητα της κυβέρνησης να περιορίσει την
εγκληματικότητα και την λαθροεισβολή, τα δυο φλέγοντα αυτά ζητήματα.
Καλές
δηλαδή οι μειώσεις του ΕΝΦΙΑ, και οι εκκλήσεις για μειώσεις των τελών
κινητής τηλεφωνίας, αλλά όλα αυτά θα είναι τριτεύοντα όταν σιγά σιγά
(κατά εκεί πάει) θα επικρατήσει η Σαρία… με τις ευλογίες της κυβέρνησης,
που σε αυτά τα δυο ζητήματα μου θυμίζει απλά έναν διάδοχο των πολιτικών
του Σύριζα…
Και τουλάχιστον οι συριζαίοι ήταν ιδεοληπτικοί τσαρλατάνοι. Οι καινούργιοι όμως; Γιατί το συνεχίζουν;
Λέτε να ισχύει αυτό που κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα, ότι έγινε προεκλογική συμφωνία με τους εταίρους;
Κρατήστε
εσείς όλους τους «πρόσφυγες» που φτάνουν στην Ευρώπη, κι εμείς θα σας
αφήσουμε ελεύθερα τα γκέμια στα ζητήματα της οικονομίας;
Λέτε; Αν ναι, τότε λυπάμαι.
Σαν σήμερα, το 1976, δολοφονήθηκε στο Φάληρο ο εθνικιστής Αστυνόμος
Ευάγγελος Μάλλιος, από κομμουνιστές τρομοκράτες της παρακρατικής
συμμορίας «17 Νοέμβρη».
Ο Ευάγγελος Μάλλιος ήταν έγγαμος και
πατέρας δύο γιων, του Ιωάννη και του Αλέξανδρου, ηλικίας έξι και
τεσσάρων ετών την εποχή της δολοφονίας του.
Κατάγονταν από φτωχή
αγροτική οικογένεια. Ήταν απόφοιτος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Ως αστυνομικός υπηρέτησε σε διάφορες υπηρεσίες της Αστυνομίας
Πόλεων καθώς και στην υπηρεσία Διώξεως Κομμουνισμού. Κατά την διάρκεια
της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου ανέλαβε επικεφαλής της Υπηρεσίας
Πληροφοριών στην Αστυνομία Πόλεων. Υπηρετούσε με το βαθμό του Αστυνόμου
Α’ στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, αρχικά στην οδό Μπουμπουλίνας και στη
συνέχεια στο κτίριο της Λεωφόρου Μεσογείων.
Αμέσως μετά την
μεταπολίτευση, ο Αστυνόμος Μάλλιος κατηγορήθηκε από τους κομμουνιστές ως
«βασανιστής» και προφυλακίστηκε από την καραμανλική ψοφοδεξιά. Μετά από
μακροχρόνιες δικαστικές περιπέτειες, λοιδορούμενος επί καθημερινής
βάσεως από τον καθεστωτικό τύπο (ρύπο…), κηρύχθηκε αθώος.
Η
νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή του δολοφονηθέντος Αστυνόμου έγιναν στις
16 Δεκεμβρίου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, με την παρουσία χιλιάδων
Ελλήνων Εθνικιστών.
Μετά την κηδεία, το οργισμένο πλήθος εστράφη
κατά των παρισταμένων δημοσιογράφων, που ειρωνεύονταν τον κόσμο και τους
έδωσαν ένα καλό μάθημα σεβασμού προς ζώντες και νεκρούς. Ακολούθησε
πογκρόμ συλλήψεων εθνικιστών από το καραμανλικό κράτος, για αντίποινα.
Μεταξύ των συλληφθέντων, ως δήθεν «πρωταίτιοι των επεισοδίων», ήταν και ο
νυν Αρχηγός της Χρυσής Αυγής Ν. Μιχαλολιάκος, ο οποίος για πρώτη φορά
τότε φυλακίστηκε για τις ιδέες του.
Φυσικά, οι δολοφόνοι του Ευάγγελου Μάλλιου δεν συνελήφθησαν και δεν πλήρωσαν για το έγκλημά τους. Αλλά, ποτέ δεν είναι αργά…
(ΥΓ): Παρεμπιπτόντως, λίγες ημέρες μετά την άνανδρη δολοφονία, μια
ακροαριστερή συμμορία με την επωνυμία «Προλεταριακή Αριστερά», εξέδωσε
προκήρυξη υπέρ των δολοφόνων: «Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η οργάνωση 17
Νοέμβρη έδρασε σαν εντολοδόχος του λαού. Το πιστόλι που εκτέλεσε τον
Μάλλιο το κρατούσαν οι εκατοντάδες νεκροί της δικτατορίας, οι δεκάδες
χιλιάδες βασανισμένοι, ένας ολόκληρος λαός. Γι’ αυτό και σύσσωμη ήταν η
αντίδραση του λαού: “Ν’ αγιάσουν τα χέρια τους”».
Επικεφαλής αυτής της ακροαριστερής συμμορίας ήταν ο κομμουνιστής Γ. Καραμπελιάς, ο οποίος εμφανίζεται σήμερα ως… πατριώτης!
Ο Ευάγγελος Μάλλιος Έλληνας εθνικιστής απόστρατος αξιωματικός της
Αστυνομίας Πόλεων, με το βαθμό του Αστυνόμου Α', γεννήθηκε το 1939 και
τραυματίστηκε βαριά στις 22:15 το βράδυ της Τρίτης 14 Δεκεμβρίου 1976,
στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, από την αριστερή τρομοκρατική οργάνωση
«Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη», η οποία έδρασε από το 1974 έως και
τις παραμονές της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Ελλάδα.
Ο Αστυνόμος Μάλλιος άφησε την τελευταία του πνοή [1] στις 02:00 μετά τα
μεσάνυχτα της Τετάρτης 15 Δεκεμβρίου, μέσα στο χειρουργείο της Γενικής
Κλινικής Παλαιού Φαλήρου, περίπου τρία χρόνια πριν τη στυγερή δολοφονία
του στενού του φίλου, συναδέλφου και συνεργάτη του Πέτρου Μπάμπαλη.
Η νεκρώσιμη ακολουθία του αστυνόμου Μάλλιου τελέστηκε στις 11:00 το
πρωί της 16ης Δεκεμβρίου στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών, όπου έγινε και η
ταφή του, παρουσία χιλιάδων εθνικιστών. Παρόντες ήταν πρώην υπουργοί και
κυβερνητικά στελέχη του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, ενώ επικήδειους
λόγους εκφώνησαν ο Γεώργιος Γεωργαλάς καθώς και οι Λάμπρου, Αγαθαγγέλου
και Χρήστος Μίχαλος. Επί της σορού του κατατέθηκαν εκατοντάδες στεφάνια
μεταξύ τους εκείνα των Γεωργίου Παπαδόπουλου, Στυλιανού Παττακού,
Νικολάου Μακαρέζου και Μιχαήλ Ρουφογάλη. Στις 23 Ιανουαρίου 1977 στη
Μητρόπολη Αθηνών τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως της ψυχής
του.
Ο Ευάγγελος Μάλλιος ήταν έγγαμος και πατέρας δύο γιων, του
Ιωάννη και του Αλέξανδρου, ηλικίας έξι και τεσσάρων ετών την εποχή της
δολοφονίας του πατέρα τους.
Ο Ευάγγελος Μάλλιος κατάγονταν από
φτωχή οικογένεια αγροτών και κτηνοτρόφων. Πατέρας του ήταν ο Ιωάννης
Μάλλιος και αδελφός του ο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού Ξηράς Μιχαήλ
Ιωαν. Μάλλιος [2]. Ο Ευάγγελος Μάλλιος ήταν απόφοιτος της Νομικής
Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών [3] στην
οποία ήταν συμφοιτητής με τον εθνικιστή διανοούμενο και συγγραφέα Κώστα
Πλεύρη. Ως αστυνομικός υπηρέτησε σε διάφορες υπηρεσίες της Αστυνομίας
Πόλεων καθώς και στην υπηρεσία Διώξεως Κομμουνισμού από το 1958 έως το
1964, όταν εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, όμως
επανήλθε τρεις μήνες αργότερα.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1963, ο Μάλλιος
και ο συνάδελφός του Πέτρος Μπάμπαλης, παρέδωσαν τα αεροπορικά εισιτήρια
για το Παρίσι στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος το απόγευμα της
ίδιας μέρας αναχώρησε από το αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα με
προορισμό τη Γαλλική πρωτεύουσα, όπου εγκαταστάθηκε ως αυτοεξόριστος
[4]. Ο Καραμανλής λέγεται ότι αναχωρώντας είπε στους Μάλλιο και
Μπάμπαλη: «Επιστρέφοντας στην Ελλάδα θα είστε δίπλα μου.» Ο Μάλλιος είχε
κατορθώσει να διεισδύσει με πράκτορες του στον εκτός νόμου μηχανισμό
του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και παράλληλα να χρησιμοποιεί
κομμουνιστές ως πληροφοριοδότες της Γενικής Ασφάλειας. Στη διάρκεια του
καθεστώτος της 21ης Απριλίου ανέλαβε επικεφαλής της Υπηρεσίας
Πληροφοριών στην Αστυνομία Πόλεων. Υπηρετούσε με το βαθμό του Αστυνόμου
Α' στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, αρχικά στην οδό Μπουμπουλίνας και στη
συνέχεια στο κτίριο της Λεωφόρου Μεσογείων.
Μετά την πτώση του
καθεστώτος της 21ης Απριλίου και την αποκαλούμενη «μεταπολίτευση» ο
Μάλλιος κατηγορήθηκε για βασανισμούς πολιτών, συγκεκριμένα από το Λάζαρο
Σταθάκη, μέλος της κομμουνιστικής οργανώσεως «Πανσπουδαστική», της
οργανώσεως των φοιτητών που ανήκαν στις τάξεις του Κομμουνιστικού
Κόμματος Ελλάδος. Λίγες ημέρες αργότερα, συγκεκριμένα στις 7 Σεπτεμβρίου
1974, ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως ότι γίνεται έρευνα
για βασανιστήρια πολιτικών κρατουμένων από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς
και άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας και στις 11 Σεπτεμβρίου 1974 τέθηκαν σε
διαθεσιμότητα για «βασανισμούς» που δήθεν διέπραξαν 7 αξιωματικοί της
Αστυνομίας Πόλεων. Εκτός από τον Μάλλιο, οι έρευνες στοχοποίησαν και
τους Πέτρο Μπάμπαλη, Κωνσταντίνο Καραπαναγιώτη, Κωνσταντίνο Σμαΐλη,
Ιωάννη Καλύβα, Ευάγγελο Γιαννικόπουλο και Βασίλειο Κραββαρίτη, ενώ από
αστυνομικούς της ασφάλειας εξετάστηκαν, πέραν των Μάλλιου και Μπάμπαλη
και οι αξιωματικοί Νικόλαος Δασκαλόπουλος, Λουκάς Χριστολουκάς,
Δημήτριος Καραγιαννόπουλος και Ε. Γιαννικόπουλος.
Το Σεπτέμβριο
του 1974, ο Μάλλιος κλήθηκε από τον ανακριτή και απολογήθηκε για την
υπόθεση του Πολυτεχνείου. Ακολούθησαν δεκάδες δημοσιεύματα, μεταξύ τους
κι εκείνο της εφημερίδος «Απογευματινή» [5] με βάση τα οποία ο Μάλλιος
τέθηκε σε διαθεσιμότητα την επομένη ημέρα 11 Οκτωβρίου 1974, για χρονικό
διάστημα δώδεκα μηνών. Στις 15 Φεβρουαρίου 1975 προαναγγέλθηκε ότι
αρχίζουν οι απολογίες των αξιωματικών της Γενικής ασφάλειας Αθηνών και
στα μέσα του Μαρτίου 1975 ο Μάλλιος προφυλακίστηκε κατηγορούμενος για
βασανισμούς πολιτών, ενώ παραπέμφθηκε να δικαστεί στο Κακουργιοδικείο
στις 4 Ιουλίου 1975 για «βασανισμούς» στη Γενική Ασφάλεια.
Μία
από τις δίκες σε βάρος του Ευάγγελου Μάλλιου άρχισε στις 11 Νοεμβρίου
1975, στο Μικτό Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε στη Χαλκίδα και αφορούσε
τις κατηγορίες της καταχρήσεως εξουσίας και της ηθικής αυτουργίας σε
κατάχρηση εξουσίας σε βάρος των Τσικουδάκη, Σωτηρίου Τσικόπουλου,
Δημητρίου Γόντικα, Νάντιας Βαλαβάνη, Παπαγκίκα, Αμπατιέλου, Κατσιμάδου
και Τόκα, όλων μελών και στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.
Οι πράξεις φέρεται να διαπράχθηκαν στο χρονικό διάστημα από 12
Φεβρουαρίου έως 10 Απριλίου 1974 και μαζί με τον Μάλλιο δικάστηκαν 18
Αξιωματικοί και 14 οπλίτες του ΕΑΤ-ΕΣΑ, μεταξύ τους οι Πέτρος Μπάμπαλης,
Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, Αγγελής, Αντωνόπουλος, Πέτρος Γκόρος,
Γκουτέβας, Δεμερτζίδης, Διαμαντόπουλος, Καίνιχ, Κόφας, Μόγιανος (ερήμην,
καθώς φυγοδικούσε στο εξωτερικό), Πεταλάς, Οικονόμου, Παπαχαραλάμπους,
Πέτρου, Αθανάσιος Σπανός, Τσάλας και Νικόλαος Χατζηζήσης. Στην απολογία
του ο Μάλλιος, στις 24 Νοεμβρίου, δήλωσε στο δικαστήριο ότι «...Είμαι
εναντίον του βασανισμού. Δεν είναι δυνατόν να βασανίζονται άνθρωποι που
περιέρχονται στην εξουσία του κράτους...».
Στις 30 Δεκεμβρίου
1975, παρά τις σωρεία από ψεύτικες [6] καταθέσεις ιδεολογικά
κατευθυνόμενων μαρτύρων, με την απόφαση του δικαστηρίου ο Μάλλιος
καταδικάσθηκε σε 10 μήνες φυλακής, μετατρέψιμη προς 150 δραχμές την
ημέρα. Η ποινή του αφορούσε κατάχρηση εξουσίας και ενοχή ηθικής
αυτουργίας σε βάρος του κομμουνιστή τότε βουλευτή Δημητρίου Γόντικα. Ο
Μάλλιος αφέθηκε ελεύθερος, για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όμως οδηγήθηκε
στην Α' πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, καθώς ήταν προφυλακισμένος για
άλλη υπόθεση βασανιστηρίων, ύστερα από απόφαση του ανακριτή Μακρινού.
Παρόμοια διαδικασία ξεκίνησε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, στις
15 Δεκεμβρίου 1975, από το οποίο οι Μάλλιος και Μπάμπαλης κηρύχθηκαν
αθώοι, ενώ στις 20 Δεκεμβρίου παραπέμφθηκε εκ νέου στο Κακουργιοδικείο
με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, όμως στις 21 Απριλίου 1976
με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, απαλλάχθηκε από την κατηγορία της
αμβλώσεως σε βάρος της Αν. Μερτίκα. Αποστρατεύθηκε από τις τάξεις της
Αστυνομίας Πόλεων στις 14 Μαΐου του ίδιου χρόνου και τρεις ημέρες
αργότερα, στις 17 Μαΐου 1976, αποφυλακίστηκε με καταβολή χρηματικής
εγγυήσεως.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1976 άρχισε στο Τριμελές
Πλημμελειοδικείο της Αθήνας που συνεδρίασε στην αίθουσα του Διαρκούς
Στρατοδικείου Αθηνών στο Ρουφ, μια από τις δίκες εναντίον του Μάλλιου,
στην οποία συγκατηγορούμενος ήταν και ο Πέτρος Μπάμπαλης. Ο Μάλλιος
καταδικάστηκε στις 12 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, σε ποινή φυλακίσεως 17
μηνών, για απλή σωματική βλάβη σε βάρος της Αν. Μερτίκα, για επικίνδυνη
σωματική βλάβη σε βάρος του λιποτάκτη του Ελληνικού Στρατού Αλέξανδρου
Παναγούλη, για απλή σωματική βλάβη σε βάρος τής Μαρίας Καλλέργη, για
ηθική αυτουργία σε επικίνδυνη σωματική βλάβη και σε κατάχρηση εξουσίας
σε βάρος του Ανδρέα Φραγκιά, όμως αθωώθηκε για άλλες τριάντα τρεις
περιπτώσεις για τις οποίες επίσης κατηγορούνταν και αφέθηκε ελεύθερος,
ενώ ο Εισαγγελέας άσκησε έφεση υπέρ του νόμου. Όλοι οι κατηγορούμενοι
αφέθηκαν ελεύθεροι πλην του Μπάμπαλη που οδηγήθηκε στις φυλακές
Κορυδαλλού προκειμένου να εκτίσει δύο μήνες από το υπόλοιπο της ποινής
του. Στις 12 Δεκεμβρίου 1976 επρόκειτο να δικαστεί, από το Τριμελές
Εφετείο, σε δεύτερο βαθμό για την πρωτόδικη ποινή των 17 μηνών που του
είχε επιβληθεί, όμως η δίκη του είχε αναβληθεί για τις 28 Ιανουαρίου
1977, περισσότερο από ένα μήνα από τη στυγερή δολοφονική πράξη σε βάρος
του.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού «Πολιτικά Θέματα» που
αναδημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες της εποχής [7] ο Γεώργιος Σταμάτης, τότε
υπουργός Δημοσίας Τάξεως και βουλευτής του Νομού Αιτωλοακαρνανίας με το
κόμμα «Νέα Δημοκρατία», κάλεσε στο γραφείο του τον Μάλλιο και τους
Γεώργιο Γεωργαλά, Κλωνάρη, Καραπαναγιώτη και Χρηστάκη, τους οποίους
προειδοποίησε να σταματήσουν τις ενέργειες υπονομεύσεως της κυβερνήσεως
αλλά και κάθε είδους «αντιδημοκρατική» ενέργεια, διαφορετικά θα
αντιμετωπίσουν την έντονη αντίδραση της κυβερνήσεως. Συγκεκριμένα, ο
υπουργός εμφανίζεται να αναφέρεται σε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες ο
Μάλλιος και οι υπόλοιποι τάσσονταν υπέρ μιας λύσεως που υποστήριζε τη
δολοφονία πολιτικών προσώπων καθώς και των Παπαδόπουλου και Ιωαννίδη.
Πέρα από τη διάψευση του υπουργού, ο Γεωργαλάς αναφερόμενος στο
δημοσίευμα του περιοδικού είπε ότι, «.....ένας χαρακτηρισμός αξίζει.
Προβοκάτσια με οφθαλμοφανείς επιδιώξεις.»
Η δολοφονία του
Τι προηγήθηκε
Στη δημιουργία του κλίματος που οδήγησε στη δολοφονία του Μάλλιου και
όπλισε το χέρι των μαρξιστών δολοφόνων του, συνέβαλαν κυρίως οι μεγάλης
κυκλοφορίας εφημερίδες των Αθηνών. Ενδεικτικό είναι το δημοσίευμα της
εφημερίδος «Τα Νέα» της 17ης Νοεμβρίου 1975, που κυκλοφόρησαν με τίτλο
«Προκλητικοί οι βασανιστές στη Χαλκίδα» και υπότιτλους «Οι
κατηγορούμενοι είναι προκλητικοί. Γελάνε την ώρα που τα θύματά τους
καταθέτουν για τα απάνθρωπα βασανιστήρια που υπέστησαν στην Ασφάλεια.
Συνεχίζουν τον πόλεμο λάσπης κατά των μαρτύρων κατηγορίας,
υποστηρίζοντας για μερικούς απ' αυτούς ότι συνεργάστηκαν με την
Ασφάλεια».
Τελευταίες στιγμές του
Ο Μάλλιος χαρακτηρίζονταν
από πολλούς ως η «θεσμική μνήμη» της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών και
γνώριζε άριστα πρόσωπα και πράγματα για το χώρο των κομμουνιστικών αλλά
και γενικότερα των αποκαλούμενων «αντιστασιακών» οργανώσεων. Ο ίδιος
είχε πληροφόρηση ότι αποτελούσε στόχο μαρξιστών τρομοκρατών, λόγος για
τον οποίο απέκτησε τη συνήθεια να ελέγχει αν τον παρακολουθούν. Το βράδυ
της Τρίτης 14 Δεκεμβρίου, όπως κάθε μέρα, οδήγησε το ιδιωτικής χρήσεως
αυτοκίνητο του, το οποίο πάρκαρε έξω από το χώρο του ΙΒ' Αστυνομικού
Τμήματος στο Παλαιό Φάληρο και επέστρεφε στο σπίτι του στην οδό Άτλαντος
21, που απέχει απόσταση 500 μέτρων. Ο δολοφόνος προχώρησε προς το μέρος
του, τον φώναξε με το όνομα του και κατόπιν τον πυροβόλησε. Ο Μάλλιος
πρόλαβε να πει, λίγο προτού ξεψυχήσει, πως «..όταν ανέβαινα το δεξιό
πεζοδρόμιο της οδού Άτλαντος [...] όπισθεν μου ευρίσκετο αυτοκίνητο με
δύο άνδρες ενώ μπροστά μου, σε απόσταση λίγων μέτρων και επί του ιδίου
πεζοδρομίου, ευρίσκετο ένα ζευγάρι, οι οποίοι ήσαν υψηλού αναστήματος
και ξανθοί την όψιν, και σε στάση που ερωτοτροπούσαν ώστε να μη
δημιουργούν καμία υποψία. Την ώρα που περνούσα από δίπλα τους, με
επυροβόλησαν κατ’ επανάληψη. Μόλις με πυροβόλησαν και έπεσα κάτω, το
αυτοκίνητο που περίμενε με τους δύο άνδρες ξεκίνησε εν τάχει, πήρε το
ζεύγος και απεμακρύνθη....». Ο Μάλλιος βρέθηκε πεσμένος και άρχισε να
φωνάζει: «Βοήθεια, με φάγανε, σώστε τα παιδάκια μου, σώστε τα παιδάκια
μου» [8] [9].
Σύμφωνα με δημοσίευμα Αθηναϊκής εφημερίδος [10] της
16ης Δεκεμβρίου «....Ο Ευάγγελος Μάλλιος υπέκυψε σήμερα στις 2 το πρωί
στα βαριά τραύματά του. Ο απότακτος αστυνόμος, ο οποίος είχε δικασθεί
δύο φορές για βασανισμούς πολιτών στη διάρκεια της δικτατορίας, υπέστη
χθες στις 10.30 µ.µ. επίθεση από δύο, µάλλον, νεαρούς αγνώστους (κατ’
άλλη εκδοχή οι επιτεθέντες ήταν τέσσερις) οι οποίοι τον πυροβόλησαν και
τον τραυμάτισαν σοβαρά στην κοιλιά. (...) Στον τόπο της επιθέσεως οι
άγνωστοι δράστες σκόρπισαν πολυάριθμες προκηρύξεις οργανώσεως που
αυτοαποκαλείται “Οργάνωση της 17ης Νοέμβρη” µε τις οποίες αναλαμβάνει
την ευθύνη της επιθέσεως. Πρέπει να σημειωθή ότι η ίδια οργάνωση είχε
αναλάβει την ευθύνη για τη δολοφονία του Αµερικανού σταθμάρχη της CIA,
Ρίτσαρντ Γουέλς. Και η επίθεση εκείνη είχε γίνει µε αυτόματα πιστόλια
των “45” αμερικανικής κατασκευής...».
Προκήρυξη & Δημοσιεύματα
Οι δολοφόνοι του ήταν μέλη της αριστερής οργανώσεως «17 Νοέμβρη», η
οποία με προκήρυξη που άφησαν τα μέλη της στον τόπο της δολοφονίας,
ανέλαβε την ευθύνη. Χτυπήθηκε με πέντε σφαίρες, τέσσερις τον βρήκαν στην
κοιλιακή χώρα και μία στο αριστερό χέρι, που προήλθαν από το ίδιο 45άρι
με το οποίο είχε δολοφονηθεί, ένα χρόνο πριν, ο Αμερικανός Ρίτσαρντ
Γουέλς στο Παλαιό Ψυχικό. Ο Μάλλιος μεταφέρθηκε βαρύτατα τραυματισμένος
στην Γενική Κλινική Παλαιού Φαλήρου, όπου οι γιατροί προκειμένου να τον
διατηρήσουν στη ζωή προχώρησαν σε μετάγγιση πέντε λίτρων αίματος και
ισάριθμων λίτρων ορού, δίχως επιτυχία. Λίγο προτού ξεψυχήσει, είπε στους
γιατρούς, «1973», προφανώς ο αριθμός του αυτοκινήτου από το οποίο
βγήκαν οι δολοφόνοι του και το είχαν κλέψει από την περιοχή του
Παγκρατίου, «ένας ψηλός και μία κοπέλα», ενώ τον ίδιο αριθμό είχε
φωνάξει και τη στιγμή που έπεφτε αιμόφυρτος στο δρόμο. Στις 2 μετά τα
μεσάνυχτα ο διευθυντής της Γενικής Κλινικής Αρχοντούλης ενημέρωσε τη
σύζυγο του για το θάνατο του Ευάγγελου Μάλλιου. Η δολοφονία του ήταν η
δεύτερη επίθεση της νεοσύστατης οργανώσεως και έγινε με το 45άρι όπλο
σήμα κατατεθέν της οργανώσεως.
Με προκήρυξή της [11], η οποία
είχε γραφεί τρεις μήνες πριν τη δολοφονία του Μάλλιου, που διένειμε στα
Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως, η οργάνωση «17Ν» ανέλαβε την ευθύνη της
δολοφονίας. Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε
εσπευσμένα στην Ελλάδα διακόπτοντας την επίσημη επίσκεψη του Πακιστάν,
ενώ ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, υποστήριξε ότι ο Μάλλιος στάθηκε άτυχος
επειδή ήταν υπεύθυνος του τομέα της Ασφάλειας που ανέκρινε τους
κομμουνιστές. «Ο Μάλλιος δεν ήταν βασανιστής, μολονότι, όπως πολλοί
άλλοι στη θέση του, είχε μάλλον χαστουκίσει κρατούμενους στη διάρκεια
των ανακρίσεων», συμπλήρωσε ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια
ανέφερε ότι ο Μάλλιος είχε έναν αδελφό αξιωματικό στον στρατό που
έχαιρε κι αυτός μεγάλης εκτιμήσεως ... {...} ... Δεν θα εκπλαγώ αν αυτός
πάρει ένα όπλο και εκδικηθεί τον θάνατο του Ευάγγελου, σκοτώνοντας
κάποιο κομμουνιστή. ...{...}... Ορισμένοι εθνικιστές αξιωματικοί ίσως
καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι κινδυνεύει η ζωή τους και ότι έφθασε η ώρα
να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους..», κατέληξε ο τότε υπουργός Άμυνας
της κυβερνήσεως Καραμανλή, ενώ παράλληλα, από τη Γενική Ασφάλεια διέρρεε
στον Τύπο ότι η οργάνωση «17Ν», δεν υπάρχει.
Στην αθηναϊκή
εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 15ης Δεκεμβρίου 1976 αναφέρονταν:
«Διευκολύνει η δολοφονία τους κύκλους της ανωμαλίας–Η Χούντα ξενύχτησε
δίπλα στο πρώτο της παλικάρι». «Έργο επαγγελματιών ο φόνος του Μάλλιου»
έγραφε στον τίτλο του το «Βήμα» της 16ης Δεκεμβρίου 1976 και συμπλήρωνε
στον υπέρτιτλο: «Πολλές ομοιότητες με το φόνο του σταθμάρχη της C.I.A.
Γουέλς». Σε ρεπορτάζ άλλων Αθηναϊκών εφημερίδων αναφέρονταν:
«....Παράγοντες των αρχών ασφαλείας πιστεύουν πως πίσω από την επωνυμία
αυτή κρύβεται κάποια άλλη οργάνωση που έχει αντικειμενικό σκοπό τη
δημιουργία ανώμαλων καταστάσεων. Σαν έδρα της οργάνωσης 17 Νοέμβρη
εμφανίστηκε πριν από δύο χρόνια το Μόντρεαλ του Καναδά και από στοιχεία
που προέκυψαν αργότερα δόθηκε η εντύπωση ότι υπήρξαν διακλαδώσεις στην
Αθήνα και στη Ρώμη».
Οι αστυνομικές αρχές εξαπέλυσαν
ανθρωποκυνηγητό εναντίον του Χρήστου Κασσίμη, για τον οποίο θεωρούν ότι
υπήρξε εκείνος που «έφερε το αντάρτικο πόλεων στην Ελλάδα». Όμως ένα
χρόνο αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου 1977, ο Χρήστος Κασσίμης σκοτώθηκε σε
συμπλοκή με αστυνομικούς στη λαχαναγορά του Ρέντη, όπου κατά τους
αστυνομικούς, σκόπευε να τοποθετήσει βόμβα στις παρακείμενες
εγκαταστάσεις της A.E.G., της γερμανικής βιομηχανίας ηλεκτρικών ειδών.
Οι αστυνομικοί τις πρώτες ημέρες μετά τη συμπλοκή είχαν αφήσει ανοιχτό
το ενδεχόμενο ο Κασσίμης να συνδέεται με τους δολοφόνους του Γουέλς και
του Μάλλιου. Ο λόγος γι’ αυτό ήταν ότι το αυτοκίνητο που είχε
χρησιμοποιήσει ο Κασσίμης είχε κλαπεί από το Παγκράτι, περιοχή από την
οποία τα μέλη της «17Ν» είχαν κλέψει τα αυτοκίνητα που χρησιμοποίησαν
στις δολοφονίες Γουέλς και Μάλλιου [12].
Η κηδεία του
Η
νεκρώσιμη ακολουθία και η ταφή του Μάλλιου έγιναν στις 16 Δεκεμβρίου στο
Α' Νεκροταφείο Αθηνών, με την παρουσία χιλιάδων Ελλήνων Εθνικιστών. Ο
εκ των ομιλητών Γεώργιος Γεωργαλάς, παρουσίασε τον Μάλλιο ως μάρτυρα της
Ελλάδας και προανήγγειλε ότι «...Θα απαντήσουμε οφθαλμόν αντί οφθαλμού
και οδόντα αντί οδόντος. Θέλουν πόλεμο, θα τον έχουν» και πρόσθεσε:
«Φωτιά και τσεκούρι»! Οι συγκεντρωμένοι αφού απέτισαν φόρο τιμής στη
σορό του νεκρού ήρωα, διαμαρτυρήθηκαν διαδηλώνοντας την οργή τους με
έντονο τρόπο και απαντώντας στην ειρωνική και χλευαστική στάση αριστερών
δημοσιογράφων, γνωστών για την καθεστωτική τακτική και πρακτική τους,
καθώς και για την αμέριστη συμπαράσταση που παρείχαν στις
δολοφονικές-παρακρατικές συμμορίες της αριστεράς, ήρθαν σε ευθεία
αντιπαράθεση και σύγκρουση μαζί τους. Μετά τη νεκρώσιμο ακολουθία το
φέρετρο του Μάλλιου εξήλθε από τον Ιερό ναό σκεπασμένο με την Ελληνική
σημαία και πάνω στο φέρετρο ήταν τοποθετημένα το πηλήκιο και τα παράσημα
του. Την ίδια στιγμή η σύζυγος του αναφώνησε: «Γι' αυτή τη σημαία
έπεσες, Βαγγέλη».
Γεγονότα μετά την κηδεία
Οι δημοσιογράφοι
που δημιούργησαν το κλίμα της εποχής ουσιαστικώς υπήρξαν ηθικοί
αυτουργοί της δολοφονίας του Μάλλιου, από τούς εγκληματίες της «17
Νοέμβρη», ενώ στη συνέχεια δημοσίευσαν τίτλους όπως «εκτελέστηκε ό
Μάλλιος», ωσάν η «17 Νοέμβρη» να απένειμε δικαιοσύνη. Στα γεγονότα που
ακολούθησαν την κηδεία του Μάλλιου συνελήφθησαν γνωστοί εθνικιστές,
μεταξύ τους η Μαρία, κόρη του Πέτρου και αδελφή του Γιάννη Γκόρου, ο
φοιτητής Γεώργιος Μουσταΐρας και ο Γεώργιος Μάνος, οι οποίοι
καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 2,5 μηνών για θρασύτητα κατά της αρχής, καθώς
και ο Γεώργιος Ροϊδοδήμος, ο οποίος, ως ανήλικος, τέθηκε υπό την
επιμέλεια κοινωνικής λειτουργού. Τις επόμενες ημέρες συνελήφθη,
δικάστηκε, καταδικάστηκε και οδηγήθηκε στις φυλακές και ο Νίκος
Μιχαλολιάκος, μετέπειτα αρχηγός του εθνικιστικού κινήματος «Χρυσή Αυγή».
Συνελήφθησαν επίσης οι Νικόλαος Σιμωνετάτος, Νικόλαος Λιόλιος και
Αντώνιος Γερονικολός, ενώ παράλληλα διατάχθηκε η διεξαγωγή ανακρίσεως
και απαγορεύθηκε η έξοδος από την Ελλάδα στους Γεώργιο Γεωργαλά, Κώστα
Πλεύρη, Ανδρέα Δενδρινό, Δημήτριο Ναστούλη, Α. Παγουλάτο, Αριστοτέλη
Καλέντζη, Γεώργιο Μάνο, Μαρία Γκόρου και Γεώργιο Μουσταΐρα.
Σε
μια πρωτοφανή επίδειξη πνεύματος υπαταγής στα κελεύσματα του Τύπου και
της αριστεράς η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δια του Υπουργού
της Δημοσίας Τάξεως, ζήτησε από όλους τους εκτός υπηρεσίας αστυνομικούς
να τεκμηριώσουν με γραπτή αναφορά που βρίσκονταν την ώρα της κηδείας του
Αστυνόμου Μάλλιου. Τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία του Μάλλιου
«...απηγορεύθη στις ελληνικές εφημερίδες η δημοσίευση πληροφοριών και
φωτογραφιών για την υπόθεση» από τον τότε Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών
Δημήτριο Τσεβά, προκειμένου να διευκολυνθεί η διενεργούμενη ανακριτική
έρευνα [13]. Η Αστυνομία δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάληψη της
ευθύνης από την οργάνωση με την επωνυμία «Επαναστατική Οργάνωση 17
Νοέμβρη», μάλιστα κάποιοι αξιωματικοί της υποστήριξαν ότι η άκρα
Αριστερά αλλά και η άκρα Δεξιά προσπαθούσαν να σπιλώσουν η μία την άλλη
στέλνοντας ψευδείς ανακοινώσεις, ενώ χαρκτηριστικό του κλίματος της
εποχής είναι ότι αρχικές έρευνες έγιναν ανάμεσα στους «εξτρεμιστές» αλλά
και σε πρόσωπα που συνδέονταν με την «κυπριακή υπόθεση».
Δημοσιεύματα
«Έργο επαγγελματιών ο φόνος του Μάλλιου» έγραφε στον τίτλο της η
αθηναϊκή εφημερίδα «Το Βήμα» στις 16 Δεκεμβρίου 1976 και συμπλήρωνε
«Πολλές ομοιότητες με τον φόνο του σταθμάρχη της CIA Γουέλς», ενώ η
εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 15 Δεκεμβρίου 1976 ανέφερε ότι
«Διευκολύνει η δολοφονία τους κύκλους της ανωμαλίας-Η Χούντα ξενύχτησε
δίπλα στο πρώτο της παλικάρι». Στις 29 Ιανουαρίου 1978 ανακαλύφθηκε στην
Πάρνηθα ιδιόγραφο σημείωμα μελών της «17 Ν», το οποίο έδινε πληροφορίες
για τον Ευάγγελο Μάλλιο. Ο γραφικός χαρακτήρας του σημειώματος
ταυτίζεται, με αυτόν του Αλέκου Γιωτόπουλου, ο οποίος σύμφωνα με
αστυνομικές διαρροές ήταν ο «ψηλός» που δολοφόνησε τον Μάλλιο, έχοντας
μαζί του και μια γυναίκα, την «Άννα» της «17Ν».
Το Δεκέμβριο του
1976, λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του Μάλλιου, ο Θεόδωρος Πάγκαλος,
μετέπειτα υπουργός των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου δήλωσε: «Ίσως
το γεγονός αυτό μας δίνει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι έκανε και
στην Ελλάδα την εμφάνισή του το γενικό σήμερα στην Ευρώπη φαινόμενο της
«συναίνεσης». Μιας συναίνεσης των πάντων μέσα στο κλίμα της οποίας οι
μειοψηφίες εξοντώνονται. («Ερυθρές Ταξιαρχίες» στην Ιταλία, «ΡΑΦ»,
«Κίνημα 2 Ιούνη» κ.λπ. στη Δ. Γερμανία). Φαίνεται λοιπόν ότι έχει
δημιουργηθεί κι εδώ μια σιωπηλή ή και ρητή συναίνεση, ένα βόλεμα, που
δεν μπορεί κανείς να το κατακρίνει, μια συσπείρωση γύρω από το
συμβιβασμό που έφερε τη δημοκρατία στις 24 Ιουλίου. Αυτή η συναίνεση
διαταράσσεται ξαφνικά από τις πράξεις ορισμένων που είτε είναι
προβοκάτορες ή χαφιέδες, είτε έχουν διαφορετική πολιτική αντίληψη:
προχωρούν τις θέσεις που κι εμείς υποστηρίζουμε ως την άκρη.
(Επιδιώκουμε εθνική ανεξαρτησία -αλλά ο Γουέλτς ανενόχλητα από τη χώρα
μας διευθύνει όλη τη C.I.A. Μέσης Ανατολής. Οι βασανιστές πρέπει να
τιμωρηθούν υποδειγματικά -αλλά ο Μάλλιος κυκλοφορεί ελεύθερος). Από τη
στιγμή που το κράτος δεν επιτελεί στοιχειώδεις λειτουργίες του, δεν
μπορούμε να κρίνουμε την πράξη τυπικά, αλλά μόνο στην ουσία της. Πρέπει ή
όχι να δρουν ξένοι πράκτορες στην Ελλάδα; Πρέπει ή όχι να τιμωρούνται
οι βασανιστές; Άσχετα με το πώς κρίνονται από πολιτική σκοπιά οι
εκτελέσεις, νομίζω ότι ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από τον Τύπο και
τους εκπροσώπους των κομμάτων το γεγονός είναι ιδιαίτερα ανησυχητικός.
Πουθενά δεν πέρασε η αντίδραση του λαού σ' αυτές τις εκτελέσεις.
Αποσιωπήθηκαν εντελώς οι επιδοκιμασίες που, απ' ό,τι ακούω, ήταν άμεσες
και έντονες. Και ο Τύπος και οι πολιτικοί έπρεπε να απασχοληθούν μ'
αυτές. Να τις χαρακτηρίσουν "αγριότητα", "έλλειψη πολιτικής ωριμότητας",
να τις πουν σωστές ή λανθασμένες -πάντως όμως να μην αποκλείσουν το
διάλογο με τη μάζα».
Ελάχιστες ημέρες μετά την εν ψυχρώ δολοφονία
του η ομάδα «Προλεταριακή Αριστερά» εξέδωσε παραληρηματική προκήρυξη
συμπαραστάσεως (!) στην οργάνωση «17Ν», στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων
«...Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η οργάνωση 17 Νοέμβρη έδρασε σαν
εντολοδόχος του λαού. Το πιστόλι που εκτέλεσε τον Μάλλιο το κρατούσαν οι
εκατοντάδες νεκροί της δικτατορίας, οι δεκάδες χιλιάδες βασανισμένοι,
ένας ολόκληρος λαός. Γι’ αυτό και σύσσωμη ήταν η αντίδραση του λαού: “Ν’
αγιάσουν τα χέρια τους”». Η εφημερίδα «Τα Νέα» σε δημοσίευμα της στις
22 Οκτωβρίου 1977, αναφέρει ότι «....παράγοντες των αρχών ασφαλείας
πιστεύουν πως πίσω από την επωνυμία αυτή κρύβεται κάποια άλλη οργάνωση
που έχει αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία ανώμαλων καταστάσεων». Επί
πολλά χρόνια το αρχείο των τρομοκρατικών οργανώσεων, που βρέθηκε τον
Ιανουάριο του 1978 στις παρυφές του βουνού της Πάρνηθος, έκρυβε ένα
γρίφο. Πολλά από τα σημειώματα που αφορούσαν τα αποτελέσματα
παρακολουθήσεων στόχων είχαν γραφεί με τη γραφομηχανή της «17Ν». Ωστόσο,
χτυπήθηκαν από τον «Ε.Λ.Α.», μόνο ο Μπάμπαλης και το εργοστάσιο της
γερμανικής εταιρείας A.E.G. στην Ελλάδα, όπου σκοτώθηκε από αστυνομικά
πυρά ο τρομοκράτης Χρήστος Κασσίμης. Οι αξιωματικοί της αστυνομίας δεν
μπορούσαν να εξηγήσουν τη συνύπαρξη των δύο οργανώσεων στην Πάρνηθα,
καθώς «17Ν» και «Ε.Λ.Α.», οργανώσεις με διαφορετική δομή και ιδεολογική
πλατφόρμα που πολλές φορές λειτουργούσαν ανταγωνιστικά, όμως μετά την
εξάρθρωση των δύο οργανώσεων, η αστυνομία θεωρεί ότι αυτό συνέβη διότι
στα πρώτα χρόνια της μεταπολιτεύσεως «17Ν» και «Ε.Λ.Α.» διέθεταν κοινή
γιάφκα. Η δολοφονία του Μάλλιου παραμένει ανεξιχνίαστη, επισήμως, καθώς
το αδίκημα της ανθρωποκτονίας διαγράφηκε μετά την παρέλευση 20ετίας από
την τέλεση της.
Ο Παύλος Σερίφης, ανιψιός του Γιάννη Σερίφη που
συνελήφθη για συμμετοχή την «17 Νοέμβρη» και αποδέχθηκε τη συμμετοχή του
ως τσιλιαδόρου στη δολοφονία του Ρίτσαρντ Γουέλς, κατονόμασε τους
άλλους τρεις που έλαβαν μέρος, ενώ προσδιόρισε και τα πρόσωπα που
συμμετείχαν στις μετέπειτα δολοφονίες των Μάλλιου και Πέτρου-Σταμούλη
[14]. O Αλέξανδρος Γιωτόπουλος αναγνωρίζεται από τον Σερίφη ως ο
αδιαφιλονίκητος αρχηγός της «17 Νοέμβρη» και αυτός που πυροβόλησε τον
Γουέλς, τον Μάλλιο, τον Πέτρου και τον συνοδό του αστυνομικό Σταμούλη.
Στη δολοφονία του Μάλλιου, πέραν του Γιωτόπουλου, έλαβαν μέρος η «Άννα»,
μια όμορφη ψηλή Ελληνίδα, και ο καταγόμενος από τις Σέρρες Νίκος
Παπαναστασίου, που συνελήφθη στο Μενίδι και είχε κατονομασθεί από τον
Χριστόδουλο Ξηρό ως ο πρώτος «Νικήτας» της τρομοκρατικής οργανώσεως, ο
οποίος διατηρούσε κατάστημα ειδών αγγειοπλαστικής στην οδό 3ης
Σεπτεμβρίου.
Υστερογραφο
Οι Ευάγγελος Μάλλιος και Πέτρος Μπάμπαλης
είχαν από πλευράς της Γενικής Ασφάλειας την ευθύνη για την ομαλή
αναχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της συνοδείας του, για το
Παρίσι. Τη συνοδεία του αποτελούσαν η σύζυγος του Αμαλία Κανελλοπούλου
και ο γραμματέας του Ιωάννης Ζαχαράκης, που ήταν εκείνος ο οποίος
κράτησε τρεις θέσεις στο όνομα Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο οποίος ήταν
υπαρκτό πρόσωπο και δημοσιογράφος στο συγκρότημα Μπότση. Οι θέσεις που
κρατήθηκαν αντιστοιχούσαν στους αριθμούς 20-21-22 και τα εισιτήρια στους
αριθμούς 138322-23-24 στην πτήση 409 της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Στην
πτήση οι κρατήσεις θέσεων ήταν συνολικά 25 στον αριθμό και μεταξύ τους
περιλαμβάνονται τα ονόματα Αβέρωφ, Χέλμης και Βαρδουλάκης. Εικάζεται ότι
πρόκειται για τον πολιτικό Ευάγγελο Αβέρωφ, αριθμός θέσεως 14, τον Ευάγγελο Χέλμη, αριθμός θέσεως 15, διπλωμάτη και γαμπρό του Σπύρου Μαρκεζίνη, καθώς και τον αρχηγό της Χωροφυλακής Γεώργιο Αντωνίου Βαρδουλάκη, αριθμός θέσεως 16.]
Σήμερα το πρωί, περίπου 6.30 ώρα Ελλάδος, εκοιμήθη στην Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου της Αριζόνα, ο ιερομόναχος γέροντας Εφραίμ.
Χθες δεν αισθανόταν καλά και δεν παρέστη στη Θεία Λειτουργία (όμως
κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων) και ούτε μπόρεσε να συναντήσει πιστούς
μετά από αυτήν. Αργότερα, περί της 9.30 μ.μ. (ώρα Αριζόνας) εκοιμήθη.
Ο Γέροντας διακατεχόταν από το χάρισμα του λόγου. Αν και μιλούσε πολύ
απλά τα λόγια του είναι μεστά βαθύτατων πνευματικών νοημάτων. Οι ομιλίες
του ήταν για όλους ένα σπουδαίο σχολείο ορθοδόξου πνευματικότητος.
Πνευματικός γόνος του συγχρόνου Οσίου Πατρός Ιωσήφ του Ησυχαστού. Κοντά
του ο Γέροντας Εφραίμ έλαβε σπουδαία πνευματική μόρφωση και άσκηση. Μετά
την κοίμησή του, ο Γέροντας Εφραίμ δημιουργεί την δική του συνοδεία και
σύντομα καλείται να αναλάβει την Ι. Μονή του Φιλοθέου στο Άγιον Όρος.
Το κοινόβιο αυτό γνωρίζει σπουδαία πνευματική άνθιση σε ελάχιστα χρόνια
και εξ αυτού επανδρώνονται άλλα τρία αγιορείτικα Κοινόβια και Σκήτες. Ο
αριθμός των γυναικείων Μονών που ιδρύθηκαν ή επανδρώθηκαν υπό την
πνευματική του καθοδήγηση είναι πολύ μεγαλύτερος. Αυτό όμως που τον έχει
καταστήσει παγκοσμίως γνωστό είναι η μεγάλη πνευματική κίνηση που έχει
δημιουργήσει στην Αμερική. Με κέντρο την Ι. Μονή Αγ. Αντωνίου στην
Αριζόνα έχει δημιουργήσει περίπου είκοσι μοναστικές αδελφότητες με
σπουδαίο ιεραποστολικό έργο.
Σύντομο βιογραφικό του γέροντα
Ο Γέροντας Εφραίμ γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου 1928 στον Βόλο ως Ιωάννης
Μωραΐτης. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη φτώχεια, βοηθώντας τον
πατέρα του στην εργασία του, αλλά πάντα ακολουθούσε το ευσεβές
παράδειγμα της μητέρας του (η οποία έγινε αργότερα μοναχή με το όνομα
Θεοφανώ).
Σε ηλικία 14 χρονών άρχισε να λαχταρά τον μοναχισμό, αλλά δεν πήρε
ευλογία από τον πνευματικό να πάει στο Άγιο Όρος έως ότου έγινε 19
χρονών.
Με την άφιξη του στο Άγιο Όρος, στις 26 Σεπτεμβρίου 1947, πήγε
κατευθείαν στον γέροντα Ιωσήφ (Ησυχαστή), στη σπηλιά του Τιμίου
Προδρόμου, ο οποίος τον αποδέχτηκε στην αδελφότητα του, και έκανε την
κουρά του 9 μήνες αργότερα το 1948 με το όνομα Εφραίμ.
Από υπακοή στο γέροντά του, ο μοναχός Εφραίμ χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας.
Η ζωή στην αδελφότητα του γέροντος Ιωσήφ ήταν πολύ αυστηρή και ασκητική.
Μετά την κοίμηση του γέροντος Ιωσήφ το 1959, συγκεντρώθηκαν αρκετοί
μοναχοί γύρω από γέροντα Εφραίμ που τον είχαν ως πνευματικό πατέρα.
Το 1973 η αδελφότητά του μετακόμισε στην Ιερά Μονή Φιλοθέου όπου έγινε
και ηγούμενός της. Λόγω της φήμης του γέροντος Εφραίμ, η μοναστική
αδελφότητα μεγάλωσε γρήγορα.
Του
ζητήθηκε από την επιστασία του Αγίου Όρου, να αναβιώσει και να
επανδρώσει πολλά μοναστήρια στο Άγιο Όρος τα οποία έπασχαν από
λειψανδρία, όπως του Ξηροποτάμου, Κωνσταμονίτου και Καρακάλλου. Αυτά τα
μοναστήρια είναι κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση μέχρι και
σήμερα.
Επίσης υπάρχουν πολλά άλλα μοναστήρια στην Ελλάδα κάτω από την
πνευματική καθοδήγηση του γέροντος Εφραίμ, όπως η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη
του Προδρόμου στις Σέρρες, της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Πορταριά
(Βόλος) και αυτό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, πρώην μετόχι της Φιλοθέου, στη
νήσο της Θάσου.
Το 1979 έφθασε στον Καναδά για λόγους υγείας.
Ο π.Εφραίμ, μόλις έφθασε στον Καναδά και άρχισε τις εξετάσεις στους
γιατρούς, συγχρόνως άρχισε να εξομολογεί, να νουθετεί και να διδάσκει
τους απόδημους Έλληνες. Η ποιμαντική του δράση, κατόπιν προσκλήσεων, από
τον Καναδά εξαπλώθηκε στις Η.Π.Α. Έκτοτε οι επισκέψεις συνεχίσθηκαν και
η ποιμαντική προσφορά του όλο και αυξανόταν.
Τότε σιγά-σιγά άρχισε να καλλιεργείτε η σκέψη να ιδρυθεί μοναστήρι στην
Αμερική, ώστε ο απόδημος ελληνισμός να έχει μια μόνιμη βάση πνευματικού
ανεφοδιασμού.
Πράγματι
άρχισαν ενέργειες και ιδρύθηκαν στην αρχή δύο μοναστήρια, το ένα στο
Μόντρεαλ του Καναδά και το άλλο στο Πίτσμπουργκ των Η.Π.Α. Έγινε
συνέχεια με την ίδρυση και άλλων μοναστηριών, με αποτέλεσμα σήμερα να
υπάρχουν 19 μοναστήρια και να δημιουργούνται άλλα δύο αυτή τη στιγμή.
Συνέχισε να είναι πνευματικός πατέρας ιερών μονών στο Άγιο Όρος και 8
γυναικείων μοναστηριών σε όλη την Ελλάδα, αλλά καθώς δεν ήταν πρακτικό
να είναι ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, καθώς έλειπε για μεγάλα
χρονικά διαστήματα στην Βόρεια Αμερική, παραιτήθηκε το 1990.
Στην Αμερική έως σήμερα έχει ιδρύσει 19 μοναστήρια, 17 είναι στις Η.Π.Α.
και τα 2 είναι στον Καναδά (ανδρικά και γυναικεία), τα οποία υπάγονται
στην Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής και Καναδά.
Τα μοναστήρια είναι τα εξής: δύο στη Φλόριντα, δύο στο Τέξας, δύο στο
Σικάγο, δύο στη νότια Καρολίνα, ένα στη Νέα Υόρκη, ένα στην Ουάσιγκτον,
ένα στην Πενσυλβανία, ένα στην Καλιφόρνια, ένα στο Ιλινόις, ένα στο
Μίτσιγκαν, ένα στο Μόντρεαλ, και ένα στο Τορόντο, αφιερωμένα στο Χριστό,
στην Παναγία και σε διαφόρους Αγίους.
Επίσης έχει κατασκευάσει ένα γηροκομείο.
Σήμερα ο γέροντας Εφραίμ μονάζει στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην
έρημο της Αριζόνας, λίγη ώρα μακριά από την πρωτεύουσα της Αριζόνας το
Phoenix και κοντά στην πόλη Florence.
Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου
Η ίδρυση και κατασκευή της Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου ξεκίνησε το 1995. Η
ιερά μονή είναι ανδρική και λειτουργεί με περίπου 35 μοναχούς από
διάφορες εθνικότητες, με ηγούμενο τον αγιορετίτη ιερομόναχο π. Παϊσιο
που προέρχεται από το Άγιο Όρος.
Το μοναστήρι έχει τώρα έκταση 2000 στρεμμάτων και το επισκέπτονται καθημερινά πολλοί προσκυνητές από όλο τον κόσμο.
Το μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου είναι κοινόβιο με 5 εκκλησίες, του Αγ.
Αντωνίου και Αγ. Νεκταρίου, του Αγ.Νικολάου, η οποία είναι πετρόκτιστη,
του Αγ. Σεραφείμ, του Αγ. Δημητρίου, ρωσικού τύπου, και του Αγ.
Γεωργίου. Κοντά στο μοναστήρι πάνω σε ένα λοφίσκο επίσης είναι κτισμένο
το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, όμοιο με τα εκκλησάκια της Σαντορίνης, με
χρώματα του μπλε και του άσπρου.
Το μοναστήρι προσφέρει συσσίτια για φτωχούς και σε δημιούργησε ίδρυμα
για φτωχές και εγκαταλειμμένες γυναίκες στην πόλη του Tuscon.
Οι μοναχοί από την Ελλάδα είναι ελάχιστοι, η πλειονότητα των μοναχών
αποτελείται από γηγενείς ορθοδόξους της Αμερικής διαφόρων εθνοτήτων και
από προσήλυτους. Η γλώσσα των ακολουθιών είναι η ελληνικής, καθώς όλοι
οι μοναχοί μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα και την βυζαντινή μουσική.
Οι μοναχοί ακολουθούν και εφαρμόζουν επακριβώς τις Βυζαντινές
παρακαταθήκες, τις παραδόσεις, τις ιερές ακολουθίες, τις ολονυχτίες, τις
προσευχές και τη ζωή με το ωράριο του Αγίου Όρους.
Επιτέλους βρέθηκε κάποιος να πει τα
πράγματα με αριθμούς και με το όνομά τους, για το πόσο εγκληματική
οργάνωση είναι η Κομμουνιστική, πόσα εκατομμύρια ανθρώπους δολοφόνησε
στεγνά και σαδιστικά στο όνομα μιας νεκρής ιδεολογίας, μένει τώρα να
αποδεχτούν οι διανοούμενοι το λάθος τους. Καλά !!! αυτό το τελευταίο
μπορεί να γίνει αφού ο ήλιος βγει απ’ την Δύση.
Η σχέση της μαρξικής άνευ θεού θρησκείας με την ελευθερία δεν χρήζει
εξηγήσεως ή αναλύσεως. Εξηγήθηκε και αναλύθηκε για διάστημα μεγαλύτερο
των 70 ετών σε μια απέραντη φυλακή με εκατοντάδες εκατομμύρια
κρατουμένους, που αποκαλείτο από τους κομισάριους-δεσμοφύλακες
«σοβιετικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες». Τα αποτελέσματα του πολυετούς εγκλεισμού λαών
σε αυτό το κολαστήριο τα είδαμε και τα κύματα από τα απόνερα της
σύστασης και της διάλυσης αυτής της φρικτής κατασκευής δεν έχουν
καταλαγιάσει ακόμα.
Κάθε τι που εξυπηρετεί την επιβίωση, την ανάπτυξη και την γιγάντωση
της κοσμικής θρησκείας του κομμουνισμού είναι ανεκτό, «ελεύθερο»,
«δημοκρατικό» και «προοδευτικό». Το αυτό ισχύει και για τα υπόγεια της
KGB, της Στάζι, της Σιγκουρίμι και της Σεκιουριτάτε, όπου – κατά το
δόγμα των εναπομεινάντων κομμουνιστών – ανθούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα
και ευωδίαζε η προστασία της «επανάστασης» από τους αντιφρονούντες, οι
οποίοι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις χαρακτηρίζονταν «πράκτορες» και
«συνωμότες».
Παρόλο που σε παγκόσμιο επίπεδο το κομμουνιστικό τοξικό νέφος
διαλύθηκε δίχως καν να χρειαστεί να φυσήξει άνεμος πολέμου, στην
παράξενη πατρίδα μας η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς δεν
αμφισβητήθηκε ούτε για ένα εικοσιτετράωρο! Η σοσιαλδημοκρατία και η
Δεξιά κυβέρνησαν, αλλά δεν εξουσίασαν, αφού η έννοια της εξουσίας δεν
ταυτίζεται τόσο με το υλικό πεδίο, αλλά με την κυριαρχία επί του
πνεύματος και την δυνατότητα απονομής των χαρακτηρισμών «καλό» και
«κακό» σε πρόσωπα, καταστάσεις και δομές.
Το ΚΚΕ ήταν το μητρικό πλοίο που μετέφερε τις ψευδαισθήσεις της
αταξικής κοινωνίας, αλλά έκρυβε στα αμπάρια του τους σκελετούς της
υπονόμευσης της Μικρασιατικής εκστρατείας, τα αποτρόπαια εγκλήματα των
Δεκεμβριανών, την απόφαση της 5ης Ολομέλειας για «την πλήρη εθνική
αποκατάσταση» του «μακεδονικού λαού» κ.α. Ωστόσο, παρά την παγίωση των
ποσοστών του σταλινικού κόμματος και την φθίνουσα πορεία του, οι
αλληλοδιάδοχες μεταλλάξεις του ουδέποτε διαφοροποιήθηκαν σαφώς από τα
ιστορικά αποθέματα παραφροσύνης και ανθελληνισμού που στιγμάτισαν την
αιματηρή πορεία αυτής της σύναξης. Ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο Άρης
Βελουχιώτης, η ΟΠΛΑ, και όλα τα υπόλοιπα ονόματα και ακροστιχίδες που
ταυτίστηκαν με τον φόνο, αποτελούν περίβλεπτα κειμήλια για το σύνολο της
ντόπιας Αριστεράς.
Ο συγγραφέας Τάκης Θεοδωρόπουλος σε άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»
(02.01.98) με τίτλο «Απωθημένη αυτογνωσία» με αφορμή την έκδοση της
Μαύρης Βίβλου στη Γαλλία ταυτόχρονα με την έκδοση πλείστων βιογραφιών
του Βελουχιώτη στην Ελλάδα, προβληματιζόμενος για την έλλειψη
εμπεριστατωμένων ιστορικών αναφορών σχετικά με τον συμμοριτοπόλεμο και
την μετεμφυλιακή Ελλάδα μέχρι την μεταπολίτευση, γράφει μεταξύ άλλων:
«Ας μην κατηγορούμε, λοιπόν, τους σημερινούς εικοσάρηδες ή τριαντάρηδες,
όταν διάφοροι περισπούδαστοι ρεπόρτερ τούς σταματούν στον δρόμο, για να
τους ανακρίνουν και να διαπιστώσουν ότι δεν ξέρουν τι τους γίνεται και
ότι γι’ αυτούς η 21η Απριλίου, ο Δεκέμβρης του ’44 και η Ναυμαχία της
Σαλαμίνας ανήκουν πάνω – κάτω στην ίδια περιοχή του κόσμου. Ας μην τους
κατηγορούμε, όταν εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να παράσχουμε εις εαυτούς
την στοιχειώδη γνώση της Ιστορίας, που λίγο ως πολύ έχουμε ζήσει, όταν
εμείς οι ίδιοι προτιμούμε την ασφάλεια της συγκατάβασης και τη θαλπωρή
των επετειακών λόγων από τη δίνη και την αμφισβήτηση του ιστορικού
λόγου».
Το βιβλίο αυτό είναι πολύ επίκαιρο γιατί καταγράφει το πώς ένα
σύστημα εκμεταλλεύεται τα οράματα για μια καλύτερη κοινωνία που όλοι
εποφθαλμιούμε, πατώντας πάνω στην ευθυνοφοβία και τον φόβο για ελευθερία
του μέσου ανθρώπου. Για τον κομμουνισμό «ήταν πάντοτε εκείνοι που
αποφάσιζαν» (σ. 52) και αυτό κάτι μας θυμίζει. Ίσως όμως είναι και ένα
καλό ερέθισμα, μήπως και κάποιος ευλογημένος ακαδημαϊκός σ’ αυτόν τον
τόπο, αποφασίσει να κοιτάξει την ιστορία κατάματα και ένας μεγάλος
εκδοτικός οίκος τολμήσει να αντέξει το βάρος και τις πιέσεις των
δεσμοφυλάκων του πνεύματος και των λοιπών αστυνόμων της ιδεολογίας. Για
την ώρα βέβαια αυτό το τελευταίο αποτελεί όνειρο λευκής νυκτός …
Προ ενός έτους είδαμε στις εφημερίδες να διαπομπεύεται ένας διάσημος
ιστορικός, ο Ντέιβιντ Ίρβινγκ. Αιτία, ο αναθεωρητισμός αναφορικά στον
αριθμό των Εβραίων – θυμάτων του 3ου Ράιχ. Ο Ίρβινγκ, μεταξύ άλλων δεν
συμφωνούσε στην ποσότητα και την κατ’ αυτόν μεγαλοποίηση των αριθμών
απέδιδε στον εβραϊκό δάκτυλο και δόλο, θεωρώντας ότι η παγκόσμια εβραϊκή
κοινότητα εμπορευματοποιούσε τα θύματά της με σκοπό την αποκόμιση
οικονομικών αλλά πολύ περισσότερο πολιτικών οφελών. Ο ίδιος εσύρθη σε
έναν εξοντωτικό για την υπόληψη αλλά και την περιουσία του δικαστικό
αγώνα.
Όποιος σκοτώσει 10 είναι εξίσου εγκληματίας με εκείνον που θα σκοτώσει 20 ανθρώπους.
Η όποια διαφορά δε στο μέγεθος της αποστροφής που προκαλεί ο ένας και ο
άλλος μειώνεται στο απειροελάχιστο, όταν ομιλούμε πλέον για εκατομμύρια
θυμάτων. Αυτοί λοιπόν που θορυβούνται από το γεγονός ότι εγράφη
βιβλίο-απολογισμός αναφερόμενο στα αδιαμφισβήτητα εγκλήματα του
Κομμουνισμού και αρκούνται στο μέτρημα πτωμάτων δεν δικαιούνται τύχη
ανάλογη με αυτήν του Ίρβινγκ;
Είχαμε ήδη ανατριχιάσει με ορισμένα δημοσιεύματα όπως του Μιχάλη
Μητσού στην εφημερίδα «Τα Νέα» (Ιανουάριος 1998). Ο δημοσιογράφος
υιοθετούσε άποψη γάλλου ιστορικού, που αφορά στην σύγκριση του
Κομμουνισμού με τον Ναζισμό. Ακούσατε ακούσατε: «Τα ναζιστικά
στρατόπεδα, όμως, δεν μπορούν να μπουν στο ίδιο «σακί» με τα σοβιετικά
γκουλάγκ. Τα πρώτα δημιουργήθηκαν με μοναδικό σκοπό να σκοτώνουν μέσω
των θαλάμων αερίων και των φούρνων. Τα δεύτερα αποσκοπούσαν στην
απομόνωση των κρατουμένων και στη χρησιμοποίησή τους ως εργατικής
δύναμης». Για να επιτελούν το έργο τους ανενόχλητοι δηλαδή!!!
Ο «Ιός» βέβαια, [Ελευθεροτυπία] «διορατικός» ων, θεωρεί ότι το βιβλίο
επιδιώκει την «δικαίωση του Ναζισμού». Επειδή ο συντονιστής της
εκδόσεως, ιστορικός κ. Κουρτουά υιοθετεί κάποιες απόψεις του Γερμανού
αναθεωρητού Νόλτε, καθίσταται και ο ίδιος αυτομάτως αναθεωρητικός.
Περίεργο που δεν καθίσταται και Γερμανός. Δεν άντεξαν μάλιστα να μην
διακρίνουν και τον Λεπέν, ως νοητό υδατογράφημα στις σελίδες του
βιβλίου.
Για τον «Ιό», το να προσδοκείς την τουλάχιστον ίση ιστορική
αντιμετώπιση κάποιου συστήματος που εφόνευσε άνω των 80 εκατομμυρίων
ανθρώπων, με ένα άλλο – ήδη καταδικασθέν – στο οποίο κατελογίσθησαν 25
εκατομμύρια θάνατοι, σε καθιστά αυτομάτως υπερασπιστή του τελευταίου.
Εμείς υπογραμμίζουμε τον απλό συλλογισμό του Jacques Julliard, στην
σ.26 της εισαγωγής του Δ. Δημητράκου: «Για ποιο λόγο και ως προς τι,
εγκληματίες που επικαλούνται το καλό είναι λιγότερο ένοχοι από εκείνους
που επικαλούνται το κακό;» Απάντηση σε αυτό δεν περιμένουμε να λάβουμε,
αν και το ερώτημα αφορά και την εγχώριο Αριστερά.
Η δε απαίτηση για καταδίκη του Κομμουνισμού, ως εγκληματικής
ιδεολογίας, ταυτίζεται από τον «Ιό» κατά περίεργο τρόπο με την απαίτηση
«για μια νέα δίκη της Νυρεμβέργης που -όπως ζητά εδώ και χρόνια ο Λεπέν-
θα θέσει εκτός «κάθε νομιμότητας» όσους αμφισβητούν τον καπιταλισμό!»
Όμως ο Λεπέν είχε ζητήσει την καταδίκη του Κομμουνισμού.
Με την
προπαγανδιστική αυτή μεθοδολογία θα μπορούσε κανείς κάλλιστα να
ερμηνεύσει τον κομμουνισμό και ως αμφισβητητή του Ναζισμού και να πει
ότι ο Λεπέν είχε ζητήσει μία νέα δίκη της Νυρεμβέργης που θα θέσει εκτός
κάθε νομιμότητος όσους αμφισβητούν τον Ναζισμό. Ρε τον Λεπέν τι είπε… Η
προσπάθεια χειραγωγήσεως της κοινής γνώμης με τόσο άκομψο τρόπο, δεν
μπορεί παρά να είναι ίδιον ανθρώπων που επί δεκαετίες υπερασπίζονταν
κομμουνιστικά καθεστώτα σαν και αυτό του Χότζα στην Αλβανία και ως
γνωστόν «η γριά μαϊμού δεν μαθαίνει καινούρια κόλπα», όπως είχε γράψει ο
Γιώργος Κουλουμβάκης για τον «Ιό» σε παλαιότερο φύλλο μας. [Παναγιώτης
Δούμας]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
H έκδοση στη Γαλλία της Mαύρης Bίβλου του Κομμουνισμού προκάλεσε, όπως είναι γνωστό, σάλο.
Aκόμα και εκεί, ένα μεγάλο κομμάτι της προοδευτικής διανόησης
καταδίκασε το έργο. Iσχυρίστηκε […] ότι οι ερευνητές που προχώρησαν στη
σύνταξη αυτού του έργου ήταν φανατικοί αντίπαλοι της Aριστεράς· και όμως
η προέλευση των περισσοτέρων είναι η ίδια με εκείνη των επικριτών τους.
Iσχυρίστηκε ότι το τελικό άθροισμα των θυμάτων του κομμουνισμού
περιλαμβάνει σε σημαντικό ποσοστό θύματα που ο θάνατός τους οφείλεται σε
άλλα αίτια, όπως η πείνα που ακολούθησε την Oκτωβριανή Eπανάσταση· αλλά
και αυτό δεν φαίνεται παρά κατά ένα τμήμα ακριβές: οι πολιτικές που
οδηγούν στην πείνα δεν είναι ποτέ «θεόπεμπτες».
Tο εξακρίβωσαν όλοι αυτό και, πιο πρόσφατα, στη «σοσιαλιστική»
Aιθιοπία του Mενγκίστου, στη Pουμανία του Tσαουσέσκου, στην Kορέα του
Kιμ Iλ Σουνγκ. Iσχυρίστηκαν οι επικριτές της Mαύρης Bίβλου ότι το έργο
έχει στόχο να εξισώσει ανιστόρητα και ανήθικα το «έργο» των ναζί και των
φασιστών με τον απολογισμό της Oκτωβριανής Eπανάστασης […] Kαι όμως,
παρά την αντιπαράθεση των αριθμών, αναγκαία ώς ένα σημείο για την
κατανόηση των πραγμάτων και των γεγονότων, παρά τη σύγκριση των
εξουσιών, ιδεολογική ταύτιση δεν γίνεται. Διότι το βασικό ερώτημα που
τίθεται είναι το εξής: πώς ένα όραμα απελευθέρωσης του ανθρώπου
και παγκόσμιας αδελφοσύνης οδήγησε, αμέσως μετά την Oκτωβριανή
Eπανάσταση, σε ένα συγκεντρωτικό καθεστώς κρατικής παντοδυναμίας και
κατατρομοκράτησης κάθε διαφορετικής πολιτικά ή εθνικά κοινότητας;
Θα προσθέσω το εξής: αν αυτό το ερώτημα δεν απασχολεί κάθε άνθρωπο, πώς είναι δυνατόν να υπάρξουν δημοκρατικές κοινωνίες;
[…] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Mαύρη Bίβλος θα προκαλέσει εδώ πιο πολύ
από ό,τι αλλού. Tόσο το καλύτερο. Πρέπει επιτέλους, τώρα που έχουμε πια
στέρεη δημοκρατία, χωρίς ξερονήσια και Aσφάλειες, που εμπόδιζαν ηθικά
την αντιπαράθεση με τα τότε θύματα, να υπάρξει και στη χώρα μας
ουσιαστική αποσταλινοποίηση, πράγμα που δεν αφορά μόνον την κομμουνιστική «Aριστερά» αλλά σαφώς και ένα μεγάλο τμήμα της ρωσόπληκτης κοινής γνώμης, που δεν «θυμάται» καν
ότι η μεγάλη ποντιακή ελληνική κοινότητα της EΣΣΔ εξορίστηκε και αυτή
συλλογικά από τη «λαϊκή προλεταριακή» εξουσία, κάτω από δραματικές
συνθήκες. (Pιχάρδος Σωμερίτης – Aποσπάσματα από το επίμετρο της
ελληνικής έκδοσης.)
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Η Νέμεση της ιστορίας
Είναι ασφαλώς ορθή η κρίση του Βρετανού ιστορικού Eric Hobsbawm,
σύμφωνα με την οποία ο κομμουνισμός είναι το φαινόμενο που σημάδεψε τον
20ό αιώνα. Ασφαλώς, όμως, έχει δίκιο και ο Γάλλος ιστορικός Francois
Furet, όταν γράφει ότι ο κομμουνισμός ήταν μια παρένθεση στην εξέλιξη
της ανθρωπότητας, μια συλλογική χίμαιρα, «η ψευδαίσθηση της εποχής», για
να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μαρξ.
Το κομμουνιστικό σύστημα κατέρρευσε στην Ευρώπη.
Καταδικάστηκε ιστορικά, με τα κριτήρια που το ίδιο όρισε στον εαυτό του:
της πρακτικής του εφαρμογής και της επικράτησής του σε παγκόσμια
κλίμακα. Η κατάρρευσή του επιβεβαιώνει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τη
διάψευση της θεωρίας που τον στήριζε και αποδεικνύει τον χιμαιρικό του
χαρακτήρα. Όμως, ο κομμουνισμός δεν ήταν μόνο ένα λάθος, αλλά κάτι
περισσότερο: ήταν ένα έγκλημα και μάλιστα γιγαντιαίων διαστάσεων.
Αυτό συμβαίνει διότι στην καρδιά του κομμουνισμού, ως συστήματος σκέψης και πράξης, βρίσκεται η βία.
Όπως γράφει ο Merleau-Ponty, το θέμα της βίας είναι κεντρικό ζήτημα
στον κομμουνισμό. Και πέρα από την άσκηση άμεσης φυσικής βίας, κάθε
πράξη που γίνεται με πρόθεση να βλάψει τον άλλο περιλαμβάνεται στην
έννοια της βίας: το ψέμα, η απάτη, η επιβολή ενός ανελεύθερου
καθεστώτος.
Για καιρό, πολλοί διανοούμενοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Merleau-Ponty, πίστεψαν ότι, παρά το τρομοκρατικό στοιχείο
με το οποίο είναι συνυφασμένος ο κομμουνισμός, παρά τα εγκλήματα που
έχει διαπράξει, το κίνημα αυτό ανταποκρίνεται στις «ανθρωπιστικές
προθέσεις» που έχει, εφόσον «κύρια αποστολή του μαρξισμού είναι να
αναζητήσει εκείνη τη μορφή της βίας που υπερβαίνει τον εαυτό της προς
την κατεύθυνση του μέλλοντος της ανθρωπότητας».
Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό αποδεκτό σήμερα: όχι διότι
χειροτέρεψε η πρακτική του κομμουνισμού τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά
διότι η εμπειρία μας μας αναγκάζει να δεχθούμε το αντίθετο συμπέρασμα
από αυτό που υιοθετεί ο Merleau-Ponty, ότι δηλαδή, ο κομμουνισμός ήταν
και είναι εγκληματικός, παρά τις διακηρυγμένες ανθρωπιστικές του
προθέσεις οι οποίες είναι γενεσιουργές ψευδαισθήσεων σε πολλούς,
ενδεχομένως καλοπροαίρετους ανθρώπους.
Αυτό είναι το μήνυμα της Μαύρης Βίβλου του Κομμουνισμού.
1. Έγκλημα και ιδεολογικοποίηση της πραγματικότητας
Το βασικό πρόβλημα που εξετάζει το βιβλίο είναι το έγκλημα ως αναγκαίο συνοδευτικό κάθε κομμουνιστικού καθεστώτος.
Για ποιο λόγο η εφαρμογή του κομμουνισμού οδήγησε πάντα στην
εγκαθίδρυση εγκληματικών καθεστώτων; Σε όλες τις περιόδους και σε όλα τα
μήκη και πλάτη της γης, σε μικρές και μεγάλες χώρες, ανεπτυγμένες ή
υπανάπτυκτες, η εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος σήμανε το τέλος
της κοινωνίας των πολιτών, την κατάργηση του πολιτικού πλουραλισμού, τη
φίμωση κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής, τις μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις
και εκτελέσεις. Ποια είναι η αιτία γι αυτό;
Το ερώτημα αυτό που θέτει η Μαύρη Βίβλος είναι αμείλικτο και το
ενδιαφέρον που προκάλεσε ήταν μεγάλο από την πρώτη στιγμή. Το βιβλίο
εκδόθηκε στη Γαλλία, το 1997, από τον εκδοτικό οίκο Robert Laffont και
σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνια πούλησε πάνω από 200.000 αντίτυπα.
Από τότε μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες και πρόσφατα κυκλοφόρησε στη Ρωσία
και στις ΗΠΑ.
Πέρα, όμως, από την εκπληκτική εκδοτική επιτυχία της, η Μαύρη Βίβλος
έδωσε λαβή σε συζητήσεις και κριτικές, υψηλού ακαδημαϊκού επιπέδου7,
αλλά και σε οργίλες αντιδράσεις. Οι τελευταίες, όπως θα φανεί πιο κάτω,
προήλθαν κυρίως από διανοουμένους που ανήκουν στον ευρύτερο χώρο της
Αριστεράς, αλλά και από ορισμένους πολιτικούς.
Το φαινόμενο αυτό, της αντίδρασης των διανοουμένων της Αριστεράς στο
μήνυμα της Μαύρης Βίβλου, αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα, αντίστοιχο με
το επίσης σημαντικό πρόβλημα της εγκληματικότητας του κομμουνισμού.
Όπως θα φανεί πιο κάτω, τα δύο αυτά προβλήματα αλληλοσυνδέονται μέσα
από τον ουτοπισμό, ο οποίος εμπνέει τους διανοουμένους αυτούς, ενώ
συγχρόνως αποτελεί συστατικό στοιχείο της «διπλής πίστης» (dv-oeverye)
που επικρατούσε σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα.
Ο ουτοπισμός αυτός συνδέεται με την προσπάθεια ιδεολογικοποίησης της πραγματικότητας, δηλαδή τοποθέτησης στη θέση της εμπειρικής πραγματικότητας μιας άλλης,
υποτιθέμενα ορθότερης μόνο και μόνο επειδή ανταποκρίνεται στην
κοσμοθεωρία τους. Στην προσπάθεια αυτή αποδόθηκαν τόσο οι ιδεολόγοι
διανοούμενοι, όσο και οι κρατικοί και κομματικοί μηχανισμοί των
κομμουνιστικών καθεστώτων.
Η εμμονή στην ουτοπία, όπως θα φανεί πιο κάτω, συνδέεται με τον ολοκληρωτισμό.
Η περιφρόνηση που έχει ο στρατευμένος διανοούμενος για την εμπειρική
πραγματικότητα είναι σύστοιχη με τη λειτουργία του ουτοπισμού στα
κομμουνιστικά καθεστώτα. Όπως γράφει ο Robert Conquest, το κομμουνιστικό
σύστημα λειτουργούσε σε ένα πλαίσιο πέρα από την πραγματικότητα. Όλα
έπρεπε να γίνουν μέσα από τη λειτουργία του μύθου και του εξαναγκασμού,
όχι με ορθολογισμό και συνεργασία.
Η λειτουργία εκτός αντικειμενικής πραγματικότητας, στο πλαίσιο μιας
«εναλλακτικής», ιδεολογικής πραγματικότητας, εξηγεί και τις ψευτοδίκες,
οι οποίες δεν εφευρέθηκαν από τον Στάλιν, αλλά από τον Λένιν: η πρώτη καταγραφή ψευτοδίκης είναι το 1922,
οργανωμένη από τον Λένιν και με πρόεδρο τον Πιατακόφ13. Βλέπουμε,
επομένως, ότι η ουτοπία ως ιδεολογικοποιημένη πραγματικότητα έχει δομική
θέση στη λειτουργία του συστήματος και δεν είναι μια αβλαβής ονείρωξη
καλοπροαίρετων διανοουμένων που διακατέχονται από χίμαιρες.
Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με το ουτοπικό της διάγραμμα, εφαρμόζεται η βία – και μάλιστα αμείλικτα.
Αλλά και ο διανοούμενος που ενεργεί ως Homo ideologicus, ο στρατευμένος
διανοούμενος που είναι οπαδός ή συνοδοιπόρος του κομμουνισμού, με τον
τρόπο του βιάζει την πραγματικότητα ιδεολογικοποιώντας την. Δεν σημαίνει
αυτό ότι ο Sartre ή ο Merl, στην εποχή της συνοδοιπορίας τους, είναι
ταυτόσημοι με τον Μπέρια ή τον Στάλιν, σημαίνει όμως ότι υπάρχει μια
κοινή μήτρα έμπνευσης και λειτουργίας, που έχει να κάνει με τον πολιτικό
ουτοπισμό που θα έπρεπε να τους είχε προβληματίσει, όπως θα έπρεπε να
προβληματίσει όλους όσοι βρίσκονται σε παρόμοια θέση μέχρι σήμερα.
Το ότι εξαπατήθηκαν είναι βέβαιο. Λεν είναι, όμως, «θύματα» της
αυταπάτης τους, όταν αυτή θεωρητικοποιείται ως μέρος της
ιδεολογικοποίησής τους: η πραγματικότητα καλείται να ενδώσει στην
ουτοπία και η αυταπάτη νομιμοποιείται ως εναλλακτική
(φευδο)πραγματικότητα. Σε αυτό συνίσταται «ο πειρασμός του
ολοκληρωτισμού», που ενυπάρχει σε όλους μας, όπως γράφει ο Jean-Francois
Revel.
Ας προστεθεί σ αυτά και το γεγονός ότι στους κύκλους που συγκροτούν την ευρύτερη ιδεολογική κοινότητα της Αριστεράς δεν είναι ανεκτή η κριτική στον κομμουνισμό όταν πηγαίνει εις βάθος.
Η κυρίαρχη ιδεολογία του «αντι-αντικομμουνισμού» επιβάλλει κανόνες
«πολιτικής ορθότητας», σύμφωνα με τους οποίους η εναντίωση στον
κομμουνισμό είναι ταυτόσημη με το φασισμό, εφόσον ο «αντικομμουνισμός»
θεωρείται συγγενής με τον τελευταίο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το πλήθος όσο και το πάθος των αντιδράσεων
που σημειώθηκαν γύρω από το περιεχόμενο της Μαύρης Βίβλου ήταν
αναμενόμενα. Και μέσα από την επικράτηση αυτού του κλίματος, εξηγούνται
οι διαφωνίες που εξέφρασαν εκ των υστέρων δύο από τους δέκα συγγραφείς
του βιβλίου για την Εισαγωγή του Courtois. Φυσικά, δεν ήταν οι μόνες.
Πολλές και έντονες ήταν οι φωνές διαμαρτυρίας που υψώθηκαν, επειδή
ακριβώς το βιβλίο έθιγε πολλά κακώς κείμενα, ενώ συγχρόνως έθετε σε
αμφισβήτηση ορισμένες αξιακές παραδοχές της Αριστεράς, όπως είναι η ιδέα
της βίαιης επανάστασης. Η εμμονή σ αυτές τις αρχές συνδέεται συχνά με
μύθους οι οποίοι συντηρούνται μέσα από την κυριαρχία ενός καθεστώτος
αυτο-αποπληροφόρησης και εθελοτυφλίας που κυριαρχεί σε ορισμένους
κύκλους διανοουμένων εκεί – όπως και στην Ελλάδα.
Η Μαύρη Βίβλος δείχνει με τον πιο δραματικό τρόπο,
μέσα από τη φρίκη που έσπειρε ο κομμουνισμός όπου και αν εγκαταστάθηκε,
το μέγεθος της αυταπάτης των «στρατευμένων» διανοουμένων στον Δυτικό
κόσμο. Και είναι φυσικό να εκδηλώνονται έντονες αντιδράσεις εκ μέρους
τους. Δεν είναι εύκολο να δεχθεί ένας διανοούμενος τη συμμετοχή του στη μαζική φρίκη.
Ανάμεσα στις ιδιαίτερα οξείες αντιδράσεις ήταν αυτή του κομμουνιστή
συγγραφέα Gilles Perrault, ο οποίος χαρακτήρισε το έργο των συγγραφέων
της Μαύρης Βίβλου «διανοητική απάτη», ενώ ο τροτσκιστής Alain Brossat σε
μακροσκελές άρθρο του με σχεδόν υβριστικό τίτλο για τον επιμελητή της
έκδοσης Stephane Courtois, προβαίνει σε οξύτατους χαρακτηρισμούς για την
ποιότητα του έργου. Οξείς στην κριτική τους υπήρξαν επίσης οι Madeleine
Peberioux, Jacques Becker και ο Henri Rousso.
Πολλοί, όμως, ήταν και οι μελετητές που αντιμετώπισαν ευνοϊκά ή
κριτικά, όμως με σοβαρότητα, το βιβλίο. Ο ακαδημαϊκός J.-F. Revel
χαιρέτισε τη δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου ως μείζον πολιτικό και
διανοητικό γεγονός, θετικά αναφέρεται επίσης ο ακαδημαϊκός Alain
Besancon, καθώς και ο φιλόσοφος Tzvetan Todorov. Σοβαρή ανάλυση της
Μαύρης Βίβλου, με σημαντικές κριτικές παρατηρήσεις, έγινε από τον Marc
Lazar, τον Claude Lefort και τον Jean- Marie Colombani.
Ας εξετάσουμε, όμως, προσεκτικά, τη βάση των διαμαρτυριών που εκφράστηκαν. Η
«πρόκληση» της Μαύρης Βίβλου συνίσταται στη διαπίστωση ότι υπάρχει
αιτιακή σύνδεση μεταξύ εγκλήματος και κομμουνισμού, δηλαδή ότι ο
τελευταίος είναι «εγκληματογόνος» (criminogene). Η διαπίστωση
αυτή είναι θεμιτή, αν λάβει κανείς υπόψη του τη μάζα των στοιχείων και
αν δεχθεί τη μείζονα αφετηριακή παραδοχή του βιβλίου ότι εκείνο που
μετράει περισσότερο δεν είναι οι προθέσεις και τα προγράμματα του
κομμουνισμού, αλλά τα θύματα – επώνυμα και κυρίως ανώνυμα.
Αν δεχθεί κανείς αυτή την αρχή, αντιστρέφεται το καθιερωμένο σχήμα
που τοποθετεί τους «πρωταγωνιστές» της Ιστορίας -τους ηγέτες, τους
στρατηγούς, τους δικτάτορες- στο κέντρο της σκηνής και τους «κομπάρσους»
-δηλαδή τα θύματα- στις παρυφές. Στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία
η παρατήρηση του Jean-Francois Bouthors, σε άρθρο του στο περιοδικό La
Croix, όπου λέει ότι πρέπει να υποκλιθεί κανείς με ταπεινοφροσύνη και σ’
αυτό το πνεύμα να εκπληρώσει το καθήκον της ανάγνωσης της Μαύρης Βίβλου
του Κομμουνισμού και ότι πριν κρίνει κανείς ιδεολογικά ή αλλιώς το
βιβλίο αυτό, πρέπει να το διαβάσει προσεκτικά, κυρίως λόγω του
οφειλόμενου σεβασμού προς τη μνήμη των θυμάτων.
Ίσως εκεί να εντοπίζεται η αντίθεση ανάμεσα στους επικριτές και τους
υποστηρικτές της Μαύρης Βίβλου. Για τους πρώτους, ο βωμός πάνω στον
οποίο θυσιάστηκαν τα θύματα αυτά αξίζει πολύ περισσότερο από τις ζωές
πολυάριθμων ηρώων και θυμάτων. Για τους δεύτερους, αυτό όχι μόνο δεν
ισχύει, αλλά ο βωμός αυτός είναι ένας πραγματικός Μολώχ, μολυσμένος από
τις εκατόμβες που απαίτησε. Εξαρτάται από την αξιακή προκείμενη από την
οποία ορμάται η αναζήτηση. Και η αξιακή προκείμενη των συγγραφέων της
Μαύρης Βίβλου είναι σαφής: προέχουν οι άνθρωποι που έπεσαν
θύματα και ο κομμουνισμός πρέπει να κριθεί πρωταρχικά με βάση τα
εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομά του.
Αυτός ο συσχετισμός μεταξύ κομμουνισμού και εγκλήματος
σκανδαλίζει τα μέλη της ιδεολογικής κοινότητας της Αριστεράς. Οι
ιεροφάντες της εξανίστανται επειδή ουδέποτε είχε αποτολμηθεί στο
παρελθόν η κατάργηση αυτού του ταμπού, όπως γράφει ο ιστορικός Marc
Lazar, ενώ τώρα μπορούμε να μιλάμε, πλέον, ανοιχτά για τα εγκλήματα του κομμουνισμού.
Η πρόκληση της Μαύρης Βίβλου γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, αν σκεφθεί
κανείς ότι το βιβλίο αναφέρεται και σε ένα άλλο θέμα, στο οποίο πολλοί
από τους ιδεολογικούς εκφραστές της Αριστεράς δείχνουν μεγάλη ευθιξία,
και αυτό είναι η δυνατότητα σύγκρισης μεταξύ κομμουνισμού και ναζισμού,
τουλάχιστον όσον αφορά τα εγκλήματα με τα οποία βαρύνονται και οι δύο.
Αν η εγκληματικότητα που αποδίδεται στον κομμουνισμό σχετίζεται με τον
ολοκληρωτικό του χαρακτήρα, τότε γιατί να μην είναι συγκρίσιμος με άλλα
ολοκληρωτικά κινήματα και καθεστώτα, όπως ο φασισμός και ο ναζισμός; Το
ερώτημα παραμερίζεται ως ιερόσυλο από τους ιδεολόγους της «προοδευτικής»
ορθοφροσύνης. Από τη μεριά του ο Courtois θεωρεί θεμιτή τη σύγκριση,
ακολουθώντας τη συλλογιστική δύο κορυφαίων Ευρωπαίων ιστορικών, του
Francois Furet και του Ernst Nolte καθώς και του Elie Halevy, που είχε
πρώτος εκφράσει την ιδέα της συμμετρίας ανάμεσα στους δύο
ολοκληρωτισμούς.
2. Πολιτική ήττα ή ηθική χρεοκοπία του κομμουνισμού;
Από την άλλη μεριά, βέβαια, η Μαύρη Βίβλος δεν εμφανίστηκε ως
κεραυνός εν αιθρία στο διανοητικό προσκήνιο. Υπήρχαν, από πολλές
δεκαετίες, βάσιμες πληροφορίες και σοβαρές μελέτες για το τι συνέβαινε
στις κομμουνιστικές χώρες.
Η μεγάλη τομή στην κοινή γνώμη πραγματοποιήθηκε στα μέσα της
δεκαετίας 70 μετά τη δημοσίευση του έργου του Αλέξανδρου Σολζενίτσιν
Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, το 1974. Όμως κι από αυτό έλειπε η τεκμηριωμένη
απόδειξη, το σώμα του εγκλήματος, κατά κάποιον τρόπο. Και παρά το
γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση μπορούσαν να αντιληφθούν
ότι η πραγματικότητα που κρυβόταν πίσω από την «κομμουνιστική ουτοπία»
ήταν μια δυστοπία, κατά την έκφραση που έκτοτε επεκράτησε, οι αμφιβολίες
παρέμειναν.
Ελάχιστοι είχαν δει με τα μάτια τους τα στρατόπεδα εργασίας στη Σοβιετική Ένωση ή αλλού.
Ελειπε το σώμα του εγκλήματος, κατά κάποιο τρόπο. Επιπλέον, ο
«σταλινισμός» συνέχισε να θεωρείται υπεύθυνος για όλα τα έκτροπα: τις
εκτοπίσεις, τους βασανισμούς, τα γκουλάγκ, τη λιμοκτονία, τις ψευτοδίκες
και τις μαζικές εκτελέσεις.
Επειδή οι πληροφορίες για όλα αυτά -και κυρίως για τους μαζικούς
φόνους- είχαν έρθει τμηματικά στη Δύση και επειδή πολλά στοιχεία δεν
είχαν -και δεν έχουν- ακόμα δει το φως της ημέρας, δεν μπορούσε να γίνει
παρουσίαση της «σούμας» της φονικής κραιπάλης εβδομήντα και πλέον ετών,
η οποία, ας μην ξεχνάμε, συνεχίζεται σε όσες χώρες βρίσκονται ακόμα
κάτω από το πέλμα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και κυρίως στην Βόρειο
Κορέα.
Η Μαύρη Βίβλος κάνει ακριβώς αυτό: συνολοποιεί και
συνεκτιμά τις πληροφορίες που μας έχουν περιέλθει από διάφορες μαρτυρίες
και επί μέρους μελέτες για συγκεκριμένες χώρες και περιόδους,
λαμβάνοντας υπόψη και τα πρόσθετα στοιχεια που είδαν το φως της ημέρας
με το άνοιγμα των μυστικών αρχείων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης. Με
τον τρόπο αυτό εμφανίζονται έτσι όπως πραγματικά είναι, δηλαδή τυραννικά και δολοφονικά.
Η καταδίκη αυτή του κομμουνισμού, σε συνδυασμό με τη σχετικά πρόσφατη
κατάρρευση αυτών των καθεστώτων στην Ευρώπη, έφερε «το χειμώνα στις
ψυχές», κατά τη δραματική έκφραση της κοινωνιολόγου Danielle Sallenave,
αλλά και τη ζωογόνο ουτοπία και πάλι στο προσκήνιο της ιδεολογικής
συζήτησης. Μετά το μετασοβιετικό πένθος άρχισε η αναζήτηση διεξόδου προς
αυτήν την κατεύθυνση, χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι μια τέτοια
προσπάθεια είναι αντίθετη με το πνεύμα του Μαρξ, όπως θα φανεί αργότερα.
Επιπλέον, όπως επανέλαβε αρκετές φορές ο Αλέξανδρος Σολζενίτσιν, η
εμμονή των δυτικών διανοουμένων στις φαντασιώσεις τους, πάνω στις οποίες
λικνίζουν τις εξιδανικευτικές τους προσδοκίες για τον κομμουνισμό,
αποτελεί δείγμα ηθικής αναισθησίας. Σημαίνει ότι η αντικατάσταση της
αντικειμενικής πραγματικότητας από μια ψευδo-πραγματικότητα, όπως λέει ο
Alain Besancon, είναι πλήρης και κυριαρχεί απόλυτα στο νου τους.
Όταν, για παράδειγμα, ο αρχισυντάκτης της Humanite λέει στη γαλλική τηλεόραση με αφορμή τη δημοσίευση της Μαύρης Βίβλου ότι τα 85 ή 100 εκατομμύρια νεκροί στην ιστορία των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν αμαυρώνουν καθόλου το κομμουνιστικό ιδανικό,
ασφαλώς δεν αντιλαμβάνεται τη φοβερή ηθική καταδίκη που ο ίδιος
απαγγέλλει κατά του κομμουνισμού, δείχνοντας το βαθμό στον οποίο ο
τελευταίος παραμορφώνει την πραγματικότητα και πώς αυτή αιχμαλωτίζει τα
πνεύματα και καταστρέφει την κριτική τους ικανότητα.
Ίσως προβληθεί η ένσταση ότι η χρήση του όρου «ηθική αναισθησία»
είναι υπερβολική, όσον αφορά την εμμονή στο κομμουνιστικό όραμα, «παρ
όλα αυτά». Όμως, ας υπενθυμίσω ότι για τους ανθρώπους που ζούσαν
έγκλειστοι μέσα στα κομμουνιστικά καθεστώτα, αυτούς που είχαν νιώσει από
κοντά τη δυστοπία στην οποία είχε καταλήξει η κομμουνιστική ουτοπία, η
εμμονή ορισμένων διανοουμένων στη Δύση στα ουτοπικά οράματα του
κομμουνισμού (ή, η εκδήλωση απελπισίας για το τέλος αυτών των
κομμουνιστικών καθεστώτων) δεν μπορεί παρά να εκληφθεί ως σύμπτωμα υβριστικής άγνοιας,
άρα αναισθησίας στον ύστατο βαθμό για ό,τι συνέβαινε εκεί. Η απαίτηση
να λαμβάνεται υπόψη μόνο ο φανταστικός κομμουνισμός και όχι ο
πραγματικός είναι λογικά άτοπη και ηθικά αποκρουστική, διότι αναδίδει
την ίδια οσμή ιδεολογικού ουτοπισμού που κυριαρχούσε στις χώρες του
«υπαρκτού σοσιαλισμού».
3. Βολονταρισμός και εξουσιαστική ακράτεια
Η περιγραφή στη Μαύρη Βίβλο της πρωτόφαντης κλίμακας στην οποία
ασκήθηκε η βία στις κομμουνιστικές χώρες έχει την εξήγηση της στην
εξουσιαστική ακράτεια που διακρίνει αυτά τα καθεστώτα. Και αυτή έχει
άμεση σχέση με τον βολονταρισμό που διέπει την πολιτική τους, δηλαδή την
ιδέα σύμφωνα με την οποία τα πάντα είναι εφικτά, αρκεί να υπάρχει
επαρκής πολιτική βούληση. Αυτός ο βολονταρισμός συνδέεται με την τάση
παν-πολιτικοποίησης, δηλαδή υπαγωγής όλων των δραστηριοτήτων της
κοινωνίας στις πολιτικές αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας.
Ο συνδυασμός του βολονταρισμού με την κάθετη και απεριόριστη εξουσία,
υπό την καθοδήγηση μιας, υποτιθέμενα, παναρμόδιας νομιμοποιητικής
ιδεολογίας, μας δίνει το σχήμα της εξουσιαστικής ακράτειας που
χρησιμοποιεί την τρομοκρατία ως κύριο μέσο επιβολής πολιτικών αποφάσεων.
Το τρομοκρατικό στοιχείο διαπερνά το κομμουνιστικό σύστημα διακυβέρνησης και είναι η πηγή της εγκληματικής του δραστηριότητας.
Τα τελευταία χρόνια, αυτό το τρομοκρατικό στοιχείο μπορεί να ατόνησε,
ή να έγινε λιγότερο ορατό, όμως το κράτος-κόμμα που κρυσταλλώθηκε σε
γιγαντιαίο μπλοκ δεν έχασε τον δυνητικά τρομοκρατικό χαρακτήρα του. Και
αυτός ο τρομοκρατικός του χαρακτήρας είναι συνυφασμένος με μια μέθοδο
δράσης που απαντάται σε όλα τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Από ένα σημείο
κι έπειτα, ούτε καν λειτουργικό μπορούσε να είναι αυτό το σύστημα,
κυρίως διότι η κοινωνία είχε ενσωματωθεί σε ένα παγκόσμιο σύστημα
επικοινωνιακής και οικονομικής αλληλοσυσχέτισης, που καθιστούσε αδύνατη
την κοινωνική νομιμοποίηση του καθεστώτος, δηλαδή την εξασφάλιση της
συναίνεσης.
Η χρεοκοπία του ήταν γενικευμένη και αναπόφευκτη, εφόσον ήταν «εκ
κατασκευής» ανεπίδεκτο μεταρρυθμίσεων: οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτήν
την κατεύθυνση θα κατέληγε αναπόδραστα σε κατεδάφιση – και αυτή ήταν
στην κυριολεξία η μοίρα της περεστρόικα, σε πείσμα του ονόματός της που,
ως γνωστόν, σημαίνει αναδόμηση.
Ο βολονταρισμός, συνεπώς, δεν λειτουργεί, αν επιλέξει κανείς τον
«επάρατο» ρεφορμισμό. Ρεφορμισμός, πρακτικά, σημαίνει ηπιότητα και
άρνηση χρήσης βίας, δηλαδή άρνηση να εφαρμοσθεί το πολιτικό πρόγραμμα με
όποιο κόστος, άρνηση της σύλληψης της πολιτικής ως «παιγνίου μηδενικού
αθροίσματος» ή ως «συνέχισης του πολέμου με άλλα μέσα». Αυτή την
αντιστροφή της περίφημης φόρμουλας του Clausewitz, την οποία
χρησιμοποιούσε ο Λένιν, αρνείται ο σοβιετικός κομμουνισμός στην
τελευταία του ρεφορμιστική φάση επί Γκορμπατσόφ, όπως άλλωστε και οι
Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες της δεκαετίας του 20, που αρνήθηκαν να
δεχθούν τους όρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Και ο Μαρξ τοποθετείται υπέρ της χρήσης μαζικής βίας σε αρκετά κείμενα του και κυρίως στην Κριτική στη Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ (1844) όπου γράφει:
«Το όπλο της κριτικής, δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των
όπλων, η υλική βία (materielle Gewalt) πρέπει να ανατραπεί με υλική βία.
Όμως και η ίδια η θεωρία γίνεται υλική βία από τη στιγμή που κατακτά
τις μάζες. Η θεωρία είναι σε θέση να κατακτήσει τις μάζες όταν μπορεί να
αποδείξει [την αλήθεια της] στον άνθρωπο (ad hominem). Και αυτό μπορεί
να το κάνει όταν είναι ριζοσπαστική. Και το να είναι ριζοσπαστική
σημαίνει ότι μπορεί να συλλαμβάνει τα πράγματα στη ρίζα τους. Η ρίζα,
όμως, για τον άνθρωπο, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».
Η χρήση της βίας, επομένως, εντάσσεται στην ιδέα της συνολικής κριτικής στην κοινωνία, κατά τον Μαρξ. Στον Μαρξ η πρακτική κριτική (που σε τελευταία ανάλυση είναι η «κριτική των όπλων»)
περιλαμβάνει και συγχρόνως ξεπερνάει τη θεωρητική κριτική. Η τελευταία
περιορίζεται στο να δείξει ότι μια θεωρία δεν αντιστοιχεί με την
πραγματικότητα.
Η πρακτική κριτική του Μαρξ αποτελεί μια επέμβαση στην
πραγματικότητα, η οποία αναδίδει τη δική της «αλήθεια». Μόνο, όμως,
εκείνος που μπορεί να συλλάβει «συνολικά» την κοινωνία στο γίγνεσθαί της
και στο σύνολό της έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί ορθά και τη δική
του παρουσία, τον δικό του ρόλο σε αυτό το γίγνεσθαι, ως μέρος μιας
συνολικής ριζοσπαστικής δραστηριότητας, όπως γράφει ο Μαρξ στην 3η «θέση
για τον Feuerbadch».
Από την αρχική του τοποθέτηση, ο μαρξισμός ξεκινάει από ένα
υποτιθέμενο γνωσιακό προνόμιο, εφόσον μόνο αυτός είναι σε θέση να
συλλάβει «συνολοποιητικά» και «διαλεκτικά» το γίγνεσθαι και την κοινωνία
και επομένως μόνο στο όνομα αυτής της σύλληψης μπορούν να
πραγματοποιηθούν εγχειρήματα μεγάλης πνοής, που περιλαμβάνουν και το
επαναστατικό εγχείρημα ως συνολική, πρακτική κριτική στην κοινωνική
κατάσταση των πραγμάτων ως έχουν.
Από αυτό είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η βία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του μαρξισμού
και ότι δεν είναι οι στρεβλώσεις ή αλλοιώσεις τις οποίες επέφεραν οι
«επίγονοι» που εισάγουν «ως μη έδει» τη βία στη μαρξιστική πρακτική. Στο
σημείο αυτό, ο Λένιν και ο Στάλιν είναι απόλυτα συνεπείς με το πνεύμα του Μαρξ.
Ας επιστρέψουμε όμως στην «υλική βία», την οποία ο
Μαρξ αντιλαμβάνεται ως μορφή κριτικής. Για τον Μαρξ, η κριτική έχει το
νόημα της αντίθεσης σε μια κατάσταση και θεωρεί ότι μια ολοκληρωτική
αντίθεση στην κρατούσα τάξη πραγμάτων θα αποτελούσε μια συνολική κριτική
σ αυτήν. Στο αποκορύφωμά της, στην πιο οξεία της μορφή, η κριτική αυτή
αποκτά τη μορφή ένοπλου αγώνα – «κριτική των όπλων».
Δεν είναι οι άνθρωποι που πρέπει να αλλάξουν ιδέες, σύμφωνα με τον
Μαρξ, αλλά οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ τάξεων, ώστε να επικρατήσουν
άλλες ιδέες. Επομένως, αντιστρέφονται οι όροι της ορθολογικής πρότασης
του Karl Popper, που ζητάει «να πεθάνουν οι ιδέες στη θέση μας» και να
αντικατασταθεί «ο εξαλειπτικός ρόλος της βίας με τον εξαλειπτικό ρόλο
της κριτικής» Στην κριτική των όπλων, οι ιδέες πεθαίνουν μαζί με τους
φορείς τους. Δεν μπορεί να εξαλειφθεί μια ιδέα με τη δύναμη απλώς της
κριτικής, και με τη χρήση της γλώσσας, που ως μέσον είναι οικονομικότερο
από τη βία, αλλά με τα όπλα, με το θάνατο των προσώπων που είναι φορείς
αυτών των ιδεών: αυτή ήταν η φιλοσοφία των σταλινικών και των
λενινιστικών εκκαθαρίσεων και βρίσκεται ήδη στην ιδέα της κριτικής που
απαντάται μέσα στο έργο του νεαρού Μαρξ.
Όπως είναι φυσικό, οι περισσότεροι μαρξιστές διανοούμενοι βρίσκουν
ακόμα την ιδέα της επαναστατικής βίας ελκυστική και δικαιολογημένη,
εφόσον είναι συνυφασμένη με τη συνολική κριτική στην κοινωνία, την οποία
οι ίδιοι θεωρούν ότι μπορούν να την ασκήσουν.
Όμως, η ίδια η ιδέα μιας
πανοπτικής ικανότητας, που είναι σύμφυτη με εκείνη που ασπάζεται αυτός
που δίνει στον εαυτό του το δικαίωμα να ασκήσει «συνολική κριτική»,
σχετίζεται με εκείνη του γνωστικού προνομίου που υπόρρητα δίνει στον
εαυτό του ο μαρξισμός και που προδίδει τον έμφυτο δογματισμό του. Και
από θέσεως δογματικής ισχύος, κρίνοντας τον κόσμο sub specie
auctoritatis, υπό το πρίσμα της εξουσίας, ασκεί κριτική η οποία είναι
«συνολική».
Η κριτική αυτή συνεπάγεται την εξάλειψη πολλών φορέων «λανθασμένων»
ιδεών, και μαζί τους πολλών άλλων που ούτε καν συγκαταλέγονται σ’
αυτούς, εφόσον μαζί με το ξερό καίγεται και πολύ χλωρό. Ο διανοούμενος
που προσελκύεται από τον μαρξισμό και την ιδεατής συνολικής κριτικής, η
οποία μπορεί, γι αυτόν το λόγο, να πάρει και βίαιες μορφές σε εποχές
αιχμής, δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος μπρος στο περιεχόμενο ενός
βιβλίου όπως η Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού.
Η ανάγνωσή του τον οδηγεί σε ένα δίλημμα: ή θα πρέπει να αναθεωρήσει
τις αφετηριακές του παραδοχές ή να δεχθεί ένα εξαιρετικά υψηλό ηθικό
τίμημα μιας ιδεολογικής επιλογής υπέρ του μαρξισμού σήμερα, πολύ
ψηλότερα από ό,τι οι περισσότεροι από μας θεωρούμε αποδεκτό. Η οδός της
ευκολίας είναι να απορρίψει το δίλημμα και τους όρους του, αρνούμενος να
εξετάσει σοβαρά σε τι συνίσταται το πρόβλημα που θέτει η Μαύρη Βίβλος,
είτε απορρίπτοντάς την ως ανυπόστατη, είτε απλούστερα, με τον
παραδοσιακό τρόπο που ισχύει «εις την φυγόπονον Ελλάδα» από την εποχή του Ροΐδη, μην μπαίνοντας στον κόπο να το διαβάσει.
4. Η ανάγκη διανοητικής μετάλλαξης
Με την εμφάνιση νέων στοιχείων από τα μυστικά αρχεία των πρώην
κομμουνιστικών χωρών, επιβεβαιώθηκαν με το παραπάνω τα συμπεράσματα στα
οποία είχαν καταλήξει προηγούμενες έρευνες, οι οποίες είχαν παραμεριστεί
παλιότερα ως «αφερέγγυες» ή «αντιδραστικές».
Η Μαύρη Βίβλος αξιοποιεί το σύνολο των παλαιότερων αναλύσεων, καθώς
και των νέων στοιχείων. Η δημοσίευση αυτών των στοιχείων εξαλείφει
οποιαδήποτε δυνατότητα διατήρησης έστω και της παραμικρής ψευδαίσθησης
όσον αφορά την εγκληματικότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων. Στις
εξιδανικευτικές εικόνες των ιδεολογικών ωραιοποιήσεων αντιτάσσονται τα
γεγονότα στη γλώσσα των αριθμών. Βέβαια, τα γεγονότα δεν μιλούν ποτέ
μόνα τους. Και οι αριθμοί μόνοι τους δεν σημαίνουν τίποτα. Όμως τα
γεγονότα. όπως έλεγε ο Λένιν, έχουν πεισματικό χαρακτήρα.
Και οι αριθμοί, όταν είναι αστρονομικοί, μπορούν να αναταράξουν τις
συνειδήσεις, πράγμα συχνά αναγκαίο για να δημιουργηθεί ένας
προβληματισμός. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιο συνταρακτικό γεγονός, η επαφή
με κάτι αναπάντεχο, μεταβάλλει ριζικά ένα ολόκληρο σύστημα εδραιωμένων
πεποιθήσεων ή τουλάχιστον το θέτει σε σοβαρή αμφισβήτηση. Έτσι, μπορεί
να σχηματισθεί η μετάλλαξη ή το Gestalt switch, όπως ονομάζει ο Thomas Kuhn
την καθοριστική μεταβολή στη νοητική στάση των επιστημόνων, που τους
επιτρέπει να δεχθούν μια νέα επιστημονική θεωρία, εγκαταλείποντας το
«παράδειγμα» στο οποίο ήταν έγκλειστοι και το οποίο λειτουργούσε ως
επιστημονική ορθοδοξία.
Όμως, τέτοιες μεταλλάξεις δεν πραγματοποιούνται όταν οι ίδιοι οι
πνευματικοί ανθρωποι αρνούνται να εξετάσουν τα γεγονότα, απορρίπτοντας
τα πειραματικά δεδομένα εκ προοιμίου, ακριβώς όπως πολλοί θεολόγοι την
εποχή του Γαλιλαίου είχαν ευγενώς αρνηθεί την πρόσκληση του να ελέγξουν
την ηλιοκεντρική του θεωρία παρατηρώντας τις κινήσεις των ουρανίων
σωμάτων από το τηλεσκόπιό του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήθελαν να εκτεθούν
στη γνώση που θα προερχόταν από την παρατήρηση, εφόσον αυτή θα μπορούσε
να τους οδηγήσει σε απαράδεκτα συμπεράσματα -δηλαδή στην αποδοχή θέσεων
που δεν θα ήταν θρησκευτικώς ορθές- κάτι αντίστοιχο με το «πολιτικώς
ορθό» των ημερών μας.
5. Η αιτιακή σχέση μεταξύ κομμουνισμού και εγκλήματος
Όπως ανέφερα πιο πάνω, και όπως προκύπτει από την ανάγνωση των
κειμένων, η εξήγηση για την εγκληματικότητα των κομμουνιστικών
καθεστώτων συνίσταται στην εξουσιαστική ακράτεια που τα διακρίνει, η
οποία με τη σειρά της είναι απόρροια της κάθετης δομής της εξουσίας σε
συνδυασμό με τον ακραίο βολονταρισμό της κομμουνιστικής πολιτικής, η
οποία συνδέεται με τη στρατηγική της ρήξης με το παρελθόν με την οποία
είναι συνυφασμένη.
Ο βολονταρισμός -απαραίτητος για την απόλυτη ρήξη με το παρελθόν- και
η απόλυτη αφοσίωση και πειθαρχία στο Κόμμα είναι οι κύριες αιτίες της
εγκληματικότητας του κομμουνισμού, εφόσον από την αφετηριακή του
αυτοθέσπιση το κομμουνιστικό καθεστώς αποστρέφεται οποιαδήποτε εμπόδια ή
όρια -ηθικά, πολιτικά ή πολιτιστικά- στην εφαρμογή του προγράμματός
του. Γι αυτό και η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου,
την οποία πρωτοδιατύπωσε ο Μαρξ και επεξεργάστηκε θεωρητικά ο Λένιν,
εκφράζει απόλυτα το πνεύμα και τις ανάγκες του κομμουνιστικού κινήματος,
που συνοψίζεται ακριβώς σ αυτόν τον συνδυασμό βολονταρισμού και
συγκεντρωτισμού. Ιδού τι γράφει ο Λένιν πάνω σ αυτό το θέμα, τον Μάιο
του 1920:
«Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας αδυσώπητος αγώνας,
αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, στρατιωτικός,
οικονομικός, παιδευτικός και διοικητικός, εναντίον της δύναμης της
παράδοσης (traditsya) του παλιού κόσμου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη
από τη συνήθεια (privytchka) εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων
ανθρώπων. Χωρίς ένα κόμμα με σιδερένια πυγμή, ατσαλωμένο στους αγώνες,
είναι αδύνατο να δοθεί στήριγμα σ αυτόν τον αγώνα».
Η σημασία που δίνει ο Λένιν στην παράδοση και τη συνήθεια, καθώς και
στην ανάγκη ρήξης με το παρελθόν, τη στιγμή που η αντίσταση στην αλλαγή
έχει τεράστια δύναμη, ορίζει την ανάγκη δημιουργίας ενός παντοδύναμου
κόμματος. Το κόμμα αυτό θα πρέπει να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή
αποφασιστικότητα και την πιο πειθαρχημένη οργάνωση για να φέρει εις
πέρας το πρόγραμμά του, πηγαίνοντας ενάντια στην ίδια την ανθρώπινη
φύση, δηλαδή στη δύναμη που έχουν η παράδοση και η αδράνεια. Το
κομμουνιστικό κόμμα, συνεπώς, είναι κατά τον Λένιν το κέντρο ευθύνης για
το συνολικό πρόγραμμα που εφαρμόζει, πηγαίνοντας ενάντια στα
κατεστημένα συμφέροντα, ενάντια στις κατεστημένες νοοτροπίες και ενάντια
στην ίδια την κοινωνία, αν και όταν χρειασθεί.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κομμουνιστικό κόμμα ήταν αντικείμενο απόλυτης αφοσίωσης για τα μέλη του. Ο αμείλικτος και αδίστακτος χαρακτήρας της εξουσίας ενός τέτοιου κόμματος ασκούσε μαγνητική έλξη σε πολλούς διανοουμένους,
όπως αργότερα ομολόγησαν προσωπικότητες όπως ο Arthur Koestler, ο
Emannuel Leroy-Ladurie, ο Francois Furet, ο Claude Lefort και άλλοι
πολλοί. Το κόμμα αυτό ήταν η αναγκαία και αδίστακτη δύναμη, η ατσαλένια
συλλογική βούληση που εκφραζόταν μέσα στην κάθετη οργάνωση της εξουσίας
του και αντιπροσώπευε για τους οπαδούς του την «ενσάρκωση της
επαναστατικής ιδέας στην Ιστορία», για να επαναλάβουμε τα λόγια του
Ρουμπάσοφ, του ήρωα του μυθιστορήματος του Koestler “Το μηδέν και το
άπειρον”
Από την άλλη μεριά, η ιδεολογία της ρήξης με το παρελθόν παράγει και
την αντίστοιχη στρατηγική. Και το έγκλημα εγγράφεται μέσα σ αυτήν τη
στρατηγική. Οι κομμουνιστές κατέφυγαν σε μαζικές εγκληματικές ενέργειες
των διαφόρων κομμουνιστικών καθεστώτων, που σαν πανώλη εξαπλώθηκαν από
τη Β. Κορέα ώς την Καμπότζη και από την ΕΣΣΔ ώς τη Νικαράγουα.